Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΥΛΟΓΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
ΑΦΕΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΛΘΕΙΝ ΠΡΟΣ ΜΕ

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Προκατήχηση 2ο Μέρος, Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου-Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Αποτέλεσμα εικόνας για Προκατήχηση 2ο Μέρος, Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου 
Ἀκοῦστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:Προκατήχηση 2ο Μέρος, Κατηχήσεις Ἁγίου Κυρίλλου

Εἴχαμε ἀρχίσει, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ,  νά διαβάζουμε καί νά σχολιάζουμε τό κατά δύναμιν τήν Προκατήχηση, τήν προκαταρκτική δηλαδή κατήχηση, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στούς φωτιζομένους. Νά θυμίσω ὅτι φωτιζόμενοι ὀνομάζονταν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἑτοιμάζονταν νά βαφτιστοῦν. Εἶχαν περάσει τό στάδιο τῆς κατήχησης καί πλέον εἶχαν μπεῖ στήν τελική εὐθεία, γιά νά βαφτιστοῦν. Οἱ φωτιζόμενοι ἦταν μιά μεικτή ὁμάδα ἀπό ἄνδρες καί γυναῖκες πού σχηματιζόταν ἀπό μέλη τῆς τάξης τῶν κατηχουμένων στίς ἀρχές τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἡ ὁμάδα αὐτή, μέ ἰδιαίτερα μαθήματα καί ἐξορκισμούς, προετοιμαζόταν γιά νά λάβει τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τό Βάφτισμα. Ὀνομαζόντουσαν φωτιζόμενοι, γιατί τό Βάφτισμα ἦταν καί λεγόταν Φώτισμα. Λέει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ ἀπολογητής: «καλεῖται δέ τό λουτρόν τοῦτο φωτισμός, ὡς φωτιζομένων τήν διάνοιαν τῶν ταῦτα μανθανόντων», διότι αὐτοί πού μαθαίνουν αὐτά τά πράγματα, τά τῆς πίστεως, φωτίζονται στήν διάνοια. «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα», λέει ὁ Ἅγιος Κλήμης Ἀλεξανδρείας, «φωτιζόμενοι υἱοποιούμεθα». Ὅταν βαπτιζόμαστε φωτιζόμαστε καί ὅταν φωτιστοῦμε γινόμαστε υἱοί. «Υἱοποιούμενοι τελειούμεθα», τελειοποιούμαστε καί «τελειούμενοι ἀποθανατιζόμεθα», γινόμαστε ἀθάνατοι πλέον, ὅταν τελειοποιηθοῦμε.
Οἱ φωτιζόμενοι ἤτανε μία τάξη ἐντελῶς ἰδιαίτερη, γιατί ὑπῆρχε γιά λίγο χρονικό διάστημα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι μόνο γιά αὐτό, ἀλλά γιατί εἶχε καί ἕναν χαρακτήρα μεταβατικό, ἀπό τήν τάξη τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Πιστῶν. Ἦταν ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος.
Πιστός ἦταν ὁ βαπτισμένος. Παρόλο πού ὁ ἅγιος Κύριλλος τό βλέπει σάν κάποια προαγωγή καί ἀξίωμα, τό νά πᾶς δηλαδή ἀπό τήν τάξη τῶν κατηχουμένων στήν τάξη τῶν φωτιζομένων, ὅμως ὑπῆρχε ἀκόμα γι᾿ αὐτούς ἡ δυνατότητα ἐκλογῆς γιά τήν εἴσοδό τους στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή μποροῦσαν ἀκόμα νά διαλέξουν: θά μπῶ ἤ δέν θά μπῶ;
Στούς Φωτιζομένους δίδονταν περισσότερα στοιχεῖα ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ὁποῖα ἦταν ρητῶς ἀπαγορευμένα νά ἐκλαληθοῦν, νά εἰπωθοῦν δηλαδή, στούς Κατηχουμένους. Ἦταν δηλαδή μιά πληρέστερη κατήχηση αὐτή πού γινόταν στούς φωτιζόμενους. Ὁ Φωτιζόμενος διέφερε ἀπό τόν Κατηχούμενο, γιατί ὁ Κατηχούμενος, ἄν καί εἶχε ἀρνηθεῖ τά εἴδωλα ἤ ἀναγνώριζε τήν ἀνεπάρκεια καί τό ἀδύνατο τῆς σωτηρίας στήν πίστη τοῦ Ἰσραήλ, ἄν ἤτανε πρώην Ἰουδαῖος δηλαδή, καί μολονότι ἡ ζωή του προσαρμοζόταν στίς ἐπιταγές τῆς νέας πίστεως, ἐν τούτοις ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά λάβει τό καινόν ὄνομα. Ὁ κατηχούμενος, παρόλο πού εἶχε ἀρνηθεῖ τά εἴδωλα καί εἶχε ἀναγνωρίσει ὅτι δέν μπορεῖ νά σωθεῖ στόν Ἰουδαϊσμό, ὅμως θεωροῦνταν ὅτι ἦταν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔμοιαζε πιό πολύ μέ τούς εἰδωλολάτρες ἤ μέ τούς Ἰουδαίους. Ὁ φωτιζόμενος θεωροῦνταν ἕνας πού ἐπρόκειτο νά λάβει τό καινούριο ὄνομα, ἦταν πολύ κοντά στούς πιστούς, στό νά γίνει πιστός, ἀλλά καί διέφερε ἀπό τούς Πιστούς. Δέν εἶχαν ἀκόμα πλήρη μετοχή στή γνώση οἱ Φωτιζόμενοι καί δέν μετεῖχαν στή Θεία Λειτουργία τῶν Πιστῶν.
Εἴχαμε ἐξηγήσει ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία ἀπό τήν ἀρχή ἕως ἕνα ὁρισμένο σημεῖο ἦταν γιά ὅλους καί γιά τούς κατηχούμενους καί γιά τούς φωτιζόμενους. Ἀπό τή στιγμή πού ἔλεγε ὁ διάκονος ἤ ὁ ἱερέας «ὅσοι κατηχούμενοι προέλθετε» ἤ «ὅσοι πρός τό φώτισμα προέλθετε», φεύγανε καί οἱ κατηχούμενοι καί οἱ φωτιζόμενοι καί μετά τό «ὅσοι πιστοί..» ἄρχιζε ἡ λειτουργία τῶν Πιστῶν, ἡ ὁποία συνεχιζόταν μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τήν μεγάλη εἴσοδο... στά ὁποῖα δέν μετεῖχαν οὔτε οἱ φωτιζόμενοι οὔτε οἱ κατηχούμενοι βέβαια.
Ὁ ἀριθμός τῶν Φωτιζομένων ἦταν πολλές φορές πολύ μεγάλος. Ἀπό αὐτό μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἀντιληφθεῖ τήν πάσης φύσεως ποικιλία τῶν Φωτιζομένων, ἀκόμα καί ὡς πρός τό κίνητρο τῆς προσελεύσεως ἤ τῆς ἁγνότητας τῆς προαιρέσεώς τους γιά Βάπτισμα. Μέσα σ’ ἕνα πλῆθος ὑπῆρχαν ποικίλες αἰτίες γιά τίς ὁποῖες κάποιος ἔμπαινε στήν τάξη αὐτή τῶν Κατηχουμένων καί τῶν Φωτιζομένων. Δυστυχῶς, δέν ἦταν πάντα σωστά τά κίνητρα καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος τό τονίζει αὐτό, ὅτι δέν ἀρκεῖ νά εἶσαι στήν τάξη αὐτή, ἀλλά θά πρέπει μέ ὅλη σου τήν θέληση, μέ ὅλη σου τήν καρδιά, μέ ὅλη σου τήν βούληση νά ἀκολουθήσεις αὐτά πού λέει ὁ Χριστός. Δέν λειτουργεῖ, δηλαδή, τό μυστήριο μαγικά.
Ἡ εἴσοδος τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Φωτιζομένων ἀκολουθοῦσε ὁρισμένη διαδικασία, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τή διαδικασία τῆς εἰσόδου κάποιου στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων. Ἕνας εἰδωλολάτρης ἤ ἕνας Ἰουδαῖος, ὅταν ἤθελε νά μπεῖ στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων ἀκολουθεῖτο μιά ὁρισμένη διαδικασία. Τί γινόταν δηλαδή; Ὅποιος ἐπιθυμοῦσε νά λάβει τό Βάπτισμα, μιλᾶμε γιά τούς Φωτιζομένους καί περίπου τό ἴδιο ἤτανε καί γιά τούς Κατηχουμένους, ἐξεταζόταν γιά ἄλλη μιά φορά ἀπό τούς ὁρισμένους γι᾿ αὐτή τή διακονία κληρικούς. Ὑπῆρχαν κάποιοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὁριστεῖ νά ἐξετάσουν τούς κατηχουμένους καί κυρίως ἦταν πρεσβύτεροι, ἦταν ἱερεῖς δηλαδή. Αὐτοί ἐρευνοῦσαν τή ζωή τῶν ὑποψηφίων, ἄν δηλαδή ἔζησαν σεμνά τό χρόνο, κατά τόν ὁποῖο ἦταν Κατηχούμενοι. Πῶς ζούσανε. Ἀποφάσισες νά ἀρνηθεῖς τά εἴδωλα, ἀποφάσισες νά φύγεις ἀπό τόν Ἰουδαϊσμό, τί ἔκανες; Πῶς φαίνεται αὐτό στή ζωή σου; Ἄν τιμοῦσαν τίς χῆρες, οἱ ὁποῖες ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερη τιμή καί τίς φρόντιζε πολύ ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἐπισκέφθηκαν τούς ἀσθενεῖς καί γενικά ἄν ἦταν συνεπεῖς μέ τίς ἐπιταγές τῆς πίστεως. Γιά ὅλα αὐτά ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συμμαρτυρία τοῦ προσώπου, τό ὁποῖο εἶχε ἐγγυηθεῖ γιά τόν Κατηχούμενο ἤ τόν εἶχε διδάξει τή χριστιανική ἀλήθεια, πρίν νά γίνει ἡ προσαγωγή του στήν Ἐκκλησία, δηλαδή αὐτοῦ πού εἶχε ἀναλάβει τήν κατήχησή του. Κάθε ἕνας πού ἑτοιμαζόταν νά βαφτιστεῖ εἶχε κάποιον πιστό, βαφτισμένο δηλαδή χριστιανό, ὁ ὁποῖος τόν δίδασκε. Αὐτός λοιπόν ἔδινε συμμαρτυρία στούς πρεσβυτέρους ὅτι ὁ κατηχούμενός του ἔχει σωστή ζωή, ἔχει μετανοήσει. Ἔδινε μιά ἐγγύηση δηλαδή.
Στήν ἐξέταση πού γινόταν στόν ὑποψήφιο γιά τή Βάπτιση, δέν δινόταν τόση σημασία στό κατά πόσο αὐτός ἔχει ἀποσπαστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτωλές συνήθειες, ἀλλά κυρίως ἡ ἐξέταση ἀπέβλεπε στό νά ἐλέγξει τή συνέπεια τοῦ Κατηχουμένου καί τήν ἀγωνιστικότητά του. Ἄν ἦταν συνεπής καί ἄν ἦταν ἀγωνιστικός. Ἡ ἀπαίτηση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία οἱ ὑποψήφιοι γιά τό Βάπτισμα ἔπρεπε νά πολιτεύονται σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἦταν γενική καί ἀπαρέγκλιτη. Ἀκόμα καί σέ περιπτώσεις χορηγήσεως κλινικοῦ Βαπτίσματος, δηλαδή πάνω στό κρεβάτι, γιατί ἦταν πολύ ἄρρωστοι, ὅπου δέν εἶναι δυνατή ἡ σχετική προετοιμασία τοῦ ἀσθενοῦς, ἐρευνᾶτο ἐάν ἡ ζωή του ἦταν σέ κάποιο μέτρο κόσμια. Θά ἔπρεπε, ἔστω λίγο, νά φανερώνεται ἀπό τή ζωή του αὐτή ἡ μετάνοια, αὐτή ἡ ἀλλαγή. Ἐξέταζαν λοιπόν οἱ πρεσβύτεαοι καί ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ὑποψηφίου γιά τό Βάπτισμα, τότε, τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν Κυριακή δηλαδή πρίν τήν Καθαρά Δευτέρα τόν ἔγραφε στόν κατάλογο τῶν πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων ὁ ἁρμόδιος γι᾿ αὐτό πρεσβύτερος. Τήν ἑπομένη, δηλαδή τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τήν Καθαρά Δευτέρα, τοποθετεῖτο στό μέσο τοῦ Ναοῦ τοῦ Μαρτυρίου -στά Ἱεροσόλυμα- ἡ καθέδρα τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ θρόνος δηλαδή τοῦ ἐπισκόπου, τό δεσποτικό πού λέμε σήμερα, τό ἔβαζαν στό κέντρο τοῦ ναοῦ καί ἀπό τή μιά μεριά καί ἀπό τήν ἄλλη ἤτανε καθίσματα γιά τούς πρεσβυτέρους, τούς ἱερεῖς. Τήν ὁρισμένη στιγμή, ἔπαιρνε ὁ ἐπίσκοπος καί οἱ ἱερεῖς τίς θέσεις τους, ἐνῶ περιτριγυρίζονταν ἀπό ὅλο τόν ὑπόλοιπο κλῆρο. Μπροστά λοιπόν στόν ἐπίσκοπο καί στούς ἱερεῖς ὁδηγοῦνταν ἕνας-ἕνας οἱ ὑποψήφιοι πρός τό Φώτισμα, πρῶτα οἱ ἄνδρες καί μετά οἱ γυναῖκες. Ὁ καθένας τους συνοδευόταν ἀπό τόν ἀνάδοχό του, ἀπό τόν νονό του θά λέγαμε σήμερα. Ὁ ἐπίσκοπος ρωτοῦσε τούς ἱερεῖς, ἄν ὁ ὑποψήφιος ζοῦσε εὐσεβῶς, ἄν σεβόταν τούς ἀναδόχους του, ἄν ἔπεφτε σέ σοβαρά ἁμαρτήματα, ἄν μεθοῦσε κ.τ.λ. Ἄν μετά τήν ἐξέταση, ὁ ὑποψήφιος ἀποδεικνυόταν ἄξιος, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔγραφε ὁ ἴδιος στόν Κατάλογο αὐτῶν πού πρόκειται νά βαφτιστοῦν. Ἄν ὅμως κατηγορεῖτο γιά κάποιο παράπτωμα, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἀπομάκρυνε, συνιστώντας του νά καταβάλει προσπάθεια νά βελτιωθεῖ καί νά ἐπιστρέψει ἀργότερα. Ὅσοι ἦταν πλέον γραμμένοι στόν Κατάλογο προσέρχονταν τόν καθορισμένο χρόνο στήν Ἐκκλησία, γιά νά παρακολουθήσουν τίς Κατηχήσεις -πλέον- τῶν Φωτιζομένων.
Ξεκινήσαμε τήν προηγούμενη φορά νά διαβάζουμε αὐτή τήν κατήχηση, τήν προκατήσηση, γιά τούς φωτιζόμενους. Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπιμένει πολύ καί ἐπαναλαμβάνει, σέ διάφορα σημεῖα τῶν Κατηχήσεών του, τό θέμα τῆς προαιρέσεως τῶν Φωτιζομένων. Τονίζει δηλαδή ὅτι δέν γίνεται μαγικά ἡ ἀλλαγή καί ἡ ἔνταξη μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά θά πρέπει καί ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου πού προσέρχεται στήν Ἐκκλησία νά ἀνταποκρίνεται καί νά ἀποδέχεται ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλη του τήν καρδία τήν πίστη.
Ἄς δοῦμε λοιπόν σήμερα τήν συνέχεια τῆς Προκατήχησης. Λέει ὁ Ἅγιος Κύριλλος: «Προσῆλθέ ποτε καί Σίμων τῷ λουτρῷ ὁ μάγος». Κάποτε, δηλαδή, ἦρθε στήν Ἐκκλησία καί βαφτίστηκε ὁ μάγος Σίμωνας. Στίς Πράξεις, τό λέει, στό 8ο Κεφάλαιο στόν 13ο στίχο. «Ἐβαπτίσθη, ἀλλ' οὐκ ἐφωτίσθη». Πράγματι βαφτίστηκε, λέει, ἀλλά δέν φωτίστηκε. Γιατί; Διότι ἔχει βασική σημασία στό Βάφτισμα ἡ βουλητική συμμετοχή, νά συμμετέχεις μέ τή βούλησή σου, νά τό θέλεις δηλαδή καί νά συνεργαστεῖς ἐσωτερικά μέ τή Θεία Χάρη. Δέν δρᾶ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, ὅπως καί ὅλα τά μυστήρια, μαγικά, πάνω στόν βαπτιζόμενο. Ἀλλά ἁγιάζει καί φωτίζει αὐτόν πού προσφέρεται στόν Θεό αὐτοπροαίρετα καί εἰλικρινά. Ὅπως καί τό μυστήριο τοῦ γάμου καί τό μυστήριο τοῦ χρίσματος καί τό μυστήριο τοῦ εὐχελαίου. Δέν λειτουργοῦνε μαγικά. Ἔρχονται μερικοί καί λένε, νά κάνουμε ἕνα εὐχέλαιο, πάτερ. Γιατί νά κάνουμε εὐχέλαιο; Γιά τό καλό.. Ποιό καλό; Τί θά πεῖ αὐτό; Θά πρέπει νά ξέρουμε τί κάνουμε καί νά συμμετέχουμε μέ τή βούλησή μας κι ἐμεῖς ἐσωτερικά καί νά συνεργαζόμαστε μέ τή Θεία Χάρη. Βλέπετε, πάει κανείς νά παντρευτεῖ καί εἶναι ἀνεξομολόγητος, ἄς ποῦμε. Ἀφήνω πού ἔχει κάνει, κατά κανόνα, καί φοβερές ἁμαρτίες, βαριές ἁμαρτίες καί εἶναι ἀνεξομολόγητος. Τί Χάρη θά πάρει; Τί συνεργασία ἔχει αὐτός μέ τήν Θεία Χάρη; Τί θά καταλάβει ἀπό τό μυστήριο; Τίποτα.. Τίποτα, τίποτα! Ὅπως λέει ἐδῶ, βαφτίστηκε ἀλλά δέν φωτίστηκε. Μπῆκε στό νερό, βράχηκε κιόλας… ἀλλά δέν πῆρε Χάρη, γιατί δέν συμμετεῖχε ὁ ἐσωτερικός του ἄνθρωπος στό μυστήριο.
Τό μυστήριο λοιπόν ἁγιάζει καί φωτίζει αὐτόν πού προσφέρεται στόν Θεό αὐτοπροαίρετα καί εἰλικρινά. Διαφορετικά, τό Μυστήριο εἶναι μέν «τελειωμένον ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», -εἶναι τέλειο τό μυστήριο, δέν εἶναι ἀτελές, ἀλλά τί γίνεται;- παραμένει ἀνενέργητο. Δέν ἐνεργεῖ στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος παραμένει ξύλο ἀπελέκητο, ὅπως ἦταν. Δέν φαίνεται τίποτε δηλαδη διαφορετικό. Ὅπως ἦταν πρίν, τό ἴδιο φαίνεται καί μετά, φαίνεται νά εἶναι ἀβάφτιστος. Καί ὁ βαπτιζόμενος, σάν ἄλλος Σίμων μάγος, καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἄξιο ἐκείνου πού ἀπηύθυναν σ᾿ αὐτόν οἱ Ἀπόστολοι. Τί τοῦ εἶπαν οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Σίμωνα; «Οὐκ ἔστι σοι μέρος οὐδέ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ». Δέν ἔχεις μερίδιο, δέν ἔχεις κληρονομία σ’ αὐτό, σ’ αὐτή τήν ὑπόσχεση, σ’ αὐτή τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ. «Ἡ γάρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 8, 21). Ἡ καρδιά σου δέν εἶναι εὐθεία. Εἶσαι πονηρός. Δέν πᾶς μέ σωστό πνεῦμα. Γιατί ὁ Σίμων αὐτός πήγαινε, γιά νά πάρει τήν Χάρη, νά κάνει θαύματα, νά ἐντυπωσιάζει τούς ἄλλους καί νά παίρνει χρήματα. Εἶδε τούς Ἀποστόλους πού ἔκαναν θαύματα καί τοῦ ἄρεσε ἡ ἰδέα.. νά κάνω κι ἐγώ κάτι τέτοιο λέει.. γι’ αὐτό πῆγε νά βαφτιστεῖ. Ἐξ οὗ καί τό ἁμάρτημα τῆς σιμωνίας πού ὑπάρχει καί σήμερα. Πού τί εἶναι; Νά δίνεις χρήματα, γιά νά πάρεις τήν Χάρη τῆς ἱεροσύνης ἤ τῆς ἀρχιεροσύνης. Αὐτό εἶχε κάνει καί ὁ Σίμωνας ὁ μάγος. Πῆγε καί τούς ἔδωσε λεφτά καί τούς λέει, νά μέ βαφτίσετε, γιά νά κάνω κι ἐγώ ὅ,τι κάνετε ἐσεῖς.
Ἀλλά καί πάλι ἡ Ἐκκλησία, ὡς οἰκονόμος τῆς θείας Χάρης, δίνει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετανοίας, τοῦ λεγομένου «δευτέρου Βαπτίσματος». Πᾶς στό μυστήριο, δέν συνεργάζεσαι ἐσωτερικά, παραμένει ἀνενέργητο τό μυστήριο. Συνεχίζεις νά κάνεις ἁμαρτίες… Ὑπάρχει ἐλπίδα; Ὑπάρχει. Ὑπάρχει τό «δεύτερο Βάπτισμα», τό ὁποῖο εἶναι τό βάπτισμα τῆς μετανοίας, μέσα σέ ἕνα λουτρό πλέον, ὄχι ἁγιασμένου νεροῦ, ἀλλά λουτρό δακρύων. Λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «καί δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ τῷ λουτρῷ». Καί ἕνα δάκρυ νά στάξεις ἰσοδυναμεῖ μέ τό βάφτισμα. Τό δεύτερο, λοιπόν, βάφτισμα τό χαρίζει ἡ Ἐκκλησία στόν ἄνθρωπο πού μετανοεῖ καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά δεχτεῖ, ὅπως ὁ Σίμων τόν «διά τῆς μετανοίας καθαρισμόν» καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶπαν λοιπόν στόν Σίμωνα, στίς Πράξεις πάλι τό γράφει: «Μετανόησον οὖν ἀπό τῆς κακίας σου ταύτης καί δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου» (Πράξ. 8,22). Παρακάλεσε τόν Θεό, μετάνιωσε γιά τήν κακία σου, μήπως καί σοῦ συγχωρεθεῖ αὐτό πού σκέφτηκε ἡ διάνοιά σου καί ἡ καρδιά σου.
Ἡ δυνατότητα αὐτή, τοῦ «ἀναβαπτισμοῦ» διά τῆς μετανοίας, ἔχει ἰδιάζουσα σημασία γιά τούς σύγχρονους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν στό ἅγιο Βάπτισμα κατά τή νηπιακή τους ἡλικία καί ἐκπροσωπήθηκαν βουλητικά ἀπό τόν ἀνάδοχό τους. Βουλητικά σημαίνει πώς ὁ ἀνάδοχός τους ἐξέφρασε τήν θέλησή τους.
Σήμερα, ἐκεῖ πού ἔχουν φθάσει τά πράγματα ἤ ὁ νηπιοβαπτισμός πρέπει νά καταργηθεῖ ἤ ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου θά πρέπει νά ἀνακτήσει τό ἀρχαῖο, δυναμικό κάλλος του καί τήν ἀρχαία πρακτική λειτουργικότητά του. Ὁ ἀναδόχος εἶναι οὐσιωδέστατος ποιμαντικός συνεργός τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ πρεσβυτέρου στή διαποίμανση τοῦ πιστοῦ πού γεννιέται μέσα στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται «πνευματικός πατέρας» του, παράλληλα πρός τόν ἐπίσκοπο-πρεσβύτερο. Θά πρέπει, δηλαδή, ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου νά ἀναβαθμιστεῖ καί νά καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι τί σημαίνει νονός, τί σημαίνει ἀνάδοχος, ὅτι εἶναι κάτι πολύ σημαντικό καί πολύ βοηθητικό τοῦ ἱερέα καί τοῦ ἐπισκόπου ὁ θεσμός αὐτός.
«Ἐβαπτίσθη», «ἀλλ' οὐκ ἐφωτίσθη· καί τό μέν σῶμα ἔβαψεν ὕδατι», ὁ Σίμων, «τήν δέ καρδίαν οὐκ ἐφώτισε Πνεύματι». Ἐνῶ τό σῶμα του βαπτίστηκε στό νερό, ἡ ψυχή του ὅμως δέν φωτίστηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Βυθίστηκε τό σῶμα του στό νερό καί ξαναβγῆκε, «ἡ ψυχή του ὅμως δέν θάφτηκε μαζί μέ τόν Χριστό, οὔτε πάλι ἀναστήθηκε μαζί Του» (πρβλ. Ρωμ. 6,4. Κολ. 2,12). Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους καί στήν πρός Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του, «συνετάφημεν μέ τόν Χριστό καί συνηγέρθημεν» καί ἀναστηθήκαμε μέ τόν Χριστό. Πότε; Ὅταν βαφτιστήκαμε. Τό Βάπτισμα εἶναι μία συν-ταφή καί μία συν-ἀνάσταση μαζί μέ τόν Χριστό. Γι’ αὐτό μπαίνουμε καί βγαίνουμε στό νερό. Εἰκονίζουμε αὐτή τήν κάθοδο μαζί μέ τόν Χριστό στόν τάφο καί τήν ἀνάσταση μαζί μέ τόν Χριστό πάλι. Πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί θάβεται μαζί μέ τόν Χριστό. Καί ἀφοῦ εἶσαι μαζί μέ τόν Χριστό, δέν μπορεῖς νά μείνεις στόν τάφο πεθαμένος, ἀλλά ἀνασταίνεσαι, βγαίνεις πάλι ἀπό τό νερό καί εἶσαι πλεόν καινούριος ἄνθρωπος ἀναστημένος.
«Ἐγώ δέ λέγω τάς ὑπογραφάς τῶν πτωμάτων, ἵνα μή σύ ἐμπέσῃς». Δές, σοῦ φανερώνω πῶς καί ποῦ ἔπεσαν οἱ ἄλλοι, γιά νά σέ βοηθήσω νά μήν πέσεις καί σύ στά ἴδια. «Ταῦτα γάρ τυπικῶς ἐγένετο ἐκείνοις, γέγραπται δέ πρός νουθεσίαν τῶν μέχρις σήμερον προσερχομένων». Τά λάθη δηλαδή ἐκείνων μποροῦν νά χρησιμεύσουν γιά δικό μας παραδειγματισμό. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί γράφτηκαν οἱ πτώσεις τους, ὥστε ἔτσι νά βοηθηθοῦν ὅσοι ἀργότερα, μέχρι καί σήμερα, θά θελήσουν νά προσέλθουν στήν Ἐκκλησία καί νά βαπτιστοῦν. Ἄς μή βρεθεῖ λοιπόν κανείς πού νά ἐκπειράζει τή Χάρη. Δέν μπορεῖς νά ἐκπειράζεις τόν Θεό, νά πηγαίνεις μέ πονηρία. «Μήτις ῥίζα πικρίας ἄνω φύουσα ἐνοχλῇ». Νά εἴσαστε ἄγρυπνοι καί νά προσέχετε, μήπως κάποια πικρή ρίζα ἁμαρτίας ἤ κάποια πλάνη ξεφυτρώσει μέσα σας καί σᾶς γίνει ἀφορμή καί αἰτία πειρασμοῦ, κατά τήν πνευματική πρόοδο καί ἀναγέννησή σας. «Μήτις ὑμῶν εἰσέλθῃ λέγων», μήν μπεῖ κανένας μέσα λέγοντας, «ἀφές ἴδωμεν τί ποιοῦσιν οἱ πιστοί», ἄσε νά δοῦμε τί κάνουν οἱ πιστοί. Νά μπεῖ σάν κατάσκοπος δηλαδή μέσα στήν Ἐκκλησία, χωρίς νά θέλει πραγματικά, νά ἐνδιαφέρεται.
«Ἰδεῖν προσδοκᾷς, τό δέ ὀφθῆναι οὐ προσδοκᾷς; καί νομίζεις, ὅτι σύ μέν πολυπραγμονεῖς τά γιγνόμενα, Θεός δέ σοῦ οὐ πολυπραγμονεῖ τήν καρδίαν;». Περιμένεις, ἄνθρωπέ μου, λέει, νά δεῖς; Δέν καταλαβαίνεις ὅτι θά σέ δοῦνε κι ἐσένα; Καί νομίζεις ὅτι, ἐσύ μέν μπορεῖς νά λεπτολογεῖς καί νά ἐξετάζεις, ὅσα γίνονται στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ὁ Θεός δέν ἐρευνᾶ καί δέν ἐξετάζει τή δική σου καρδιά; Μπορεῖς νά ξεγελάσεις ἐνδεχομένως τούς ἀνθρώπους, τόν Θεό ὅμως μπορεῖς νά Τόν ξεγελάσεις; Δέν μπορεῖς. Ἑπομένως, τούς βάζει τώρα θά λέγαμε στήν θέση τους καί τούς λέει, κοιτάξτε: Γιατί ἤρθατε ἐδῶ πέρα; Μήπως ἤρθατε ἁπλῶς σάν κατάσκοποι; Συμμετέχει ἡ βούλησή σας καί ἡ θέλησή σας σ’ αὐτό πού φαίνεστε ὅτι ὁμολογεῖτε, ὅτι θέλετε νά βαφτιστεῖτε;
Κάποτε, ὅπως ἀναφέρεται στό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἕνας εἶχε τήν περιέργεια νά δεῖ καί νά μάθει τί ἀκριβῶς γίνεται στήν τελετή τοῦ γάμου. «Ἐπολυπραγμόνησέ τίς ποτε τόν γάμον ἐν τοῖς εὐαγγελίοις· καί ἀνάξιον ἔνδυμα λαβών εἰσῆλθε, καί ἀνέπεσε, καί ἔφαγε». Καί ἐνῶ εἶχε ἕνα ροῦχο ἀκατάλληλο, μπῆκε σ᾿ ἕνα σπίτι πού γινόταν γάμος καί κάθησε στό τραπέζι καί ἔτρωγε. «Συνεχώρησε γάρ ὁ νυμφίος». Ὁ γαμπρός τόν ἀντιλήφθηκε, ἀλλά τόν ἄφησε, χωρίς νά τοῦ κάνει σχετική παρατήρηση. «Ἔδει δέ αὐτόν ἰδόντα τό λευχειμονοῦν πάντων, καί αὐτόν ἀναλαβέσθαι τοιοῦτον ἔνδυμα». Θά ἔπρεπε τότε αὐτός ἀπό μόνος του, πού μπῆκε μέσα στόν γάμο, ἀπό τήν στιγμή πού εἶδε πώς ὅλοι λευχειμονούσανε, φοροῦσανε κατάλευκα ροῦχα, νά φροντίσει κι αὐτός νά πάρει ἔνα ἀνάλογο ροῦχο. «Ἀλλ' ἴσων μέν μετελάμβανε βρωμάτων· ἀνισότητα δέ εἶχε σχημάτων καί προαιρέσεως». Ἀλλά εἶχε μέν τά ἴδια φαγητά, δέν εἶχε ὅμως τό ἴδιο σχῆμα καί τήν ἴδια προαίρεση, τήν ἴδια ἐπιθυμία.
«Ἀλλ' ὁ νυμφίος, εἰ καί δαψιλής, ἀλλ' οὐκ ἄκριτος». Ὁ νυμφίος, ὁ γαμπρός, ὁ ὑπεύθυνος ἦταν μέν δαψιλής, δηλαδή δέν ἦταν τσιγγούνης, ἦταν ἀφθονοπάροχος, τά ἔδινε ὅλα πλούσια στό τραπέζι, ἀλλά δέν ἦταν καί ἄκριτος, δέν ἦταν καί ἀδιάκριτος, δέν ἦταν καί ἀδιάφορος γιά ὅλα αὐτά πού συνέβαιναν ἐκεῖ μέσα στό νυφικό τραπέζι, στό τραπέζι τοῦ γάμου. Γυρίζοντας, λοιπόν, ὅλους τούς χώρους καί βλέποντας τόν κάθε καλεσμένο —ἐπειδή δέν τόν ἐνδιέφερε μονάχα τό πόσο καί πῶς θά φᾶνε οἱ καλεσμένοι του, ἀλλά καί πόσο εὐπρεπεῖς θά εἶναι— ἔπεσε τό μάτι του καί σ᾿ ἐκείνον τόν ξένο, πού δέν φοροῦσε στολή γάμου.
Τί τούς κάνει τώρα; Τούς ἀναλύει τήν παραβολή. Μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο τούς μιλάει καί τούς ἀναλύει αὐτό τόν λόγο πού εἶπε ὁ Κύριος γιά κάποιον πού μπῆκε καί δέν εἶχε ἔνδυμα γάμου, στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Καί τοῦ λέει: «Πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα, φίλε μου;» (Ματθ. 22,12). Μέ τί ροῦχα; «Ποίῳ χρώματι; Ποίᾳ συνειδήσει;». Μέ ποιά συνείδηση; Ἄς ποῦμε πώς ὁ θυρωρός δέν σέ ἐμπόδισε, γιατί ὁ γαμπρός εἶναι ἀνοιχτόκαρδος καί καταδεχτικός. «Ὁ θυρωρός οὐκ ἐκώλυσε, διά τό δαψιλές τοῦ παρέχοντος· ἔστω, ἄγνοιαν εἶχες», ὅτι δέν ἤξερες, «ποταπῷ δεῖ σχήματι εἰσελθεῖν εἰς τό συμπόσιον», μέ ποιό σχῆμα, μέ ποιό ροῦχο, μέ ποιά ἐνδυμασία θά πρέπει νά μπεῖς στό συμπόσιο. «Εἰσῆλθες, εἶδες ἀστράπτοντα ὥσπερ τά σχήματα τῶν ἀνακειμένων». Εἰσῆλθες καί εἶδες τά ροῦχα ὅλων νά ἀστράφτουν, πεντακάθαρα, λευκά. «Οὐκ ἔδει σε κἄν ἐκ τῶν φαινομένων διδαχθῆναι;» Δέν ἔπρεπε νά διδαχτεῖς ἀπό αὐτά πού φαίνονται, ἀπό αὐτά πού εἶδες; «Οὐκ ἔδει σε ἐξελθεῖν εὐκαίρως, ἵνα καί εὐκαίρως εἰσέλθῃς;». Δέν ἔπρεπε νά βγεῖς πάλι ἔξω καί νά ξαναμπεῖς, ὅπως πρέπει, εὐκαίρως; «Νῦν δέ ἀκαίρως εἰσῆλθες, ἵνα ἀκαίρως ἐκβληθῇς». Τώρα, ὅμως, μπῆκες μέσα, χωρίς νά πρέπει, γιά νά βγεῖς ἔξω, ὅπως σοῦ πρέπει. Βλέπετε καί τί ζωντάνια ἔχει ὁ λόγος! «Καί προστάσσει τοῖς ὑπηρέταις». Καί προστάζει τούς ὑπηρέτες: «∆ήσατε αὐτοῦ πόδας», δέστε του τά πόδια, «τούς τολμηρῶς εἰσβάλλοντας», πού μέ τόση τόλμη εἰσέβαλλαν ἐδῶ μέσα. Βλέπετε πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ ἑλληνική γλώσσα καί πόσο εὔκολα τό καταλαβαίνουμε. «Δήσατε αὐτοῦ χεῖρας», δέστε του τά χέρια «τάς μή εἰδυίας ἔνδυμα περιβαλέσθαι φαιδρόν», πού δέν ξέρουν αὐτά τά χέρια νά φορέσουν ἕνα χαριτωμένο ροῦχο «καί ἐκβάλετε αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον» καί διῶξτε τόν, ρίξτε τον ἔξω στό σκοτάδι, τό ἐξώτερον, «ἀνάξιος γάρ ἐστι λαμπάδων νυμφικῶν», γιατί δέν εἶναι ἄξιος νά φωτίζεται μέ νυφικές λαμπάδες. Πρέπει νά βγεῖ στό πυκνό σκοτάδι.
«Ἰδέ τί συνέβη τῷ τότε», πρόσεξε λοιπόν κι ἐσύ, Φωτιζόμενε ἀδελφέ, τί ἔπαθε τότε αὐτός ὁ ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης καί «ἀσφάλισαι τά σεαυτοῦ» καί φυλάξου νά μήν πάθεις κι ἐσύ τά ἴδια. Βλέπετε; Ξέρετε βεβαίως ὅτι τό ἔνδυμα τοῦ γάμου εἶναι ἡ μετάνοια.  Γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία δέν μπαίνουμε, ὅπως νά ’ναι, μέ ὅποιο ροῦχο νά ’ναι. Πρέπει νά ἔχουμε τό ροῦχο τῆς μετάνοιας. Ἀλλιῶς ὁ Δεσπότης, εἶναι μέν δαψιλής, ἀφθονοπάροχος, τά δίνει ὅλα, δέν εἶναι τσιγγούνης, ἀλλά δέν εἶναι καί ἀδιάφορος. Δέν ἀφήνει νά μπεῖ ὁποιοσδήποτε μέσα καί νά κάνει ζημιά στό Σῶμα Του, στήν Ἐκκλησία.
«Ἡμεῖς μέν γάρ, οἱ διάκονοι Χριστοῦ, δεδέγμεθα ἕκαστον, καί θυρωρῶν ὥσπερ τάξιν ἐπέχοντες, ἀνέτην ἀφήκαμεν τήν θύραν». Πολύ ὡραία γλώσσα! Ἐμεῖς λοιπόν λέει, οἱ διάκονοι τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε δεχθεῖ τόν καθέναν πού θέλει νά προσέλθει στήν Ἐκκλησία. Κάναμε χρέη, θά λέγαμε, θυρωρῶν καί ἀφήσαμε διάπλατα ἀνοιχτή τήν ἐξώπορτα. «Ἐγχωρεῖ δέ σε βεβορβορωμένην ἔχοντα τήν ψυχήν ἁμαρτίαις, καί τήν προαίρεσιν ἐσπιλωμένην, εἰσελθεῖν». Δίνεται, λοιπόν, ἡ εὐκαιρία σέ σένα νά μπεῖς μέσα, ἀκόμα καί ἄν ἔχεις καταλερωμένη τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀκόμα καί ἄν ἡ προαίρεσή σου εἶναι βρώμικη. «Εἰσῆλθες· κατηξιώθης· ὄνομά σου ἐνεγράφη». Μπῆκες, λοιπόν, λέει μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἀξιώθηκες νά μπεῖς. Γράφτηκε τό ὄνομά σου. Ποῦ; Στόν κατάλογο τῶν ὑποψηφίων γιά νά βαφτιστεῖς.
«Βλέπεις μοι τό σεμνόν τοῦτο τῆς ἐκκλησίας κατάστημα;». Κάνε μου τή χάρη, σέ παρακαλῶ, καί μελέτησε προσεκτικά αὐτό τό σεμνό καθίδρυμα τῆς Ἐκκλησίας. «Θεωρεῖς μοι τάξιν καί ἐπιστήμην;». Παρατηρεῖς τήν τάξη, τό τυπικό, τήν πίστη καί τή γνώση τῆς Ἐκκλησίας; «Γραφῶν ἀνάγνωσιν, κανονικῶν παρουσίαν, διδασκαλίας ἀκολουθίαν;». Βλέπεις τί ὡραῖα εἶναι τακτοποιημένα μέσα στήν Ἐκκλησία; Ἡ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν, τῶν ἱερῶν κειμένων, παρουσία τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν, τῶν Κανονικῶν;
Οἱ Κανονικές ἦταν οἱ γυναῖκες πού ἦταν ἐγγεγραμμένες στό Μητρῶο (CANON: τό μητρῶο) μιᾶς Ἐκκλησίας καί ζοῦσαν κοινοβιακά, κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τῆς Ἐκκλησίας, ζωή ἀφιερωμένη στόν Θεό καί στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Βλέπετε; Ὑπῆρχε ἀπό τότε μοναχισμός. Οἱ Κανονικές. «Ἡ πρός τούς ἐν κοινοβίῳ κανονικούς» ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀσύγκριτη σέ πνευματικό βάθος καί τελειότητα, εἶναι χαρακτηριστική ὑποτύπωση τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν κάθε κοινοβίου. Ἀπό τήν Ἀποστολική ἀκόμα ἐποχή, ἡ Ἐκκλησία ἀπέδιδε στίς «Κανονικές», στίς μοναχές, ἰδιαίτερο σεβασμό καί τιμή, ἀποτελοῦσαν δέ ἰδιαίτερη τάξη μέσα στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔπαιζαν σπουδαῖο ρόλο στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Κύριλλος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τήν παρουσία τους, σάν ἀφορμή ἐλέγχου γιά τούς κακοπροαίρετους ἤ τούς «μή μετανοοῦντας» Κατηχουμένους. Βλέπετε; Λέει αὐτές, οἱ ἀφιερωμένες στόν Θεό, τί παρουσία ἔχουν μέσα στήν Ἐκκλησία; Πόση εὐταξία ὑπάρχει σέ ὅλα;
Σεβάσου, λοιπόν, τόν τόπο καί διδάξου ἀπ᾿ ὅσα βλέπεις ἐδῶ. «Δυσωπήθητι καί τόν τόπον, καί παιδεύθητι ἐκ τῶν φαινομένων· ἔξελθε εὐκαίρως τά νῦν, καί εἴσελθε αὔριον εὐκαιρότατα». Ἄν ἄλλαξες γνώμη, μπορεῖς νά φύγεις τώρα πού σοῦ δίνεται ἡ εὐκαιρία, καί μιά ἄλλη φορά νά μπεῖς στήν Ἐκκλησία μέ πολύ καλύτερες προϋποθέσεις. Βλέπετε; Δέν παρακαλάει ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως καί τότε, ἔτσι καί τώρα, δέν παρακαλάει κανέναν. Σοῦ λέει, μπῆκες, ἐντάξει, πρέπει νά ἀλλάξεις, ὅμως, τώρα πού μπῆκες. Μπῆκες ὅπως μπῆκες, ἐντάξει, βεβορβορωμένη ψυχή, ἀλλά δέν μπορεῖς νά μείνεις ἔτσι. Θέλεις; Ἄν δέν θέλεις, βγές, καί ἔλα ἀργότερα, ὅταν τό ἀποφασίσεις. Βλέπετε; Ὁ Χριστός μας δέν μᾶς θέλει μισούς-μισούς ἤ 90% ἤ 99%. Μᾶς θέλει 100% κι αὐτό εἶναι, νομίζω, πού δέν τό ἔχουμε καταλάβει καί κάνουμε αὐτό πού εἶναι πάρα πολύ δύσκολο -νά μήν πῶ ἀδύνατο- νά προσπαθοῦμε νά συνδυάσουμε κοσμική ζωή καί ἐκκλησιαστική-χριστιανική ζωή. Καί ζοῦμε πράγματι πολύ ἄσχημα, γιατί δέν χαιρόμαστε οὔτε τήν χριστιανική ζωή οὔτε αὐτές τίς ψευτοχαρές τῆς ἄλλης ζωῆς, οἱ ὁποῖες ἔχουν βέβαια ἀπό πίσω πάρα πολλή πικρία καί ἀηδία.
Ἄν ἄλλαξες λοιπόν γνώμη, φύγε τώρα καί μιά ἄλλη φορά νά ’ρθεῖς μέ πολύ καλύτερες προϋποθέσεις. «Εἰ φιλάργυρον ἔχεις τό σχῆμα τῆς ψυχῆς», ἄν ἔχεις φορέσει σάν ροῦχο πάνω σου τή φιλαργυρία, «ἔκδυσαι, ἄλλο ἐνδυσάμενος εἴσελθε· [ἔκδυσαι τό σχῆμα ὅ εἶχες, μή ἐπικαλύψῃς], μήν τό καλύψεις τό σχῆμα πού ἔχεις, μήν τό κρύψεις, μή βάλεις κάτι ἄλλο ἀπό πάνω γιά νά μή φαίνεται ἁπλῶς, ἀλλά ξεντύσου το. Βγάλε τή φιλαργυρία ἀπό πάνω σου καί ἔλα στήν Ἐκκλησία, φορώντας ἄλλο ἔνδυμα. «Ἔκδυσαί μοι πορνείαν καί ἀκαθαρσίαν, καί ἔνδυσαί μοι σωφροσύνης λαμπροτάτην στολήν». Ξεντύσου, σέ παρακαλῶ, τήν πορνεία καί τήν ἀκαθαρσία. Φόρεσε τή λαμπρή στολή τῆς σωφροσύνης, τῆς καθαρότητας. Ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἐδῶ πέρα. Δέν τό ἔχεις ἀποφασίσει ἀκόμα; Βγές. Δέν μπορεῖς νά μείνεις ἐδῶ καί νά φορᾶς αὐτό τό ροῦχο.
«Ἐγώ παραγγέλλω, πρίν ὁ νυμφίος τῶν ψυχῶν εἰσέλθῃ Ἰησοῦς, καί ἴδῃ τά σχήματα». Ἐγώ εἶμαι ἐπίσκοπος τούς λέει. Σᾶς τό λέω, σᾶς τό παραγγέλω, σᾶς προειδοποιῶ, πρίν ἀκόμα ἔρθει ἐδῶ μέσα ὁ Νυμφίος τῶν ψυχῶν μας Ἰησοῦς Χριστός καί δεῖ τίς φορεσιές καί τόν πρῶτο πού θά ἐλέγξει θά εἶναι ἐμένα, τόν ἐπίσκοπο. Ἐγώ θά δώσω πρῶτος λόγο. Βεβαίως μετά καί ὁ καθένας. «Πολλή σοι ἡ προθεσμία», ἔχεις ἀκόμα πολύ καιρό μπροστά σου. «Τεσσαράκοντα ἡμερῶν μετάνοιαν ἔχεις», ἔχεις σαράντα ἡμέρες, γιά νά μετανοήσεις. Εἴπαμε ὅτι οἱ φωτιζόμενοι στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς περνούσανε ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί τούς πρεσβυτέρους καί ἄν κρινόντουσαν ἄξιοι, γράφονταν στόν κατάλογο καί στό τέλος τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, μετά ἀπό 40 μέρες, ἄν κρινόντουσαν ἄξιοι, βαφτιζόντουσαν. Βλέπετε πῶς συνεχῶς τούς προειδοποιεῖ.
Ἔχεις ἀκόμα σαράντα ἡμέρες γιά νά μετανοήσεις. Ἔχεις πολλή προθεσμία. Μπορεῖς τώρα νά ξεντυθεῖς, νά καθαριστεῖς καί πάλι νά ἔρθεις φρεσκοντυμένος, μέ στολή πού ἁρμόζει στήν Ἐκκλησία. «Εἰ δέ ἐπιμένεις κακῇ προαιρέσει», ἄν ὅμως μένεις ἀμετανόητος στήν κακή σου προαίρεση, ἐγώ πού σοῦ τά λέω τώρα δέν θά ἔχω καμία εὐθύνη καί σύ βέβαια «μή προσδόκα λήψεσθαι τήν χάριν», μήν περιμένεις νά λάβεις τή θεία Χάρη. Μπορεῖ νά μπεῖς καί στό νερό, ἀλλά τήν Χάρη δέν θά τήν πάρεις. Γιατί; «Τό μέν [γάρ] ὕδωρ σε δέξεται», τό μέν νερό τοῦ Βαπτίσματος θά σέ δεχτεῖ, «τό δέ πνεῦμά σε οὐ δέξεται», ἐνῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν θά σέ δεχτεῖ. «Εἴ τις σύνοιδεν ἑαυτῷ τό τραῦμα», ὅποιος ἔχει συνειδητοποιήσει τήν πληγή του, «τήν ἔμπλαστρον λαβέτω», ἄς πάρει ἔμπλαστρο. Ἄν ἔχεις καταλάβει πόσο ἔχεις πληγώσει τήν ψυχή σου, πάρε ἔμπλαστρο. «Εἴ τις ἔπεσεν, ἐγειρέσθω», ἄν κάποιος ἔχει πέσει, ἄς σηκωθεῖ. «Μηδείς ἐν ὑμῖν Σίμων», κανένας ἀπό σᾶς νά μή μοιάσει στό Σίμωνα, «μηδεμία ὑπόκρισις, μηδέ περιεργία τοῦ πράγματος», καμιά ὑπόκριση, καμιά ὑποκρισία, καμιά ψεύτικη συμπεριφορά, καμιά περιέργεια νά μή φωλιάσει στήν καρδιά σας.
«Ἐγχωρεῖ σε καί προφάσει ἄλλῃ ἐλθεῖν», ὑπάρχει περίπτωση νά ἔρθεις μέσα στόν ἱερό αὐτό χῶρο καί μέ κάποια ἄλλη πρόφαση. Ὅταν δέν ὑπάρχει ἀγαθή πρόθεση καί οἰκεία προαίρεση, ὅταν δέν τό κάνει κανείς ἀπό μόνος του αὐτός πού προσέρχεται νά βαφτιστεῖ, ἀλλά προσέρχεται στό ἅγιο Βάπτισμα γιά λόγους περιέργειας, γιά νά τό δοῦμε κι αὐτό, νά τό δοκιμάσουμε κι αὐτό… ἤ γιά λόγους ἀνθρωπαρέσκειας, γιά νά ἀρέσω σέ κάποιον ἄνθρωπο, ἤ φόβου, ἤ πορισμοῦ ἀγαθῶν, ἀφοῦ βοηθάει νά βαφτιστεῖς, γιατί ἔχεις καί ἀπολαβές… ἤ ἐπιτυχίας κάποιου ἀπώτερου σκοποῦ, ἤ γιά λόγους ἄγνοιας, ἔμμεσης ἤ ἄμεσης βίας, ἤ ἀκόμα καί ἀπό διάθεση νά ἐμπαίξει τό Μυστήριο καί τούς ἄλλους πιστούς, σέ ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος αὐτός «ἐμπαίζει τήν Χάριν» (Πράξ. 15, 10), πειράζει τή Χάρη, πειράζει δηλαδή τόν Θεό. Ἐσύ λοιπόν, ἄν μπεῖς γιά τέτοιους λόγους καί ἐπιμένεις σ’ αὐτούς, μή περιμένεις νά πάρεις τή Χάρη. Θά σέ δεχτεῖ τό νερό, ἀλλά δέν θά σέ δεχτεῖ τό Πνεῦμα.
Παρά ταῦτα ὁ Θεός «κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος» (Α´ Πετρ. 1,3), «ὅς θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2,4) καί ὁ Ὁποῖος «οὐκ εἰς πρόσωπον ὁρᾷ» ἀλλ᾿ «εἰς καρδίαν» (Α´ Βασ. 16,7), δέν βλέπει σέ πρόσωπο ἀλλά στήν καρδιά, δέν ἐπηρεάζεται δηλαδή ἀπό τά ἀνθρώπινα ἀξιώματα κ.λ.π. χαρίζει «στόν πλανηθέντα», σ’ αὐτόν πού δέν προσέρχεται γιά τόν σωστό λόγο, ἐκ νέου εὐκαιρίες μετανοίας καί «τελειώνει» τό Βάπτισμα, τελειοποιεῖ τό Βάπτισμα, διανοίγοντας συγχρόνως τούς ὀφθαλμούς του «τοῦ συνιέναι» (Λουκ. 24,45) τή χορηγούμενη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐνῶ, δηλαδή, πάει γιά λάθος λόγο, ὁ Θεός μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του καί φιλανθρωπία Του, τοῦ δίνει κι ἄλλες εὐκαιρίες μετάνοιας καί τοῦ ἀνοίγει τά μάτια, γιά νά καταλάβει τί τοῦ χορηγεῖται.
Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Πορφυρίου (15 Σεπτεμβρίου), τοῦ ἀπό μίμων, δηλαδή τοῦ ἀπό ἠθοποιῶν. Μίμος εἶναι ὁ ἠθοποιός. Αὐτός ἔπαιζε θέατρο καί ὅπως, δυστυχῶς, ὑπάρχει καί σήμερα ἡ διακωμώδηση τῶν θείων ἀπό τό θέατρο πολλές φορές καί τῶν ἱερέων καί τῶν ἐπισκόπων, δέν ξέρω ἄν γίνεται καί τό μυστήριο - αὐτό θά εἶναι πολύ φοβερό στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, νά ἐμπαίζουν καί τά μυστήρια, ἀλλά τότε γινότανε στούς εἰδωλολάτρες. Ὅπως γινότανε καί στή Ρωσία στά χρόνια τοῦ ἄθεου κομμουνισμοῦ, παίζανε τέτοια θέατρα. Διακωμωδοῦσαν τά μυστήρια, τό Βάπτισμα, τή Θεία Κοινωνία… στά θέατρά τους οἱ ἄθεοι κομμουνιστές. Ἔχουμε μιά ἀνάλογη περίπτωση καί στή Ρωσία. Τί ἔγινε μ’ αὐτόν τόν Πορφύριο; Ἐνῶ δικωμωδοῦσε τό Βάπτισμα καί ἔκανε πώς βαφτίζεται καί πῶς μπαίνει μέσα στό νερό καί στήν κολυμπήθρα, ἐκεῖ μέσα στήν κολυμπήθρα, ὅπως μπῆκε, φωτίστηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί βγαίνοντας ὁμολόγησε πώς «εἶμαι χριστιανός»… καί χάλασε ὅλο τό θέατρο βέβαια καί ἔγινε μάρτυρας. Πῶς ἐνήργησε ὁ Θεός ἔ; Πόση εἶναι ἡ φιλανθρωπία Του καί ἡ ἀγάπη Του! Ἐνῶ ἐκείνη τήν ὥρα θά πρέπει νά σέ συντρίψει, νά σοῦ πάρει τό κεφάλι… ἄν εἴμαστε ἐμεῖς θεοί, θά τοῦ παίρναμε τό κεφάλι.. ἀφοῦ κοροϊδεύει τόν Θεό καί τά μυστήρια… ὁ Θεός ἐκεῖ μέσα τόν φωτίζει, τόν ἁγιάζει. Ἄλλη περίπτωση εἶναι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γελάσιος (17 Φεβρουαρίου), ἀνάλογη περίπτωση εἶναι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀρδαλίων (18 Ἀπριλίου). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀποδίδει τή μεταστροφή τῶν ἁγίων Πορφυρίου, Γελασίου καί Ἀρδαλίωνος στήν κοινωνία τους μέ τό Παράκλητο Πνεῦμα πού συντελέστηκε «διά τοῦ Βαπτίσματος».
Γυρνᾶμε στόν Ἅγιο Κύριλλο καί συνεχίζουμε. Ὑπάρχει λοιπόν περίπτωση νά ἔρθεις ἐδῶ γιά κάποιον ἄλλο λόγο. «Ἐγχωρεῖ γάρ καί ἄνδρα βούλεσθαι γυναικί καθικετεῦσαι, καί διά τοῦτο προσελθεῖν». Μπορεῖ, πραγματικά, ἕνας ἄντρας νά γίνει Κατηχούμενος, μόνο καί μόνο γιά νά κερδίσει τή γυναίκα του. «Ἀντιστρέφει καί ἐπί γυναικῶν τό ὅμοιον ὁ λόγος». Τό ἴδιο βέβαια θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί γιά τίς γυναῖκες. Γιά νά κερδίσουμε, λένε, ἕναν ἄντρα ἄς βαφτιστοῦμε, δέν εἶναι τίποτα.
«Καί δοῦλος πολλάκις δεσπότῃ, καί φίλος φίλῳ ἀρέσαι ἠθέλησε». Πολλές φορές ἔγινε Κατηχούμενος ἕνας δοῦλος, γιατί θέλησε νά εὐχαριστήσει τόν κύριό του. Ὄχι γιά νά ἀρέσει στόν Θεό, γιά νά ἀρέσει στόν κύριό του. Κάποιος ἄλλος, ἐπειδή θέλησε νά ἀρέσει στό φίλο του. «∆έχομαι τό δέλεαρ τοῦ ἀγκίστρου, καί καταδέχομαί σε». Παραδέχομαι λοιπόν ὅτι σ᾿ ἔπιασε τό ἀγκίστρι μέ κάποιο δόλωμα. «Καταδέχομαί σε κακῇ προαιρέσει μέν ἐλθόντα, ἐλπίδι δέ ἀγαθῇ σωθησόμενον». Συγκατανεύω νά σέ δεχτῶ - ἄν καί ξέρω πώς δέν ἦλθες γιά τόν σωστό λόγο, ξεκίνησες μέ κακή πρόθεση - ἐπειδή γνωρίζω ὅτι, ἄν καλλιεργήσεις μέσα σου τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, μπορεῖς νά σωθεῖς, γι’ αὐτό καί σέ δέχομαι.
Καί στόν μοναχισμό, πού εἶναι ἕνα δεύτερο βάφτισμα, ἰσχύει κάτι ἀνάλογο. Δέν πᾶνε ὅλοι γιά τόν σωστό λόγο στό μοναστήρι. Παρόλα αὐτά τούς δεχόμαστε, τούς δέχονται οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιατί ἐκεῖ μέσα ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νά μετανοήσει πραγματικά καί νά παραμείνει πλέον στό μοναστήρι γιά τόν σωστό λόγο, δηλαδή ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί νά εὐαρεστήσει στόν Θεό, νά σώσει τήν ψυχή του ὅπως λέμε, ἐνούμενος μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶναι δεκτές καί οἱ λεγόμενες «περιστατικές ἀποταγές», δηλαδή ἀπό κάποια περίσταση ἀποτάχτηκε κάποιος τόν κόσμο, ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο, φέρ' εἰπεῖν διότι τόν κυνηγοῦσαν οἱ ἀστυνομικοί, τό κράτος, τόν κυνηγούσανε γιά διάφορους λόγους… ἡ ἐφορία ἤ οἱ τράπεζες… εἶναι καί ἐπίκαιρο! Ἤ ἄλλος γιά ἄλλο λόγο.. ἔχουμε διάφορους λόγους. Κι ἐκεῖ εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος εὐαρέστησε στόν Θεό. Ἔχουμε τέτοιες περιπτώσεις.
Εἶναι δεκτές, λοιπόν, καί οἱ λεγόμενες «περιστατικές ἀποταγές» καί στόν μοναχισμό καί ἐδῶ στήν περίπτωση τῶν κατηχουμένων καί τῶν φωτιζομένων. «Ἴσως οὐκ ᾔδεις ποῦ ἔρχῃ». Ἴσως, λέει, δέν ἔχεις καταλάβει ἀκόμα ποῦ ἔρχεσαι, «οὐδέ ποία σέ σαγήνη λαμβάνει», οὔτε ποιό δίχτυ σέ ἔχει μαζέψει. «Γέγονας εἴσω δικτύων ἐκκλησιαστικῶν». Πιάστηκες ἀπό ἐκκλησιαστικά δίχτυα. «Ζωγρήθητι· μή φύγῃς». Κλείσου μέσα σ᾿ αὐτά. Ἄσε τόν ἑαυτό σου νά πιαστεῖς. Μή φεύγεις. «Ἀγκιστρεύει γάρ σε Ἰησοῦς». Τί ὡραῖο εἶναι αὐτό, ἔ! Σέ ἔχει πιάσει στό ἀγκίστρι Του ὁ Ἰησοῦς. «Οὐχ ἵνα θανατώσῃ», ὄχι γιά νά σέ θανατώσει, ὅπως κάνει ὁ ψαράς τά ψάρια καί ψοφᾶνε. «Ἀλλ' ἵνα θανατώσας ζωοποιήσῃ». Τί ὡραῖο! Ἀλλά γιά νά σοῦ δώσει ζωή θανατώνοντάς σε, θανατώνοντας τόν παλαιό ἄνθρωπο. Γιατί εἴπαμε τό βάπτισμα εἶναι ἀκριβῶς καί ἀνάσταση.
«Δεῖ γάρ σε ἀποθανεῖν καί ἀναστῆναι». Πρέπει νά πεθάνεις γιά νά ἀναστηθεῖς. «Ἤκουσας γάρ τοῦ Ἀποστόλου λέγοντος· Νεκροί μέν τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντες δέ τῇ δικαιοσύνῃ». Ἄκουσες τί λέει ὁ Ἀπόστολος: «Νεκροί γιά τήν ἁμαρτία καί ζῶντες γιά τήν δικαιοσύνη» (πρβλ. Ρωμ. 6, 11-13). Αὐτό εἶναι ὁ χριστιανός. Τέρμα ἡ ἁμαρτία, πέθανε ἡ ἁμαρτία, ζεῖς γιά τήν δικαιοσύνη, γιά τήν ἀρετή, γιά τόν Θεό. «Ἀπόθανε τοῖς ἁμαρτήμασι, καί ζῆσον τῇ δικαιοσύνῃ». Γίνε λοιπόν νεκρός γιά τήν ἁμαρτία καί ζῆσε γιά τή δικαιοσύνη. «Ἀπό τοῦ σήμερον ζῆσον». Ἀπό σήμερα κιόλας, ζῆσε. Ἐδῶ καί τώρα.
Νά μήν ποῦμε περισσότερα. Ἄν θέλετε κάτι πάνω σ’ αὐτά ὅλα πού εἴπαμε.. Νομίζω εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέροντα. Δέν τά ξέρουμε καί πρέπει νά τά ξέρουμε, γιατί εἶναι ὁ τρόπος πού λειτουργοῦσε ἡ Ἐκκλησία καί μακάρι νά γυρίσουμε σ’ αὐτόν τόν τρόπο νά λειτουργοῦμε ἔτσι. Θά ἦταν πάρα πολύ ὡραῖα.
Ἐρ. : Πάτερ Σάββα, αὐτό τό ὁποῖο ἤθελα νά πῶ εἶναι ὅτι οἱ κατηχήσεις δέν ἔπρεπε νά γίνονται στά νήπια, γιατί τά νήπια δέν καταλαβαίνουν. Δέν ἔπρεπε νά γίνονται πάνω στούς γονεῖς;
Ἀπ. : Γι’ αὐτό τό κάνουμε! Τό λέω σέ σᾶς, γιά νά τό πεῖτε ἐσεῖς στά νήπια. Γιατί σήμερα, κακά τά ψέματα, δέν ὑπάρχει κατήχηση στά παιδιά. Ἀκόμα κι αὐτά τά κατηχητικά ὑπολειτουργοῦν ἤ δυσλειτουργοῦν, γιά νά μήν πῶ ὅτι λειτουργοῦν κακῶς πολλές φορές καί ἀντί νά βοηθᾶνε, δυσκολεύουν τά παιδιά στό νά βροῦνε τόν Θεό, γιατί οἱ ἴδιοι οἱ κατηχητές θέλουν κατήχηση.. νά μήν κρυβόμαστε... Ἡ κατήχηση πρέπει νά γίνει ἀπό σᾶς καί τό λέω στούς γονεῖς, τό λέω καί σέ σᾶς, ὅσοι ἔχετε παιδιά νά τό πάρετε στά σοβαρά. Αὐτά πού σᾶς λέω νά τούς τά λέτε, ὅσο ἁπλά μπορεῖτε. Τά καταλαβαίνουν μιά χαρά, καί τά μικρότερα παιδιά. Τό βλέπω στά παιδάκια πού τούς κάνω μάθημα ἐδῶ καί ὅσοι δέν τό ξέρετε καί ἔχετε παιδάκια, νά τά φέρνετε.  Εἶναι πάρα πολύ σημαντικό πράγμα. Νά βρεῖτε μία ὥρα, μισή ὥρα, δέκα λεπτά, πέντε λεπτά καί νά τούς κάνετε μάθημα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό λέει σαφῶς, ὄχι ἡ μητέρα λέει, ὁ πατέρας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν κατήχηση καί τήν σωτηρία καί τῆς μάνας καί τῶν παιδιῶν, γιατί εἶναι ἡ κεφαλή τῆς οἰκογένειας. Ἐμεῖς τά ἔχουμε φορτώσει στή γυναίκα, ὅτι αὐτή εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία καί ὅλα αὐτά… Ὄχι, ὁ πατέρας εἶναι. Εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος τῆς οἰκογένειας καί ἡ μητέρα, ὅπως λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι ὁ λαιμός, ἀπό κάτω. Βέβαια ὁ λαιμός στρίβει, ὅπου θέλει τό κεφάλι… ἀλλά δέν παύει νά εἶναι κεφάλι ὁ πατέρας.
Νά τό βάλουμε στό πρόγραμμα. Δέν εἶναι ἀπό τά κύρια ἔργα σας… Τό κύριο ἔργο σας, ὅσοι ἔχετε οἰκογένεια καί παιδιά, εἶναι αὐτό, νά κάνετε κατήχηση στά παιδιά, γιατί θά δώσετε λόγο στόν Θεό γιά τή σωτηρία τῶν παιδιῶν. Βλέπετε, ἐδῶ ὁ ἐπίσκοπος πόσο ὡραῖα τό λέει… θά ’ρθεῖ ὁ Χριστός, λέει, μετά καί θά ἐλέγξει τά ροῦχα. Τόν πρῶτο πού θά πιάσει βέβαια εἶμαι ἐγώ, δέν τό λέει αὐτό ἀλλά ὑπονοεῖται, γι΄ αὐτό εἶναι τόσο προσεκτικός καί αὐστηρός, θά ἔλεγα. Ἄν μετανοήσατε, τούς λέει, φύγετε. Μή βαφτιστεῖτε καί μετά ἀρνηθεῖτε τόν Χριστό.
Ἐρ. : Ἄν κατάλαβα καλά, αὐτή ἡ διαδικασία τοῦ ἐλέχγου γινόταν μιά φορά τόν χρόνο…
Ἀπ. : Ὄχι. Αὐτή ἡ διαδικασία ἤτανε γιά τούς φωτιζόμενους, πού σᾶς περιέγραψα, πού γινότανε στήν ἀρχή τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγονταν, θέλανε βασικά, ἀφοῦ τελειώνανε τήν πρώτη φάση τῆς κατήχησης, θέλανε νά βαφτιστοῦνε… καί τούς ἐξέταζαν.
Ἐρ. : Γινόταν μιά φορά τόν χρόνο;
Ἀπ. : Ναί, βασικά τότε γινότανε, τή Μεγάλη Σαρακοστή.
Ἐρ. : …………………..…
Ἀπ. : Ἴσως. Δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει τέτοια παράδοση. Μπορεῖ νά ὑπάρχει.. Ἀλλά εἶναι ἡ αρχή τῆς τελικῆς φάσης, πρίν τό βάφτισμα. Συνήθως, βέβαια, τίς κουρές τίς κάνουμε τήν Μεγάλη Σαρακοστή. Ὅλη τήν Μεγάλη Σαρακοστή γίνονται κουρές στά Μοναστήρια, γιατί εἶναι κατεξοχήν περίοδος μετανοίας καί εἶναι μιά περίοδος πού ὁ δόκιμος καί νηστεύει καί κλείνεται στό κελλί του περισσότερο. Δέν ἔχουμε πολλές δουλειές στά Μοναστήρια τήν Μεγάλη Σαρακοστή σκόπιμα. Ἔχουμε πολλές ἀκολουθίες, πολύωρες ἀκολουθίες καί ὁπωσδήποτε εἶναι ἡ καλύτερη περίοδος, ὥστε νά προετοιμαστεῖ ἕνας δόκιμος, γιά νά μπεῖ στή μοναχική ζωή, ὡς μοναχός πιά. Ξαναλέω, ὅτι ὁ δόκιμος μοναχός ἀντιστοιχεῖ ἀκριβῶς στόν κατηχούμενο καί στόν φωτιζόμενο. Καί ὁ κανονικός μοναχός ἀντιστοιχεῖ στόν πιστό. Καί ἡ πρώτη Ἐκκλησία λειτουργοῦσε, ὅπως λειτουργοῦν σήμερα τά Μοναστήρια, τό ἔχω πεῖ πολλές φορές. Δέν πρέπει νά τό ξεχνᾶμε, γιατί ὑπάρχει πολλή πλάνη σ’ αὐτό τό θέμα καί σοῦ λέει, ἐγώ εἶμαι κοσμικός, τί καλόγερος θά γίνω; Καλόγερος θά γίνεις, ἅμα θέλεις νά γίνεις χριστιανός καί θά ἔχεις ἐπιπλέον καί τήν ὑποχρέωση νά φροντίζεις καί τήν γυναῖκα καί τά παιδιά. Αὐτή εἶναι ἡ μόνη διαφορά, ὅτι ἔχεις ἐπιπλέον ὑποχρεώσεις καί γιά τούς ἄλλους, ἐνῶ ὁ καλόγερος ἔχει τόν ἑαυτό του βασικά. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι κοινά. Οἱ ἐντολές εἶναι οἱ ἴδιες, τό Εὐαγγέλιο εἶναι τό ἴδιο, οἱ κανόνες εἶναι οἱ ἴδιοι, τά πάντα.
Ἐρ. : Κάποτε ἡ Ἐκκλησία δέν εἶχε ἀνοιχτά τά μυστήριά της σέ ὅλους, δέν τά ἐξηγοῦσε. Ἔπρεπε κανείς νά μπεῖ σέ μιά διαδικασία. Τώρα εἶναι ὅλα ἐλεύθερα, ἔχουμε ὅλοι πρόσβαση καί δέν ξέρω, ἄν αὐτό εἶναι καλύτερο ἤ χειρότερο.
Ἀπ. : Δέν εἶναι καλύτερο βέβαια. Τό καλύτερο ἦταν αὐτό πού εἶχαν τότε. Γιατί εἶναι μύηση. Μύηση τί σημαίνει; Ὅτι μπαίνω σ’ ἕνα μυστήριο. Ποιός θά μπεῖ; Ὅλοι; Τότε παύει νά εἶναι μυστήριο, χάνει πλέον… τό διαφθείρεις τό μυστήριο, τό εὐτελίζεις, ὅταν τό δημοσιοποιεῖς ἔτσι στόν ὁποιοδήποτε καί στόν ἀδιάφορο καί στόν βλάσφημο καί σ’ αὐτόν πού θέλει νά τό ἐμπαίξει. Ἐδῶ καί σ’ ἕναν σύλλογο δέν βάζουν ὁποιονδήποτε μέσα νά τοῦ ποῦν τά μυστικά τους. Σέ ἕναν κοσμικό σύλλογο, ἀκόμα καί ἀθλητικό σύλλογο, δέν σέ βάζουνε μέσα ἄν δέν εἶσαι μέλος, ἔτσι δέν εἶναι;
Καί μή μοῦ πεῖτε ὅτι εἶναι ρατσισμός αὐτό. Γιατί, ἄν τό κάνει ἡ Ἐκκλησία αὐτό θά ποῦνε, ὅτι εἶναι ρατσιστές. Ἀλλά δέν εἶναι ἔτσι. Ἐδῶ ἕνας στοιχειώδης σύλλογος δέν βάζει ὅποιον νά ’ναι μέσα, πρέπει νά εἶσαι μέλος, νά εἶσαι γραμμένος, νά ξέρουνε ποιός εἶσαι. Εἶναι πολύ λογικό καί πολύ σωστό. Γιατί ἐμεῖς στήν Ἐκκλησία νά εἴμαστε ἔτσι; Νά μπαίνει ὅποιος νά ’ναι; Σᾶς ἔλεγα τήν ἄλλη φορά μπήκανε οἱ ἀναρχικοί μέ τά σκυλιά ἀγκαλιά στήν Παναγία Δεξιά. Γιά νά κάνουν πλάκα… καί ἄλλα χειρότερα θά δοῦμε.
Ἐρ. : Ἐγώ νομίζω ὅτι ἡ καλύτερη διδασκαλία στά παιδιά εἶναι τό παράδειγμά μας στά διάφορα περιστατικά τῆς ζωῆς παρά τά λόγια μας. Δέν ξέρω.. ἐσᾶς ποιά εἶναι ἡ γνώμη σας;
Ἀπ. : Δέν θά σᾶς πῶ τήν γνώμη μου. Θά σᾶς πῶ αὐτό πού ἔκανε ὁ Χριστός. Γιά νά δεῖτε τό σωστό, θά δεῖτε ἄν τό ἔκανε ὁ Χριστός. Ἄν ἦταν μόνο τό παράδειγμα, ὁ Χριστός μας δέν θά μᾶς μιλοῦσε! Μᾶς μίλησε ὅμως κιόλας. Μᾶς ἔδωσε καί παράδειγμα φυσικά, ἡ ζωή Του ὅλη, ἀλλά μᾶς μίλησε κιόλας. Τρία χρόνια μᾶς μιλοῦσε συνέχεια καί δέν εἶχαν καί χρόνο νά φᾶνε οἱ καημένοι οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τόν πολύ κόσμο καί ὁ Χριστός μας βεβαίως τό ἴδιο. Λοιπόν.. χρειάζεται καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Αὐτό σᾶς τό λέω σάν κλειδί, γιά νά βρεῖτε τό σωστό νά βλέπετε τί ἔκανε ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἔκανε καί τά δύο καί διδαχή καί παράδειγμα. Μήν ἐπαναπαυόμαστε μόνο στό παράδειγμα. Δέν τό ὑποτιμῶ. Εἶναι πολύ σημαντικό. Ἴσως εἶναι πιό σημαντικό τό παράδειγμα καί μετά εἶναι ὁ λόγος. Ἀλλά μήν τόν ἀφήνουμε καί τόν λόγο. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Καί στήν Ἐκκλησία, βλέπετε, πού κάνουμε τήν Θεία Λειτουργία, τό κατεξοχήν μυστήριο τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε ὅμως καί τόν λόγο, τό μυστήριο τοῦ λόγου. Στό πρῶτο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας ἔχουμε Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, Ἀποστολικό ἀνάγνωσμα καί κήρυγμα. Τρία πράγματα. Στούς Ἑσπερινούς ἔχουμε καί ἀνάγνωσμα ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅταν εἶναι γιορτή.
Ἐρ. : Νά σᾶς πῶ ἕνα γεγονός πού ἔγινε σέ νηπιαγωγεῖο τῆς Ἀθήνας. Ἔβαλαν τά παιδιά νά προσκυνήσουν τόν Ἀλλάχ….
Ἀπ. : Θά σᾶς πῶ κάτι.. Γιατί ἔχουμε ἀγκαλιάσει τόσο πολύ τούς Μουσουλμάνους, ξέρετε; Θά σᾶς πῶ τόν λογισμό μου. Μπορεῖ καί νά εἶναι λάθος… μακάρι νά εἶναι λάθος… ἀλλά φοβᾶμαι διότι, ἐνῶ μέν λέμε ὅτι εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ἡ ζωή μας εἶναι μουσουλμανική. Μοιάζουμε πολύ μ’ αὐτούς, στή ζωή τους, στόν τρόπο πού ζοῦνε, μέ τήν πολυγαμία καί μέ ὅλα αὐτά. Ἁπλῶς ἐμεῖς ἀκόμα λίγο κρυβόμαστε. Αὐτοί τό κάνουνε νόμιμα, τό ἔχουν νομιμοποιήσει. Γιατί, ἄν δέν τούς μοιάζαμε, δέν θά συγγενεύαμε καί δέν θά τούς ἀγκαλιάζαμε. Οὔτε τά ἀφεντικά τά μεγάλα πού ἔχουμε.. καί τούς ψηφίζουμε καί τούς βγάζουμε. Ἀλλά ἐπειδή μοιάζει ἡ ζωή μας πάρα πολύ, γιατί νά μήν τούς νομιμοποιήσουμε καί νά τούς προβάλλουμε καί νά τούς κάνουμε καί τζαμιά κ.λ.π. Γιατί μᾶς βολεύει ἡ ζωή τους. Καταλάβατε; Μᾶς βολεύει πάρα πολύ. Γιατί τί εἶναι ὁ Μουσουλμανισμός; Ἡ λατρεία τῶν παθῶν. Στούς ἀρχαίους εἴχαμε τήν Ἀφροδίτη, τώρα ἔχουμε αὐτούς…

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου