Ἡ Ἁγία Φεβρωνία ἡ Ὁσιομάρτυς ἡ πολύαθλος
Ἡ Ὁσιομάρτυς Φεβρωνία ἐμόναζε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς πόλεως Νισίβεως τῆς Μεσοποταμίας μαζὶ μὲ τὴ θεία της Βρυαίνη καὶ τὴν ἀδελφὴ Θωμαΐδα, διότι ὅλες οἱ ἄλλες μοναχές, ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκαν ὅτι ἔρχονταν στὴ μονὴ πρὸς σύλληψή τους στρατιῶτες τοῦ ἡγεμόνος Σελήνου (288 μ.Χ.), κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἐζήτησαν σωτηρία διὰ τῆς φυγῆς.
Προσελθόντες δὲ οἱ στρατιῶτες τὶς ἀπήγαγαν πρὸς τὸν Σελῆνο, ὁ ὁποῖος καὶ ἐπέβαλε τὴν Ὁσία Φεβρωνία σὲ φρικότατα βασανιστήρια, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ δεχθεῖ ὡς σύζυγό της τὸν Λυσίμαχο, ἀνεψιὸ τοῦ ἡγεμόνος.
Μὲ προσευχὲς καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία, ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνει «τῆς μελλούσης δόξης κοινωνὸς» ἐδέχθηκε τὸ μαρτυρικὸ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τέλος αὐτῆς, τὸ 304 μ.Χ.Ἡ Σύναξις αὐτῆς ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ποὺ εὑρισκόταν στὴν Ὀξεία.Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.Μεγαλυνάριον. Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κτίτωρ Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου ὌρουςὉ Ὅσιος Διονύσιος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κορησσὸς Καστορίας καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου († 11 Ἰανουαρίου), ἡγουμένου τῆς μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἐπισκόπου Τραπεζοῦντος.
Ὁ Ὅσιος, σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἀκολούθησε τὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο. Ἀπὸ ἐκεῖνον ἐδιδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε Ἐπίσκοπος Τραπεζοῦντος, ὁ ἀδελφός του Διονύσιος τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα, τὸ 1346, ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἱερισσοῦ.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγνωρίσθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Κομνηνὸ (1350 – 1390 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τὸν ἐβοήθησε νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ποὺ εἶχε ἀρχίσει στὸ Ἄγιον Ὄρος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομά του, μονὴ Διονυσίου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐξασφάλισε καὶ τὸ μέλλον τῆς μονῆς μὲ Χρυσόβουλο, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1374.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, ἀφοῦ παρέλαβε τὸ Χρυσόβουλο, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἄθωνα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του εὑρῆκε λεηλετημένη τὴ μονὴ καὶ διαπίστωσε ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοὶ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ. Ἀναζητώντας τους μετέβη στὴ Βιθυνία, ὅπου εὑρῆκε τοὺς μοναχούς, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ ἐξαγόρασε ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τοὺς ὁδήγησε πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ 1380 ἐπισκέφθηκε, γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς μονῆς, τὴν Τραπεζούντα, καί, τὸ 1382, τὴν Κωνσταντινούπολη.Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν Τραπεζούντα, τὸ 1388, καὶ ἐκηδεύθηκε ἀπὸ τὸν αὐτάδελφό του Θεοδόσιο στὸ ναὸ Χρυσοκεφάλου τῆς Τραπεζοῦντος.Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Φῶς οὐράνιον, ἐν σοὶ σκηνῶσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοῖς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σε ἀνέδειξε· σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῷ ἀνέγειρες περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς ὁ Μάρτυρας
Προσελθόντες δὲ οἱ στρατιῶτες τὶς ἀπήγαγαν πρὸς τὸν Σελῆνο, ὁ ὁποῖος καὶ ἐπέβαλε τὴν Ὁσία Φεβρωνία σὲ φρικότατα βασανιστήρια, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ δεχθεῖ ὡς σύζυγό της τὸν Λυσίμαχο, ἀνεψιὸ τοῦ ἡγεμόνος.
Μὲ προσευχὲς καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία, ἐπιθυμοῦσα νὰ γίνει «τῆς μελλούσης δόξης κοινωνὸς» ἐδέχθηκε τὸ μαρτυρικὸ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τέλος αὐτῆς, τὸ 304 μ.Χ.Ἡ Σύναξις αὐτῆς ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ ποὺ εὑρισκόταν στὴν Ὀξεία.Ἀπολυτίκιον.Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ὡς τῆς ἀσκήσεως, ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως, τῷ κόσμῳ ἔμπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ, δραμοῦσα ἀσχέτῳ, πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν καὶ Μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε, Φεβρωνία ὁ Κύριος· ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ Ὁσιομάρτυς.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας χάρισι, καῖ μαρτυρίου τῷ κάλλει, κοσμηθεῖσα ἔνδοξε, ὡς πανακήρατος νύμφη, ἔδραμες, λαμπαδηφόρος τῷ σῷ Νημφίῳ, ἔστεψαι, τῆς ἀφθαρσίας τῇ εὐπρεπείᾳ, καὶ πρεσβεύεις Φεβρωνία, ὑπὲρ τῶν πίστει ὑμνολογούντων σε.Μεγαλυνάριον. Χαίροις Φεβρωνία πανευκλεής, Ὁσίων ἡ δόξα, καὶ Μαρτύρων ἡ καλλονή· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, ἀθλήσασα νομίμως, εἰκότως καὶ βραβείων, διπλῶν ἠξίωσαι.Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κτίτωρ Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου ὌρουςὉ Ὅσιος Διονύσιος καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κορησσὸς Καστορίας καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου († 11 Ἰανουαρίου), ἡγουμένου τῆς μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ Ἐπισκόπου Τραπεζοῦντος.
Ὁ Ὅσιος, σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἀκολούθησε τὸν ἀδελφό του Θεοδόσιο. Ἀπὸ ἐκεῖνον ἐδιδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Ὅταν ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἔγινε Ἐπίσκοπος Τραπεζοῦντος, ὁ ἀδελφός του Διονύσιος τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα, τὸ 1346, ἐχειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Ἱερισσοῦ.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγνωρίσθηκε μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Κομνηνὸ (1350 – 1390 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος τὸν ἐβοήθησε νὰ τελειώσει τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου ποὺ εἶχε ἀρχίσει στὸ Ἄγιον Ὄρος, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομά του, μονὴ Διονυσίου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐξασφάλισε καὶ τὸ μέλλον τῆς μονῆς μὲ Χρυσόβουλο, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1374.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, ἀφοῦ παρέλαβε τὸ Χρυσόβουλο, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἄθωνα. Κατὰ τὴν ἐπιστροφή του εὑρῆκε λεηλετημένη τὴ μονὴ καὶ διαπίστωσε ὅτι ὅλοι οἱ μοναχοὶ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ. Ἀναζητώντας τους μετέβη στὴ Βιθυνία, ὅπου εὑρῆκε τοὺς μοναχούς, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ ἐξαγόρασε ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τοὺς ὁδήγησε πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ 1380 ἐπισκέφθηκε, γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς μονῆς, τὴν Τραπεζούντα, καί, τὸ 1382, τὴν Κωνσταντινούπολη.Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν Τραπεζούντα, τὸ 1388, καὶ ἐκηδεύθηκε ἀπὸ τὸν αὐτάδελφό του Θεοδόσιο στὸ ναὸ Χρυσοκεφάλου τῆς Τραπεζοῦντος.Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Φῶς οὐράνιον, ἐν σοὶ σκηνῶσαν, λύχνον ἄσβεστον, τοῖς ἐν τῷ Ἄθῳ, Διονύσιε σαφῶς σε ἀνέδειξε· σὺ γὰρ Προδρόμου τὸν βίον μιμούμενος, Μονὴν αὐτῷ ἀνέγειρες περίβλεπτον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ᾿ Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τοῦ Προδρόμου μιμητὴν βίου λαμπρότητι
Καὶ μοναζόντων ὁδηγὸν καὶ τύπον ἄριστον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε.
Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ βιώσας ὡς ἀσώματος
Καταυγάζεις ταῖς σαῖς πράξεσιν ἑκάστοτεΤοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Διονύσιε.
Ὡς τοῦ Προδρόμου μιμητὴν βίου λαμπρότητι
Καὶ μοναζόντων ὁδηγὸν καὶ τύπον ἄριστον
Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ δοῦλοί σου θεοφόρε.
Ἐν τῷ Ἄθῳ γὰρ βιώσας ὡς ἀσώματος
Καταυγάζεις ταῖς σαῖς πράξεσιν ἑκάστοτεΤοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Διονύσιε.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ μιμητής, καὶ τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ, γνώμων θεῖος δι’ ἀρετῆς· χαίροις τῆς Μονῆς σου, ἀντίληψης καὶ σκέπη, ἣν φρούρει οὐρανόθεν, ὦ Διονύσιε.
Οἱ Ἅγιοι Ὀρέντιος, Φαρμάκιος, Ἔρως, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριακὸς καὶ Λογγίνος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ὀρέντιος, Φαρμάκιος, Ἔρως, Φίρμος, Φιρμίνος, Κυριακὸς καὶ Λογγίνος, ὀνομαστοὶ γιὰ τὴν ἀνδρεία τους, κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἦταν ἀδέλφια καὶ ὑπηρετοῦσαν ὡς στρατιῶτες στὴ Θράκη κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ) καὶ Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.).
Σὲ κάποια μάχη ἐναντίον τῶν Σκυθῶν, ὁ Ὀρέντιος κατόρθωσε νὰ φονεύσει τὸν ἀρχηγό τους Μαροθώμ. Γιὰ τὸ κατόρθωμά του αὐτὸ ἐτιμήθηκε , ἀλλὰ συγχρόνως προσκλήθηκε νὰ συμμετέχει στὶς θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα ποὺ θὰ προσφέρονταν γιὰ τὴ νίκη του.
Ὁ Μάρτυς ἀρνήθηκε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα νὰ θυσιάσει καὶ διακήρυξε μὲ παρρησία ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Ἀληθινὸ Θεό. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἀπέστειλαν, μαζὶ μὲ τὰ ἕξι ἀδέλφια του, δυσμενὴ μετάθεση στὰ Σάταλα τῆς Ἀρμενίας.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ ἀνάκριση. Ὅλοι, «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ», διεκήρυξαν τὴν πίστη τους πρὸς τὸν Κύριον καὶ Σωτήρα τους. Ἀμέσως ἐξορίσθηκαν σὲ μακρινοὺς καὶ σκληροὺς τόπους, ὅπου ἀπέθαναν μαρτυροῦντες ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν χάριν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
Ὁ Μάρτυς Ὀρέντιος ἐτελειώθηκε στὸ Ρίζιο, ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαριὰ πέτρα καὶ τὸν ἔρριψαν στὴ θάλασσα. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅμως, τὸν ἔβγαλε σῶο καὶ ἀβλαβὴ στὴν ξηρὰ Ἄγγελος Κυρίου, καὶ ἀφοῦ ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεό, στὶς 24 Ἰουνίου.
Ἐκεῖ ἐνταφιάσθηκε τὸ τίμιο λείψανό του. Ὁ Μάρτυς Φαρνάκιος ἀναπαύθηκε, στὶς 3 Ἰουλίου, στὴν Κορδύλη. Οἱ Μάρτυρες Φίρμος καὶ Φιρμίνος ἀπέθαναν στὶς 7 Ἰουλίου στὴν Ἄψαρο τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὁ Μάρτυς Κυριακὸς ὑπέκυψε στὴ χώρα τῶν Λαζῶν, σὲ μιὰ περιοχὴ ὀνομαζόμενη Ζιγάνεω, στὶς 14 Ἰουλίου. Ὁ Μάρτυς Λογγίνος ἐπνίγηκε, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Λιβυκὴ ἐβυθίστηκε στὴν Πιτυούντα. Ἐκεῖ καὶ ἐνταφιάσθηκε.
Σὲ κάποια μάχη ἐναντίον τῶν Σκυθῶν, ὁ Ὀρέντιος κατόρθωσε νὰ φονεύσει τὸν ἀρχηγό τους Μαροθώμ. Γιὰ τὸ κατόρθωμά του αὐτὸ ἐτιμήθηκε , ἀλλὰ συγχρόνως προσκλήθηκε νὰ συμμετέχει στὶς θυσίες πρὸς τὰ εἴδωλα ποὺ θὰ προσφέρονταν γιὰ τὴ νίκη του.
Ὁ Μάρτυς ἀρνήθηκε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα νὰ θυσιάσει καὶ διακήρυξε μὲ παρρησία ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ἀκλόνητη πίστη του στὸν Ἀληθινὸ Θεό. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἀπέστειλαν, μαζὶ μὲ τὰ ἕξι ἀδέλφια του, δυσμενὴ μετάθεση στὰ Σάταλα τῆς Ἀρμενίας.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο, συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ ἀνάκριση. Ὅλοι, «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ», διεκήρυξαν τὴν πίστη τους πρὸς τὸν Κύριον καὶ Σωτήρα τους. Ἀμέσως ἐξορίσθηκαν σὲ μακρινοὺς καὶ σκληροὺς τόπους, ὅπου ἀπέθαναν μαρτυροῦντες ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν χάριν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
Ὁ Μάρτυς Ὀρέντιος ἐτελειώθηκε στὸ Ρίζιο, ὅταν οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαριὰ πέτρα καὶ τὸν ἔρριψαν στὴ θάλασσα. Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅμως, τὸν ἔβγαλε σῶο καὶ ἀβλαβὴ στὴν ξηρὰ Ἄγγελος Κυρίου, καὶ ἀφοῦ ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Θεό, στὶς 24 Ἰουνίου.
Ἐκεῖ ἐνταφιάσθηκε τὸ τίμιο λείψανό του. Ὁ Μάρτυς Φαρνάκιος ἀναπαύθηκε, στὶς 3 Ἰουλίου, στὴν Κορδύλη. Οἱ Μάρτυρες Φίρμος καὶ Φιρμίνος ἀπέθαναν στὶς 7 Ἰουλίου στὴν Ἄψαρο τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὁ Μάρτυς Κυριακὸς ὑπέκυψε στὴ χώρα τῶν Λαζῶν, σὲ μιὰ περιοχὴ ὀνομαζόμενη Ζιγάνεω, στὶς 14 Ἰουλίου. Ὁ Μάρτυς Λογγίνος ἐπνίγηκε, ὅταν τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Λιβυκὴ ἐβυθίστηκε στὴν Πιτυούντα. Ἐκεῖ καὶ ἐνταφιάσθηκε.
Οἱ Ἁγίες Εὐτροπία, Λεωνὶς καὶ Λιβύη οἱ Ὁσιομάρτυρες
Ἡ Ἁγία Ὁσιομάρτυς Εὐτροπία ἐμαρτύρησε διὰ πυρὸς μὲ προτροπὴ τῆς μητέρας της, οἱ δὲ Λεωνὶς καὶ Λιβύη διὰ ξίφους, ἐν Παλμύρᾳ τῆς Συρίας, τὸ 303 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γαλλικανὸς ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ., ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τοῦ ὁποίου ἦταν φίλος. Ἀφοῦ προσῆλθε στὸ Χριστιανισμό, τὸν ὁποῖο ἐδιδάχθηκε ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες Ἰωάννη καὶ Παῦλο († 26 Ἰουνίου) παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ δημόσιο ἀξίωμά του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν Ὠστία, ὅπου ἀφιέρωσε τὸ βίο του δεχόμενος καὶ περιθάλπων ἀσθενεῖς καὶ πρωχοὺς ὁδοιπόρους.
Καταδιώχθηκε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖ συνελήφθη καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 362 μ.Χ., ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ Ραυκίωνος.
Καταδιώχθηκε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.) καὶ κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Ἐκεῖ συνελήφθη καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, τὸ 362 μ.Χ., ὑπὸ τοῦ δικαστοῦ Ραυκίωνος.
Ὁ Ἅγιος Πρόσπερος ἐξ Ἀκουϊτανίας τῆς Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Πρόσπερος ἐγεννήθηκε στὴ Γαλλία, τὸ 390 μ.Χ. Ἐγκαταστάθηκε στὴ Μασσαλία καὶ ἀφιέρωσε τὸ βίο του στὴ θεία μελέτη καὶ τὴ θεολογικὴ συγγραφὴ ἀναδειχθὴς σφοδρὸς πολέμιος τοῦ Πελαγιανισμοῦ. Εἶχε συνδεθεῖ μετὰ τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου καί, κατὰ μία παράδοση, λέγεται ὅτι διετέλεσε γραμματεὺς τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης Λέοντος τοῦ Α’ (440 – 461 μ.Χ.). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ Ρώμη, τὸ 463 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς ἐκ Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Γαλλικανὸς διετέλεσε πέμπτος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἐμπροὺν τῆς Γαλλίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ τὸ 541 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Μαρτύριος
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μαρτυρίου ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸν Κανονάριον, χωρὶς ἐπιπλέον λεπτομέρειες.
Ὁ Ὅσιος Σίμων
Ὁ Ὅσιος Σίμων, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἀποφθέγματά του εὑρίσκονται στὸν Εὐεργετινὸ καὶ ἐμφαίνουν τὴν ταπεινοφροσύνη του.
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ὁ ἐν Νηβρύτῳ τῆς Κρήτης
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία Ρεθύμνου τῆς Κρήτης. Ἔχοντας στὴν καρδιά του ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία τὴ μοναχικὴ ἔφεση, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο.
Ἦλθε στὴν πόλη τῆς Νηβρύτου κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς Γορτύνης καὶ ἐκεῖ διέμεινε στὶς ὑπερωρεῖες τοῦ ὄρους Ἴδη, μέσα σὲ σπήλαιο, ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ σκληραγωγία.
Ἀφοῦ ἔφθασε στὸ ὑψηλότερο στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἦταν ὡς ἄγγελος ἔνσαρκος καὶ ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, πλήρης ἡμερῶν καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη.
Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν ἐπαρχία Ρεθύμνου τῆς Κρήτης. Ἔχοντας στὴν καρδιά του ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία τὴ μοναχικὴ ἔφεση, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀκολούθησε τὸν ἀσκητικὸ βίο.
Ἦλθε στὴν πόλη τῆς Νηβρύτου κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς Γορτύνης καὶ ἐκεῖ διέμεινε στὶς ὑπερωρεῖες τοῦ ὄρους Ἴδη, μέσα σὲ σπήλαιο, ἀγωνιζόμενος μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ σκληραγωγία.
Ἀφοῦ ἔφθασε στὸ ὑψηλότερο στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἦταν ὡς ἄγγελος ἔνσαρκος καὶ ἀξιώθηκε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.Ὁ Ὅσιος Μεθόδιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, πλήρης ἡμερῶν καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη.
Μνήμη βοηθείας παρὰ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Γιὰ τὸ γεγονὸς διαβάζουμε:«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἀνάμνησις τῆς ὑπὲρ λόγον καὶ πᾶσαν ἐλπίδα δωρηθείσης ἡμῖν βοηθείας παρὰ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἀσπόρως Αὐτὸν τεκούσης Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, κατὰ τῶν διά τε γῆς καὶ θαλάσσης κυκλωσάντων τὴν βασιλίδαν πόλιν καὶ πανωλεθρίᾳ παραδοθέντων καὶ τελείῳ ἀφανισμῷ».
Ὁ Ὅσιος Ἀδελβέρτος ὁ Ἀρχιδιάκονος
Ὁ Ὅσιος Ἀδελβέρτος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Νορθούμπερλαντ τῆς Ἀγγλίας. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο ἀκολούθησε τὸν Ὅσιο Ἔγκμπερτ († 24 Ἀπριλίου) στὴν Ἰρλανδία. Ἔγινε μοναχὸς πιθανῶς στὸ ἀββαεῖο τοῦ Μέλιφορντ καί, τὸ 690 μ.Χ., ἐχειροτονήθηκε διάκονος.
Στὴ συνέχεια ἔγινε ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου Οὐϊλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου) καὶ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μαζί του. Θεωρεῖται ὅτι ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιοχὴ τῆς Οὐτρέχτης ὡς ἀρχιδιάκονος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 710 μ.Χ.
Στὴ συνέχεια ἔγινε ὑποτακτικὸς τοῦ Ἁγίου Οὐϊλλιβρόρδου († 7 Νοεμβρίου) καὶ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ μαζί του. Θεωρεῖται ὅτι ἐκήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν περιοχὴ τῆς Οὐτρέχτης ὡς ἀρχιδιάκονος καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 710 μ.Χ.
Οἱ Ὅσιοι Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνη οἱ Ρώσοι
Ὁ Ὅσιος Δαβίδ, κατὰ κόσμον Πέτρος, ἦταν ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Γιούρι Βλαντιμίροβιτς, ἡγεμόνος τοῦ Μούρωμ, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν πατέρα του, τὸ 1203. Ὅμως ὁ πρίγκιπας Πέτρος ἀρρώστησε ἀπὸ τὴ φοβερὴ νόσο τῆς λέπρας καὶ ἐθεραπεύθηκε μετὰ ἀπὸ ὄραμα ἀπὸ τὴ Φεβρωνία, θυγατέρα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ μελισσοκόμου ποὺ ἐζοῦσε στὸ χωριὸ Λάσκοβα τοῦ Ριαζάν, τὴν ὁποία καὶ ἐνυμφεύθηκε.
Οἱ ὑπεροπτικοὶ Βογιάροι δὲν ἄντεχαν νὰ βλέπουν ὅτι ἡ πριγκίπισσά τους δὲν εἶναι ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς καὶ ἐπίεζαν τὸν ἡγεμόνα Πέτρο νὰ τὴν ἀφήσει, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἡγεμόνες τους ἦσαν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καὶ φιλάνθρωποι.
Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι τὸ ἱερὸ ζεῦγος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μούρωμ προσευχόμενο γιὰ τὴ δοκιμασία αὐτή. Σύντομα ὅμως οἱ κάτοικοι ἱκέτευαν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους, ὅταν μετὰ ποικίλες δοκιμασίες, κατάλαβαν ὅτι ἀντιβαίνουν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις τους.Καὶ οἱ δύο ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη τὴν ἴδια ἡμέρα, τὸ 1228, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὰ ὀνόματα Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνη.
Ὁ Ὅσιος Δαβίδ, κατὰ κόσμον Πέτρος, ἦταν ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Γιούρι Βλαντιμίροβιτς, ἡγεμόνος τοῦ Μούρωμ, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν πατέρα του, τὸ 1203. Ὅμως ὁ πρίγκιπας Πέτρος ἀρρώστησε ἀπὸ τὴ φοβερὴ νόσο τῆς λέπρας καὶ ἐθεραπεύθηκε μετὰ ἀπὸ ὄραμα ἀπὸ τὴ Φεβρωνία, θυγατέρα ἑνὸς ἁπλοϊκοῦ μελισσοκόμου ποὺ ἐζοῦσε στὸ χωριὸ Λάσκοβα τοῦ Ριαζάν, τὴν ὁποία καὶ ἐνυμφεύθηκε.
Οἱ ὑπεροπτικοὶ Βογιάροι δὲν ἄντεχαν νὰ βλέπουν ὅτι ἡ πριγκίπισσά τους δὲν εἶναι ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς καὶ ἐπίεζαν τὸν ἡγεμόνα Πέτρο νὰ τὴν ἀφήσει, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἡγεμόνες τους ἦσαν ἄνθρωποι εὐσεβεῖς καὶ φιλάνθρωποι.
Ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι τὸ ἱερὸ ζεῦγος ἔφυγε ἀπὸ τὸ Μούρωμ προσευχόμενο γιὰ τὴ δοκιμασία αὐτή. Σύντομα ὅμως οἱ κάτοικοι ἱκέτευαν γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους, ὅταν μετὰ ποικίλες δοκιμασίες, κατάλαβαν ὅτι ἀντιβαίνουν στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις τους.Καὶ οἱ δύο ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη τὴν ἴδια ἡμέρα, τὸ 1228, ἀφοῦ πρῶτα ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὰ ὀνόματα Δαβὶδ καὶ Εὐφροσύνη.
Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας
Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος ἐγεννήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας περὶ τὸ 1250. Ἔλαβε πολὺ καλὴ μόρφωση καί, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε νωρὶς τὴ σύζυγό του, ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡσυχαστὴ Νικηφόρο καὶ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἐπέδρασαν πνευματικὰ στὴν ψυχή του.
Ἔζησε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἔλεγξε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική του πολιτικὴ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ τὸν Παλαιολόγο (1259 – 1282) μὲ συνέπεια νὰ ἐγκλεισθεῖ στὴ φυλακή. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του καὶ λόγῳ τῆς ἁγίας ζωῆς του ὁ λαὸς τὸν ἐθεώρησε ὡς πνευματικό του πατέρα.
Περὶ τὸ 1324 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ ποιμένει θεοφιλῶς τὸ θεόλεκτο ποίμνιό του ἐπὶ 40 χρόνια. Τὰ κείμενα καὶ οἱ ὁμιλίες του,ποὺ διασώζονται, τὸ μαρτυροῦν περίτρανα. Θεωρεῖται πρόδρομος τῆς θεολογικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν ἄσκηση, τὴ νήψη καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πνευματικὸς διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος, θεόσοφος καὶ ὑψίνους ἐκκλησιαστικὸς ποιμένας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ σκηνὲς μεγάλης συγκινήσεως ἐκτυλίχθηκαν κατὰ τὴν ἐκδημία του. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ Β’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου.
Ἔζησε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου. Κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Κωνσταντινούπολη ἔλεγξε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστική του πολιτικὴ τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ τὸν Παλαιολόγο (1259 – 1282) μὲ συνέπεια νὰ ἐγκλεισθεῖ στὴ φυλακή. Μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του καὶ λόγῳ τῆς ἁγίας ζωῆς του ὁ λαὸς τὸν ἐθεώρησε ὡς πνευματικό του πατέρα.
Περὶ τὸ 1324 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Φιλαδελφείας καὶ ποιμένει θεοφιλῶς τὸ θεόλεκτο ποίμνιό του ἐπὶ 40 χρόνια. Τὰ κείμενα καὶ οἱ ὁμιλίες του,ποὺ διασώζονται, τὸ μαρτυροῦν περίτρανα. Θεωρεῖται πρόδρομος τῆς θεολογικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν ἄσκηση, τὴ νήψη καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος πνευματικὸς διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὁ Ἅγιος Θεόληπτος, θεόσοφος καὶ ὑψίνους ἐκκλησιαστικὸς ποιμένας, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ σκηνὲς μεγάλης συγκινήσεως ἐκτυλίχθηκαν κατὰ τὴν ἐκδημία του. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του τὴ Β’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου.
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος ὁ Διονυσιάτης
Ὁ Ὅσιος Δομέτιος, φίλος καὶ συνασκητὴς τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, τοῦ κτίτορος τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἐκατοικοῦσε στὰ Βουλευτήρια. Εἶδε καὶ αὐτὸς τὸ θεῖο ὅραμα, ἀπὸ τὸν Ἀντιάθωνα ποὺ κατόπιν ἀσκήτευε, νὰ εἶναι λαμπάδα ἀναμμένη ἐπάνω στὸ βράχο, ὅπου σήμερα ἡ μονὴ Διονυσίου.
Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του, ὁ Ὅσιος Διονύσιος παρέδωσε τὴν ποίμνη του στὸν εὐλογημένο Δομέτιο. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς ἀπὸ τὸ 1390 μέχρι τὸ 1405 καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία, ἀφοῦ ὡς ἡγούμενος ἐστάθηκε πατέρας καὶ ὑπόδειγμα καὶ ἄριστος ὁδηγὸς τῶν μοναχῶν.
Πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς του, ὁ Ὅσιος Διονύσιος παρέδωσε τὴν ποίμνη του στὸν εὐλογημένο Δομέτιο. Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς ἀπὸ τὸ 1390 μέχρι τὸ 1405 καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ μεγάλη ἡλικία, ἀφοῦ ὡς ἡγούμενος ἐστάθηκε πατέρας καὶ ὑπόδειγμα καὶ ἄριστος ὁδηγὸς τῶν μοναχῶν.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐκ Βάρνας
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Προκόπιος καταγόταν ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα μέρη τῆς Βάρνας καὶ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὡς ὑποτακτικὸς τοῦ γέροντος Διονυσίου. Ὡς μοναχὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή του.
Ἀργότερα, ἐγκατέλειψε τὴ μοναχικὴ ζωή, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ εὑρισκόμενος σὲ ἀπόγνωση, ἐξισλαμίσθηκε. Κατόπιν ὅμως, οἱ τύψεις συνειδήσεως ποὺ εἶχε γιὰ τὸ βαρὺ πνευματικὸ ὀλίσθημά του, τὸν ἐφεραν μὲ δάκρυα μετανοίας σὲ κάποιο πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ἐπῆρε τὶς ἀνάλογες συμβουλὲς παρηγοριᾶς καὶ ἀνανήψεως. Κατόπιν προσευχήθηκε μὲ θέρμη στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐξεκίνησε γιὰ τὸν κριτὴ τῆς πόλεως.
Μόλις ἔφθασε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἐπέταξε τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ ἐφοροῦσε στὴν κεφαλή του καὶ ἐφόρεσε τὸ μοναχικὸ σκοῦφο. Ἔπειτα ἔλεγξε μὲ τόλμη τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ Κύριό του.Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, τὸν ὁδήγησαν μὲ χλευασμοὺς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀλλ’ ὅταν διαπίστωσαν τὴ χαρὰ μὲ τὴν ὁποία ἐβάδιζε πρὸς τὸ μαρτύριο, οἱ δήμιοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τότε ἀνέλαβε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε κάποιος ἀρνησίχριστος, ποὺ ἐκλήθηκε γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὶς 25 Ἰουνίου 1810, ἡμέρα Σάββατο.
Ὁ Ὁσιομάρτυρας Προκόπιος καταγόταν ἀπὸ τὰ πλησιόχωρα μέρη τῆς Βάρνας καὶ ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν ἐπῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε στὴ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ὡς ὑποτακτικὸς τοῦ γέροντος Διονυσίου. Ὡς μοναχὸς διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιοτή του.
Ἀργότερα, ἐγκατέλειψε τὴ μοναχικὴ ζωή, ἔφθασε στὴ Σμύρνη καὶ εὑρισκόμενος σὲ ἀπόγνωση, ἐξισλαμίσθηκε. Κατόπιν ὅμως, οἱ τύψεις συνειδήσεως ποὺ εἶχε γιὰ τὸ βαρὺ πνευματικὸ ὀλίσθημά του, τὸν ἐφεραν μὲ δάκρυα μετανοίας σὲ κάποιο πνευματικό, στὸν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε καὶ ἐπῆρε τὶς ἀνάλογες συμβουλὲς παρηγοριᾶς καὶ ἀνανήψεως. Κατόπιν προσευχήθηκε μὲ θέρμη στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἐξεκίνησε γιὰ τὸν κριτὴ τῆς πόλεως.
Μόλις ἔφθασε ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἐπέταξε τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ ἐφοροῦσε στὴν κεφαλή του καὶ ἐφόρεσε τὸ μοναχικὸ σκοῦφο. Ἔπειτα ἔλεγξε μὲ τόλμη τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ Κύριό του.Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν τὸ ἀμετάθετο τῆς γνώμης τοῦ Μάρτυρος, τὸν ὁδήγησαν μὲ χλευασμοὺς στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀλλ’ ὅταν διαπίστωσαν τὴ χαρὰ μὲ τὴν ὁποία ἐβάδιζε πρὸς τὸ μαρτύριο, οἱ δήμιοι ἐφοβήθηκαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Τότε ἀνέλαβε καὶ τὸν ἀποκεφάλισε κάποιος ἀρνησίχριστος, ποὺ ἐκλήθηκε γιὰ τὸ λόγο αὐτό, στὶς 25 Ἰουνίου 1810, ἡμέρα Σάββατο.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐξ Ἀτταλείας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἐγεννήθηκε στὰ μέρη τῆς Ἀττάλειας ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς. Νήπιο ἀκόμα, ὁ Γεώργιος ἁρπάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀγᾶ Προύσαλη, κατὰ τὶς συνηθισμένες ἁρπαγὲς Χριστιανόπουλων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐξισλαμίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Μεχμέτ.
Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γάμου, ἐνυμφεύθηκε τὴ θυγατέρα τοῦ ἀγᾶ.
Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν θεοσεβῶν γονέων του, μία Χριστιανὴ ὑπηρέτρια τοῦ Γεωργίου, ὀνομαζόμενη Μαρία, ἀποκάλυψε σ’ αὐτὸν γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ του. Μὲ τὴν πρόφαση ὅτι θὰ ἐπήγαινε γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, ὁ Γεώργιος, μαζὶ μὲ τὴ Μαρία, ἦλθε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέμεινε γιὰ δύο χρόνια.
Κατόπιν ἔφθασε στὴν πόλη Κρήνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἐνυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Μαυρογιάννη.Ἐπιζητώντας τὸ μαρτύριο ὁ Γεώργιος, ἐπῆγε στὸ διοικητήριο καὶ ἐβοήθησε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο ὁ διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κρήνη πρώην πεθερός του, στὸν ὁποῖο μετὰ ἀπὸ λίγο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔρριψαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔχτύπησαν βάναυσα καὶ ἔβαλαν στοὺς πόδες του φάλαγγα καὶ στὴ συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεῦος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του. Τελικά, τὸ 1823, τὸν ἐκρέμασαν στὸν τοῖχο τῆς οἰκίας τοῦ Παντελάκη Φαρμάκη καὶ τὸν ἀαπγχόνισαν.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ἐγεννήθηκε στὰ μέρη τῆς Ἀττάλειας ἀπὸ γονεῖς εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς. Νήπιο ἀκόμα, ὁ Γεώργιος ἁρπάχθηκε ἀπὸ τὸν ἀγᾶ Προύσαλη, κατὰ τὶς συνηθισμένες ἁρπαγὲς Χριστιανόπουλων ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐξισλαμίσθηκε καὶ ὀνομάσθηκε Μεχμέτ.
Ὅταν ἦλθε σὲ ἡλικία γάμου, ἐνυμφεύθηκε τὴ θυγατέρα τοῦ ἀγᾶ.
Μὲ τὴν προτροπὴ τῶν θεοσεβῶν γονέων του, μία Χριστιανὴ ὑπηρέτρια τοῦ Γεωργίου, ὀνομαζόμενη Μαρία, ἀποκάλυψε σ’ αὐτὸν γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ τὸν τρόπο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ του. Μὲ τὴν πρόφαση ὅτι θὰ ἐπήγαινε γιὰ προσκύνημα στὴ Μέκκα, ὁ Γεώργιος, μαζὶ μὲ τὴ Μαρία, ἦλθε στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου παρέμεινε γιὰ δύο χρόνια.
Κατόπιν ἔφθασε στὴν πόλη Κρήνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἐνυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη Μαυρογιάννη.Ἐπιζητώντας τὸ μαρτύριο ὁ Γεώργιος, ἐπῆγε στὸ διοικητήριο καὶ ἐβοήθησε νὰ κατέβει ἀπὸ τὸ ἄλογο ὁ διερχόμενος ἀπὸ τὴν Κρήνη πρώην πεθερός του, στὸν ὁποῖο μετὰ ἀπὸ λίγο ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Τότε οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔρριψαν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔχτύπησαν βάναυσα καὶ ἔβαλαν στοὺς πόδες του φάλαγγα καὶ στὴ συνέχεια πυρακτωμένο χάλκινο σκεῦος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του. Τελικά, τὸ 1823, τὸν ἐκρέμασαν στὸν τοῖχο τῆς οἰκίας τοῦ Παντελάκη Φαρμάκη καὶ τὸν ἀαπγχόνισαν.
Ὁ Ἅγιος Νίκων ὁ Ἱερομάρτυρας τῆς Ὄπτινα
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων, κατὰ κόσμον Νικόλαος, ἐγεννήθηκε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1888 στὴ Μόσχα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Μητροφάνη καὶ τὴ Βέρα Μπελϋάεφ. Ἡ οἰκογένεια, μετὰ τὴν εὐλογημένη ἐπίσκεψη στὴν οἰκία τους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἔφερε τὸν Νικόλαο στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα.
Ἐδῶ ὁ Νικόλαος, στὶς 24 Μαΐου 1915, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νίκων καὶ ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο. Ἡ χειροτονία του εἰς διάκονον ἔγινε στὶς 30 Ἀπριλίου 1916 καὶ ἡ εἰς πρεσβύτερον στὶς 3 Νοεμβρίου 1917.
Τὰ χρόνια ὅμως ἦταν δύσκολα. Τὸ νέο καθεστὼς προέβαινε σὲ συλλήψεις καὶ φυλακίσεις Χριστιανῶν. Ἔτσι ἡ πρώτη σύλληψη τοῦ Νίκωνος γίνεται τὸ 1919. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ὄπτινα. Ἀλλὰ οἱ ἀρχὲς ἔκλεισαν τὴ μονὴ καὶ τὸν ἀγροτικὸ συνεταιρισμὸ αὐτῆς καὶ τὴν μετέτρεψαν σὲ μουσεῖο.Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ὁ Νίκων συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται στὸ στρατόπεδο Κεμπερμπούνκτ. Ἐδῶ παρέδωσε, ἀσθενής, μετὰ ἀπὸ κακουχίες, τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριό του, τὸ 1931, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων, κατὰ κόσμον Νικόλαος, ἐγεννήθηκε στὶς 26 Σεπτεμβρίου 1888 στὴ Μόσχα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Μητροφάνη καὶ τὴ Βέρα Μπελϋάεφ. Ἡ οἰκογένεια, μετὰ τὴν εὐλογημένη ἐπίσκεψη στὴν οἰκία τους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, ἔφερε τὸν Νικόλαο στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα.
Ἐδῶ ὁ Νικόλαος, στὶς 24 Μαΐου 1915, ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Νίκων καὶ ἄρχισε τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἄνοδο. Ἡ χειροτονία του εἰς διάκονον ἔγινε στὶς 30 Ἀπριλίου 1916 καὶ ἡ εἰς πρεσβύτερον στὶς 3 Νοεμβρίου 1917.
Τὰ χρόνια ὅμως ἦταν δύσκολα. Τὸ νέο καθεστὼς προέβαινε σὲ συλλήψεις καὶ φυλακίσεις Χριστιανῶν. Ἔτσι ἡ πρώτη σύλληψη τοῦ Νίκωνος γίνεται τὸ 1919. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ὄπτινα. Ἀλλὰ οἱ ἀρχὲς ἔκλεισαν τὴ μονὴ καὶ τὸν ἀγροτικὸ συνεταιρισμὸ αὐτῆς καὶ τὴν μετέτρεψαν σὲ μουσεῖο.Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ὁ Νίκων συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται στὸ στρατόπεδο Κεμπερμπούνκτ. Ἐδῶ παρέδωσε, ἀσθενής, μετὰ ἀπὸ κακουχίες, τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριό του, τὸ 1931, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου