Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΑΦΕΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΛΘΕΙΝ ΠΡΟΣ ΜΕ

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Ἡ μετοχή στήν Θεία Εὐχαριστία καί ἡ προπαρασκευή διά τῆς ἄσκησης, Ἀρχιμ. Σάββα Ἁγιορείτου


Μελέτες στήν Φιλοκαλία 

Οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες, ἀκολουθώντας τίς ἐκκλησιαστικές παραδόσεις καί ὑπακούοντας στήν Κυριακή ἐντολή περί τῆς συχνῆς Μεταλήψεως τοῦ ἁγίου Σώματος καί τοῦ Τιμίου Αἵματός Του, προπαρασκευάζονταν καί προσεύχονταν, ὥστε νά ἀξιώνονται τῆς μετοχῆς τοῦ Ποτηρίου τῆς Ζωῆς «εἰς κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καί ὄχι «εἰς κρῖμα ἤ εἰς κατάκριμα»[1]. 
Οἱ Μοναχοί-ἀσκηταί καί φιλοκαλικοί Πατέρες συμμετεῖχαν στήν θεία Λειτουργία καί κοινωνοῦσαν τακτικά. Ἔτσι γνώριζαν καί χρησιμοποιοῦσαν φράσεις ἀπό αὐτήν, ὅπως τό νά γίνει ἡ θεία Μετάληψις «εἰς Κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος» καί «εἰς ἀρραβῶνα τῆς αἰωνίου ζωῆς»[2]. 
«Ὡς [ἄνθρωπος], πού ἀγνοῶ καί δέν μπορῶ τίποτε νά κάνω, καταφεύγω [στόν Θεό]», ἐπισημαίνει ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός, «...καί λέγω [σ’ Αὐτόν]: Μόνον νά μήν ἀποτύχω [καί χάσω] τήν θέσι στά δεξιά Σου...Καί ἐπίσης νά καταξιωθῶ τῆς θείας Μεταλήψεως, ὅπως ἔχω χρέος· [ὥστε] προσευχόμενος ἀπό πρίν γι’ αὐτό, νά εὕρω ἕτοιμο τόν βοηθό, ὅταν θελήσω νά μεταλάβω· καί νά φέρω στήν μνήμη μου τά ἄχραντα Πάθη τοῦ Σωτῆρος μας καί νά ἔλθω σέ ἀγάπησι τῆς μνήμης Αὐτοῦ καί νά μοῦ γίνῃ ἡ μετάληψι εἰς κοινωνίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· διότι ὁ ἴδιος ὁ Παράκλητος παρηγορεῖ ὅσους πενθοῦν κατά Θεόν στόν παρόντα αἰῶνα καί στόν μέλλοντα καί ὅσους Τόν παρακαλοῦν μέ ὅλην τους τήν ψυχή, μέ πολλά δάκρυα καί λέγουν τό «Βασιλεῦ Οὐράνιε» καί τά λοιπά. Καί [προσεύχομαι ἐπίσης], νά μοῦ γίνῃ ἡ κοινωνία τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ἀρραβώνας τῆς αἰωνίου ἐν Χριστῷ ζωῆς, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Μητρός Αὐτοῦ καί πάντων τῶν Ἁγίων. Ἔπειτα γονατίζω μπροστά σέ ὅλους τούς ἁγίους, παρακαλώντας αὐτούς νά ἱκετεύουν [τόν Κύριο] γιά μένα, ἐπειδή [Αὐτοί] μποροῦν νά προσφέρουν τήν ἱκεσία στόν Δεσπότη· καί μετά [λέγω] τήν Εὐχή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου[3] [τῆς θείας Μεταλήψεως], ὅπως συνηθίζεται, ἐπειδή περιέχει θαυμαστή θεολογία»[4]. 
Εἶναι φανερή ἡ ἀκολούθηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων, ἀλλά καί ἡ οἰκείωση τοῦ γνήσιου ἐκκλησιαστικοῦ πνεύματος, πού εἶναι πνεῦμα ταπεινοφροσύνης καί ὁδηγεῖ στήν συχνή μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία ἐν μετανοίᾳ, προσευχῇ καί συντριβῇ καρδίας. Ἔμμεσα διαλάμπει καί ἐδῶ ἡ γνήσια ἐκκλησιαστική ζωή, πού διάγουν οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀκρογωνιαῖο λίθο τήν μετοχή στήν θεία Λειτουργία καί θεία Κοινωνία. Ἀπαραίτητη θεωρεῖται ἡ προπαρασκευή μέ τήν εἰδική ἀκολουθία, πού ἀναγινώσκεται πρό τῆς θείας Μεταλήψεως καθώς καί ἡ γονυκλισία, ὅπως διακριβώνουμε στό ἀνωτέρω κείμενο τοῦ ὁσίου Πέτρου. 
Ἡ ἄσκηση καθώς καί ἡ προσευχή, πού στοχεύουν στήν κάθαρση τῆς καρδίας, προηγοῦνται, ἐνῶ ἡ θεία Μετάληψη ἕπεται. Μετοχή στά Μυστήρια χωρίς ἀνάλογη ἄσκηση καί ἡσυχαστική ζωή εἶναι ἀνώφελη ἤ καί ἐπιζήμια κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου[5]. 
Τό ἴδιο πνεῦμα ἀποπνέει καί αὐτή ταύτη ἡ «Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως»[6], καθώς καί οἱ σχετικές εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας.
«Εἶναι χαρακτηριστική» ἐπισημαίνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος Βλάχος, «ἡ εὐχή πρό τῆς Θείας Κοινωνίας τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου[7]. Προηγεῖται ἡ ταπείνωση, ὁ κόπος τῆς ἀσκήσεως καί ἔπειτα ἀναζητᾶται ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ὥστε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ νά ἐνεργήσουν τήν θέωση καί τόν ἁγιασμό: 

«Ἴδε τήν ταπείνωσίν μου, 

ἴδε μου τόν κόπον ὅσος, 

καί τάς ἁμαρτίας πάσας 

ἄφες μοι, Θεέ τῶν ὅλων· 

ἵνα καθαρᾷ καρδίᾳ, 

περιτρόμῳ διανοίᾳ 

καί ψυχῇ συντετριμμένῃ 

τῶν ἀχράντων σου μετάσχω 

καί πανάγνων μυστηρίων, 

οἷς ζωοῦται καί θεοῦται 

πᾶς ὁ τρώγων σέ καί πίνων 

ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας»»[8]. 

Ἐκτός ἀπό τήν προσευχή καί τίς γονυκλισίες χρειάζεται μία γενικότερη προετοιμασία γιά τήν θεία Μετάληψι. Αὐτό εἶναι ὁλοφάνερο στά κείμενα τῆς Φιλοκαλίας. 
Μία ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τήν μετοχή στά Πανάχραντα Μυστήρια εἶναι ἡ ἐσωτερική ἀδιατάρακτη εἰρήνη, ἡ ὁποία ἔρχεται διά τῆς ὑπομονητικῆς παραμονῆς στήν προσευχή καί μάλιστα στήν κοινή προσευχή-λατρεία μέ τούς ἄλλους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς. Ἡ παραμονή στήν Ἐκκλησία μέχρι τήν ἀπόλυση τῆς κοινῆς ἀκολουθίας ἤ τῆς θείας Λειτουργίας, εἶναι κανόνας ἀπαράβατος γιά τόν Μοναχό. 
«Ἀγωνίσου νά φυλάξῃς τήν διάνοιά σου ἀμετεώριστη», διδάσκει ὁ ἀββᾶς Φιλήμων, «ἐπιμελουμένη τούς ἐσωτερικούς λογισμούς [στραμμένη στήν καρδία σου]. Ὁπόταν εὑρίσκεσαι στήν Ἐκκλησία καί πρόκειται νά μεταλάβῃς τῶν θείων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, μή βγῇς ἔξω, μέχρις ὅτου θά λάβῃς τήν τέλευταία εἰρήνη [δηλαδή μέχρι τήν τελευταία εὐχή τῆς ἀπολύσεως]. Ἐνῶ [δέ] ἔχεις σταθῆ σέ ἕνα τόπο, μήν μετακινηθῇς ἀπό ἐκεῖ ἕως τήν ἀπόλυσι. Θεώρησε δέ, ὅτι ὁ ἑαυτός σου στέκεται στόν οὐρανό καί ὅτι μαζί μέ τούς ἁγίους Ἀγγέλους θά συναντήσῃς τόν Θεό καί θά ὑποδεχθῇς αὐτόν στήν καρδία σου. Ἑπομένως, νά προετοιμάζεσαι μέ φόβο καί τρόμο πολύ, γιά νά μήν γίνῃς μέτοχος τῶν Ἁγίων δυνάμεων ἀναξίως»[9]· 
Ἡ μετοχή στά ἅγια Μυστήρια εἶναι ἕνωση μέ τόν Θεό καί χρειάζεται αὐστηρή ζωή καί ἐπιμελημένη προετοιμασία γι’ αὐτήν. 
Ὁ ἅγιος Φιλήμων, ὅπως ἀναγράφεται στό κείμενο Περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος, «ὅσον ἀφορᾶ τήν μετάληψι τῶν θείων μυστυρίων, ἄν καί ζοῦσε μέ τόση ἀκρίβεια, ὁπόταν ἐσυναντᾶτο μέ ἀνθρώπους, δέν μετελάμβανε, ἄν καί δέν ἐλέγετο τίποτε γήινο ἀπό αὐτόν, παρά μόνο πραγματοποιοῦσε τήν συνάντησι γιά τήν ὠφέλεια ἐκείνων, πού ζητοῦσαν [αὐτήν]. Ὅταν δέ ἐπρόκειτο νά μεταλαμβάνῃ τῶν θείων μυστηρίων ἱκέτευε τόν Θεό μέ εὐχές καί ψαλμωδίες καί ἐξομολογήσεις, διότι ἔφριττε μέ τήν φωνή τοῦ ἱερέως κατ΄ αὐτήν [τήν θεία μετάληψι], ὅταν προσφωνοῦσε γιά αὐτό [γιά τήν προσέλευσι στά Ἅγια μυστήρια] καί ἔλεγε: Τά Ἅγια στούς ἁγίους. Διότι ἔλεγε, ὅτι ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη ἀπό ἁγίους Ἀγγέλους, καί, [ὅτι εὑρίσκεται ἐκεῖ] ὁ ἴδιος ὁ Βασιλεύς τῶν δυνάμεων, ὁ ὁποῖος ἱερουργεῖται μυστικά καί μεταποιεῖται μέσα στίς καρδίες μας σέ σῶμα καί αἷμα. [Καί] γι’ αὐτό ἔλεγε: Πρέπει ἐμεῖς μέ ἁγνότητα καί καθαρότητα καί τρόπον τινά νά ἐξερχώμεθα ἀπό τήν σάρκα [μας καί] χωρίς κανένα δισταγμό καί ἐνδοιασμό, νά τολμοῦμε [νά λαμβάνωμε] τήν Ἁγία Κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νά γινώμεθα μέτοχοι τοῦ φωτισμοῦ, [πού ἐκπέμπεται] ἀπ’ αὐτά. Διότι πολλοί ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ἔβλεπαν τούς Ἀγγέλους νά προφυλάσσουν αὐτούς, [ὅταν εἶχαν κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων μυστηρίων], γι’ αὐτό καί ἐφρουροῦσαν μέ τήν σιωπή τούς ἑαυτούς [τους] χωρίς νά συνομιλοῦν μέ κανέναν»[10]. 
Στά ἀνωτέρω εἶναι ἀποτυπωμένο ὅλο τό πνεῦμα τῶν φιλοκαλικῶν Πατέρων, πού προετοιμάζονταν κατάλληλα καί γι’ αὐτό βίωναν ἀληθινά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, προσερχόμενοι στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς, στήν θεία Λειτουργία-θεία Εὐχαριστία. 
Καταπίπτει ἔτσι κάθε προσπάθεια ὑποτίμησής τους, διά τῆς κατηγορίας ὅτι (τάχα) ἀντικατέστησαν τήν «ἀρχέγονη ἐκκλησιολογία», πού (τάχα) βασιζόταν στήν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μέ μία «ἐκκλησιολογία ἀσκητική», μέ νεοπλατωνίζοντα χαρακτηριστικά[11]. 
Ἡ κατηγορία αὐτή στοιχειοθετήθηκε ἀπό τούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἑρμήνευσαν ἐξωτερικά τούς ἁγίους Πατέρες χαρακτηρίζοντάς τους ὡς νεοπλατωνικούς, ἐπειδή χρησιμοποίησαν τούς ὅρους κάθαρσις, φωτισμός καί θέωση, πού χρησιμοποιοῦσαν καί οἱ Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι. Ἐκεῖνο ὅμως, τό ὁποῖο εἴτε δέν ἀντιλήφθηκαν, εἴτε σκόπιμα ἀπέκρυψαν οἱ Προτεστάντες θεολόγοι καί οἱ ἀκόλουθοί τους, εἶναι ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔδωσαν ἕνα τελείως ἄλλο νόημα καί περιεχόμενο ἀπό αὐτό, πού ἔδιναν σ’ αὐτούς τούς ὅρους οἱ Νεοπλατωνικοί. Οἱ ὅροι ὀρθοδοξοποιήθηκαν καί ἡ ὅλη ἑρμηνεία τῶν Προτεσταντῶν, τήν ὁποία δυστυχῶς υἱοθέτησαν καί κάποιοι ὀρθόδοξοι[12], πέφτει στό κενό. 
Ἡ προσπάθεια, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ καθηγητής κ. Ἰ. Κουρεμπελές, «νά εἰσβάλλει στίς μέρες μας ἕνα συνδυασμένο γίγνεσθαι κοινωνικοπολιτικά στρατευμένης γνωσιολογίας, ἡ ὁποία θέλει νά παραγκωνίσει τήν ὀντολογική καί ὡς ἐκ τούτου διαχρονική καί οἰκουμενική σημασία τῆς  πατερικῆς θεολογίας ὡς βιωμένης καί βιούμενης ἐμπειρία, ἀπο-αγιοποιώντας της καί ἀπο-εκκλησιοποιώντας την»[13], προσκρούει στά φιλοκαλικά κείμενα καί ἀποδεικνύεται ἀστήρικτη καί ἀτελέσφορη στούς ἀντικειμενικούς ἐρευνητές καί ἀληθινούς θεολόγους. 
Βλέπομε στό παρατεθέν κείμενο Περί τοῦ ἀββᾶ Φιλήμονος, ἀφ’ ἑνός μέν τήν ἀσκητική προετοιμασία, πού κάνει ὁ ἅγιος φιλοκαλικός Πατήρ προκειμένου νά μεταλάβει τῶν ἀχράντων Μυστηρίων καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἀληθινή ἐμπειρία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού βιώνει, καί γι’ αὐτό ὁμιλεῖ γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καί τῶν ἁγίων Ἀγγέλων στή θεία Λειτουργία. 
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία, ἀναγκαῖες προϋποθέσεις γιά τήν ὅσο γίνεται λιγότερο ἀνάξια μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγνότητα καί καθαρότητα, καθώς καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον[14]. 
Ὁ ἅγιος Φιλήμων προσπαθεῖ νά ἐπιτύχει τήν μέγιστη δυνατή κατ΄ ἄνθρωπο καθαρότητα τῆς καρδίας του, ἀποφεύγοντας ἀκόμη καί τίς ἀναμάρτητες, πρό τῆς θείας Μεταλήψεως συνομιλίες. Αἰσθάνεται φρίκη ἀκούγοντας τήν προσφώνηση «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης»[15], ἐπειδή ἔχει βαθειά ἐπίγνωση τῆς ἀναξιότητάς του. Ἔχει ὀρθή πίστη γιά τό Μυστήριο, ἀφοῦ διακηρύττει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι μυστηριακά παρών στή θεία Λειτουργία καί μᾶς μεταγγίζει τήν ἀληθινή ζωή, πού εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος. 
Ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες δέν ὑποτιμοῦσαν τά θεῖα Μυστήρια καί μάλιστα τό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας-θείας Κοινωνίας. 
Ἀντίθετα φρόντιζαν νά κοινωνοῦν πολύ συχνά, κάνοντας πολύ καλή προετοιμασία μέ ἡσυχία, μόνωση, σωματικούς κόπους, σιωπή, ὀρθή πίστη γιά τό μυστήριο καί γνώση τῆς θεολογίας του, καλλιέργεια τοῦ θείου φόβου καί τῆς θείας ἀγάπης. Ὅλα αὐτά πήγαζαν ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶχαν κατά τή θεία Λειτουργία καί ὄχι ἀπό τήν, κατά τούς μεταπατερικούς θεολόγους, ἀπουσία αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί ὑποκατάστασή της ἀπό τήν ἄσκηση. 
Ἡ ἄσκηση δέν ὑποκαθιστᾶ τά ἅγια Μυστήρια, ἀλλά εἶναι ἡ ἀναγκαία προετοιμασία γιά τήν ἄξια μετοχή στή θεία Μετάληψη. Δέν χωρίζονται ἡ ἄσκηση ἀπό τά μυστήρια. 
«Ἔξω ἀπό αὐτόν τόν σύνδεσμο Μυστηρίων καί ἀσκήσεως», ἐπισημαίνει ὁ Σεβασμιώτατος Ἱερόθεος, «δημιουργεῖται μεγάλο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μετοχή στήν Ἐκκλησία χωρίς προϋποθέσεις, ἡ ἁπλή συμμετοχή στήν θεία Εὐχαριστία καί ἡ αἴσθηση δῆθεν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, «χωρίς τά στάδια μεθέξεως στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ», εἶναι μιά «εὐχαριστιακή καί ἐκκλησιολογική εἰδωλολατρία» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης), ἀφοῦ ἡ μετοχή στά Μυστήρια ἐκλαμβάνεται ὡς μία ἰδεολογική καί, κυρίως, μαγική πράξη. Μία τέτοια ἄποψη εἶναι βατικανίζουσα καί προτεσταντίζουσα, πού προωθεῖται σέ μία οἰκουμενιστική νοοτροπία, γι’ αὐτό καί εἶναι μία μεγάλη κυοφορουμένη αἵρεση μέσα στήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπιδιώκει νά παραθεωρήση τήν γνήσια προφητική, ἀποστολική, καί πατερική διδασκαλία, δηλαδή τήν ἐκκλησιαστική θεολογία»[16] καί στή θέση της νά εἰσαγάγῃ τήν λεγόμενη «μεταπατερική» θεολογία. 
Οἱ ἅγιοι φιλοκαλικοί Πατέρες ἔχουν μία ὀρθοδοξότατη ἐκκλησιολογία-σωτηριολογία-θεολογία καί τονίζουν ὅτι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ βίωση τῆς Βασιλείας Του δέν γίνεται μαγικά, στοχαστικά ἤ φιλοσοφικά, ἀλλά μυστηριακά, ὅταν ὅμως ὑπάρχουν καί οἱ ἀνάλογες προϋποθέσεις. Αὐτές ἐξασφαλίζονται μέ τήν ἀσκητική-ἡσυχαστική προετοιμασία, ἡ ὁποία μαζί μέ τήν θεία χάρη ὁδηγεῖ στήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί στόν φωτισμό τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο διά μέσου τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης τοῦ νοός εἶναι δυνατή μία πρωτογενής ἀπλανής ὀρθόδοξη θεολογία. 
«Ἄν ὅμως», παρατηρεῖ ὁ Σεβασμιώτατος κ.κ. Ἱερόθεος, «ἀποβάλλη κανείς τίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθόδοξου θεολογίας, πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός, τότε ἀνοίγεται διάπλατα ὁ δρόμος γιά νά εἰσέλθῃ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ σχολαστική καί ἠθικολογική θεολογία τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν. Αὐτή εἶναι στήν πραγματικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία καί τήν θεολογία, ἤ καλύτερα ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ὀρθοδόξων θεολόγων»[17]. 
Παράλληλα ἀνοίγεται καί ὁ δρόμος πρός τόν Οἰκουμενισμό, τήν μεγαλύτερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, τήν παναίρεση, ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς[18]. «Οἱ ὅροι μετα-πατερική θεολογία καί μετα-λειτουργία», παρατηρεῖ ὁ καθηγητής κ. Ἰω. Κουρεμπελές, «ὅπως ἀναλύονται, δείχνουν ὅτι βρίσκονται σέ ὀργανική συνάφεια μέ τήν τάση νεότερων θεολόγων νά κινοῦνται στό περιθώριο τῆς θεολογίας (στό πλαίσιο μίας μεταθεολογίας) καί νά ἀναζητοῦν τή μετα-θεολογία αὐτή ὡς προσφορότερη προοπτική γιά τόν διαχριστιανικό (ἤ διαθρησκειακό διάλογο) στή σύγχρονη πολυπολιτισμική ἐποχή»[19]. 

Τῼ ΘΕῼ ΗΜΩΝ ΔΟΞΑ 

ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ ΑΜΗΝ 

Ἀρχιμ. Σάββας Ἁγιορείτης 




[1] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοσόμου, Θεία Λειτουργία. 
[2] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοσόμου, Θεία Λειτουργία. 
[3] Βλ. Ὡρολόγιον τό μέγα, Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, Εὐχή Μ. Βασιλείου, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, ἔκδ. ΙΣΤ΄ 2005, σελ. 511. 
[4] Ἁγίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Βιβλίον Α΄, Περί ψευψωνύμου γνώσεως δήλωσις[207],Φιλοκαλία, Τόμος Ε΄,σελ. 307-308. 
[5] Πρβλ. Α΄ Κορ. 11, 30: «διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί». 
[6] Βλ. Ὡρολόγιον τό μέγα, Ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως, Εὐχή Μ. Βασιλείου, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, ἔκδ. ΙΣΤ΄ 2005, σελ. 505. 
[7] Τοῦ ὁποίου κείμενα ὑπάρχουν στή Φιλοκαλία. 
[8] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου: Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία, ἔκδοση Α΄, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2012, σελ. 127-128. 
[9] Περί τοῦ Ἀββᾶ Φιλήμονος, Λόγοι, Λόγος Πάνυ ὠφέλιμος, Φιλοκαλία, Τόμος Δ΄,σελ. 110. 
[10] Περί τοῦ Ἀββᾶ Φιλήμονος, Λόγοι, Λόγος Πάνυ ὠφέλιμος, Φιλοκαλία, Τόμος Δ΄,σελ. 143-144. 
[11] Βλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ μεταπατερική Θεολογία ἀπό ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς, στό: Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς, Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Πειραιεύς 2012, σελ. 182-189. 
[12] Βλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ μεταπατερική Θεολογία ἀπό ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς, στό: Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς, Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Πειραιεύς 2012 σελ. 188-192. 
[13] Ἰωάννου Κουρεμπελέ, Ἀν. Καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, Ὀρθοδοξία ἀνόρθοδοξη; Στιγμές στή σύγχρονη ἑλληνική θεολογική ἔκφραση καί στίγματα μετα-θεολογικῶν στιγμῶν στό: Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς, Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Πειραιεύς 2012, σελ. 100-101. 
[14] Πρβλ. τήν ἐκφώνηση τοῦ Ἱερέως κατά τήν θεία Λειτουργία προκειμένου νά μεταλάβουν οἱ πιστοί: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». 
[15] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία. 
[16] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου Βλάχου: Μεταπατερική θεολογία καί ἐκκλησιαστική πατερική ἐμπειρία, ἔκδοση Α΄, Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 2012, σελ. 134-135. 
[17] Ὅ.π. σελ. 135-136. 
[18] Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἀνθρωπιστικός οἰκουμενισμός, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, Μετάφρασις Ἱερομ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς καί Ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέβτιτς, σελ. 224. 
[19] Ἰωάννου Κουρεμπελέ, Ἀναπληρωτοῦ Καθηγ. Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ, Ὀρθοδοξία ἀνόρθοδοξη; Στιγμές στή σύγχρονη ἑλληνική θεολογική ἔκφραση καί στίγματα μετα-θεολογικῶν στιγμῶν στό: Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς, Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος, Πειραιεύς 2012, σελ. 116-117.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου