Η Οσία Δομνίκη
Η Οσία Δομνίκη έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395 μ.Χ.), Λέοντος Α’ (457-474 μ.Χ.) και Ζήνωνος (474-475 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρθαγένη (Νέα Καρχηδόνα) της Ισπανίας. Κατά την θεία οικονομία πήγε στην Κωνσταντινούπολη, το 384 μ.Χ., μαζί με άλλες τέσσερις παρθένες, τη Δωροθέα, την Ευανθία, τη Νόννα και την Τιμοθέα και ύστερα από θεία αποκάλυψη βαπτίσθηκαν υπό του Πατριάρχου Νεκταρίου.
Η Οσία Δομνίκη ακολούθησε το μοναχικό βίο και εκγύμνασε τον εαυτό της πνευματικά με σκληρούς και πολλούς κόπους. Αφού έφθασε στη θέωση και αξιώθηκε να κάνει θαύματα και να διακρίνει τα μέλλοντα, η φήμη της αρετής της έγινε γνωστή και επέσυρε την προσοχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (408-450 μ.Χ.) και της βασίλισσας, οι οποίοι την επισκέπτονταν και της παρεχώρησαν τον τόπο και τα μέσα προκειμένου να ανεγείρει Μονή αφιερωμένη στον Άγιο Ζαχαρία. Εκεί η Οσία Δομνίκη έζησε
θεοφιλώς και κοιμήθηκε με ειρήνη σε μεγάλη ηλικία.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ.
Στην Αγία Γραφή η τοποθεσία αυτή λέγεται χείμαρρος Χορράθ κι
είναι συνδεδεμένη με πολλά ιστορικά γεγονότα.
Σ’ αυτό το μέρος είναι η σπηλιά στην όποια είχε κάποτε κρυβεί ο προφήτης Ηλίας (910 π.Χ.) για να γλιτώσει από την καταδίωξη του ασεβέστατου βασιλιά Αχαάβ και της ειδωλολάτριδας συζύγου του της Ιζάβελ.
Σ’ αυτή τη σπηλιά ο ζηλωτής προφήτης έμεινε μήνες και τρεφόταν κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Μερικά κοράκια του έφερναν πρωί και βράδυ ψωμί και κρέας.
Νερό έπινε από τον χείμαρρο. Όταν όμως κι από εδώ έλειψε το νερό, εξ αιτίας της ανομβρίας, ο προφήτης αναχώρησε κατ’ εντολή του Θεού στα Σάρεπτα της Σιδώνος.
Στη σπηλιά αυτή ύστερα από χρόνια ήρθε και κλείστηκε κι ο θεοπάτορας Ιωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα έμεινε εδώ νηστεύοντας και προσευχόμενος να του χαρίσει ο Θεός ένα παιδί, γιατί ήταν άτεκνος. Σ’ αυτό το διάστημα κι η σύζυγος του Άννα είχε παραμείνει στο σπίτι της και προσευχόταν θερμά. Με δάκρυα παρακαλούσε και ζητούσε να της λύσει ο Πανάγαθος Θεός την ατεκνία της. Πολύ συγκινητική είναι η προσευχή του Ιωακείμ, στη σπηλιά όπως μας την διέσωσε αρχαία παράδοση: «Ου καταβήσομαι», έλεγε μονολογώντας ο ευσεβής Ιωακείμ, «ούτε επί ποτόν, έως ότου επισκέψεταί με Κύριος ο Θεός μου και έσται μου η ευχή βρώμα και πόμα».
Και δεν κινήθηκε απ’ εκεί, παρά μονάχα, όταν ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των ευσεβών παιδιών του, εισήκουσε τη δέηση του και μ’ ένα άγγελο του διεμήνυσε το χαρμόσυνο μήνυμα, πώς θα αποκτούσε παιδί. Και πραγματικά. Την επόμενη χρονιά ο Ιωακείμ και η Άννα αξιωνόντουσαν να αποκτήσουν την κεχαριτωμένη Μαρία, τη Μητέρα του Θεού. Γι’ αυτό και το όνομα Θεοπάτορες, δηλαδή πρόγονοι κατά σάρκα του Σωτήρος μας Χριστού, του Θεού μας.
Από μία τυπική διάταξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων μανθάνουμε, πώς ο χείμαρρος ήταν κτήμα του Ιωακείμ, του πατέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εδώ υπήρχε και κήπος του ιδίου κι εδώ αργότερα κτίστηκε και Εκκλησία επ’ ονόματι της Παναγίας στην οποία διάφορες μέρες του χρόνου γινόντουσαν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις.
Σε τούτο το μέρος κτίστηκε κι η μονή της Παναγίας του Χοζεβά, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες μονές της Παλαιστίνης. Στην ιερά αυτή Μονή έζησαν την αγγελική ζωή της πλήρους αφιερώσεως χιλιάδες ευλαβείς ψυχές. Σ’ αυτή πέρασε κι ο άγιος Γεώργιος από τη νήσο Κύπρο, που είναι γνωστός με το επώνυμο Χοζεβίτης, τα περισσότερα χρόνια της ασκητικής ζωής του.
Η όλη περιοχή διακρίνεται για την αγριότητα της. Κι αυτή την περιοχή χωρίς άλλο θα είχε υπ’ όψη ο Κύριος, όταν έλεγε την παραβολή του ανθρώπου που περιέπεσε στους ληστές κι είναι γνωστή σαν παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
Καθ’ όλη τη διαδρομή του χειμάρρου υπάρχουν πολλά σπήλαια, τα οποία από ενωρίς προσείλκυσαν πολλούς αναχωρητές. Σ’ ένα από αυτά, που βρίσκεται από πάνω από τη Μονή, είχε εγκατασταθεί κάποτε ο άγιος Ιωάννης ο θαυματουργός, που είχε διατελέσει επίσκοπος της Καισαρείας κι ύστερα εγκατέλειψε την επισκοπή κι ήρθε στο μέρος αυτό να μονάσει.
Ο μεγάλος αυτός άγιος και θαυματουργός έκτισε την εκκλησία και τη Μονή στο όνομα της Παναγίας και καλλώπισε τον χώρο εκείνο έτσι, που σε λίγο καιρό χιλιάδες φιλέρημες ψυχές ήρθαν να ζήσουν την αγγελική ζωή.
Την ακμή της Μονής, στην οποία πολλά θαύματα γινόντουσαν από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και των γύρω ασκητηρίων, που στις αρχές του εβδόμου αιώνα φιλοξενούσαν πιο πολλές από πέντε χιλιάδες ψυχές, ανέκοψαν οι περσικές επιδρομές. Σαν καταιγίδα αληθινή είχαν ενσκήψει οι άγριες αυτές ορδές, που έσφαζαν, έκαιαν, ερήμωναν τα πάντα από εκεί που περνούσαν. Αυτή την εποχή καταστράφηκε κι ο άγιος ναός της Αναστάσεως και όλοι οι ναοί και τα μοναστήρια της Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)
1. Αυτό τον καιρό έζησε κι ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης που απ’ τον καιρό που ήταν παιδί το όνομα του έγινε συνώνυμο με την αρετή.
Η άγια αυτή μορφή γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Κύπρου μας από πολύ ευσεβείς κι ευκατάστατους γονείς. Τα πολλά αγαθά όμως που η ευσπλαχνία του Θεού τους είχε χαρίσει, δεν τους εμπόδισαν να ζούνε με απόλυτη υποταγή στο θέλημα Του. Με του Χριστού τα λόγια μεγάλωσαν και τα δύο παιδιά τους, τον Ηρακλείδη και τον Γεώργιο. Οι ευλαβείς γονείς απ’ αυτήν ακόμη τη βρεφική ηλικία φρόντισαν να ενσταλάξουν στην ψυχή και των δύο παιδιών τους τον σεβασμό προς το άγιο Όνομα του Θεού, μα και την υπακοή, την τυφλή υπακοή στο θέλημα Του. Κι οι κόποι τους όχι μόνο δεν πήγαν χαμένοι, αλλά και πλούσια ευλογήθηκαν από τον φιλάνθρωπο Πατέρα.
Ο Ηρακλείδης που ήταν κι ο πιο μεγάλος, όταν ενηλικιώθηκε, πήρε την ευχή των γονιών του και πήγε να προσκυνήσει τους τόπους που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε ο Χριστός μας. Η ευγενική και φιλόθρησκη ψυχή του νέου, σαν έφτασε στην Αγία Γη κι επισκέφθηκε τον Γολγοθά και τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, τόσο γοητεύθηκε, που πήρε την απόφαση να μείνει πια στα μέρη εκείνα για όλη του τη ζωή. Και πραγματικά.
Ο πιστός και φιλόθεος νέος, αφού γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε και στον Ιορδάνη. Περπάτησε με συνεπαρμένη ψυχή στον τόπο που κατά την παράδοση ο προφήτης της ερήμου βάπτισε τον Κύριο κι από εκεί προχώρησε στη Λαύρα του Καλαμώνας1 όπου και παρέμεινε αγωνιζόμενος τον αγώνα τον καλό, της αρετής τον αγώνα. Ο αδελφός του Γεώργιος, μικρός ακόμη παρέμεινε κοντά στους γονείς του και ξεχώριζε απ’ όλους τους συνομήλικες του στη φρονιμάδα και τη σεμνή ζωή.
2. Στα χρόνια τα δύσκολα, της εφηβείας τα χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε το καλό παιδί. Οι γονείς του αρρώστησαν και πέθαναν σε λίγο διάστημα ο ένας μετά τον άλλο. Εκείνος όμως, που βεβαιώνει με το Πανάγιο Πνεύμα του πώς το ορφανό και τη χήρα τα παίρνει πάντα υπό την ιδιαίτερη προστασία του, δεν εγκατέλειψε το πιστό παιδί.
Ένας θείος του φρόντισε και πήρε το παιδί κοντά του με όλα τα πράγματα και την κληρονομιά του με σκοπό σαν μεγαλώσει να τον συζεύξει με την επίσης μικρή και μονάκριβη θυγατέρα του. Επειδή όμως ο Γεώργιος απεστρέφετο την κοσμική ζωή κι η ψυχή του λαχταρούσε μια ανώτερη ζωή, την αγγελική ζωή, ένα πρωί έφυγε από το σπίτι καί πήγε σ’ ένα άλλο θείο του, που ήταν ηγούμενος σ’ ένα μοναστήρι.
Όταν ο πρώτος θείος έμαθε τι έγινε, πήγε στο μοναστήρι με σκοπό να ξαναπάρει τον Γεώργιο και να τον φέρει πίσω στο χωριό. Στην προσπάθεια του μάλιστα να επιτύχει τον σκοπό του, δεν δυσκολεύθηκε να φιλονεικήσει και με τον αδελφό του τον μοναχό. Αυτός όμως με ηρεμία και πραότητα του απήντησε:
Αδελφέ μου, ούτε έφερα τον νέο εδώ, ούτε και τον διώχνω. Άς απο φασίσει μόνος του, ο ίδιος, ό,τι θέλει. Ηλικίαν έχει…
3. Όταν ο νέος έμαθε τη φιλονικία των θείων του για το πρόσωπο του, σηκώθηκε κρυφά κι έφυγε από το μοναστήρι κι από την Κύπρο και τράβηξε προς την αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ. Εκεί σαν έφτασε, πήγε και γονάτισε και με ευλάβεια προσκύνησε τα πάνσεπτα προσκυνήματα της ευλογημένης πόλεως, κι ύστερα κατέβηκε προς τον Ιορδάνη.
Το άδολο γάλα της πίστεως με το οποίο από της βρεφικής ηλικίας τον πότισαν οι ευσεβείς γονείς του, τον σπρώχνει να βρει τον αδελφό του. Η ψυχή του ποθεί τη μακαρία ζωή, την αγγελική ζωή. Οι κίνδυνοι της αμαρτίας που αντίκριζε γύρω του, του έφερναν στ’ αυτιά καθαρά τον απόηχο της φωνής των αγγέλων προς τον Λώτ: «Σώζων σώζε την σ’ εαυτού ψυχήν» (Γεν. ιθ’, 17). Δηλαδή κοίταξε πώς θα σώσεις την ψυχή σου.
Η ματαιότητα των φθαρτών αυτού του κόσμου συνετάραττε το είναι του. Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα σκεπτόταν κι επανελάμβανε μόνος του. Οδηγούμενος από το προσκλητήριο διάγγελμα του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείται μοι» προχώρησε και τράβηξε προς τη Λαύρα του Καλαμώνας στην οποία, όπως είχε μάθει, βρισκόταν ο αδελφός του.
1. Η Λαύρα του Καλαμώνας βρισκόταν κοντά στο σημερινό μοναστήρι του Αββά Γερασίμου εκεί στον Ιορδάνη.
Χωρίς κανένα ενδοιασμό σαν τον συνάντησε έπεσε στα πόδια του και του φανέρωσε τον πόθο και την απόφαση του να μείνει κοντά του. Εκείνος παρά τη μυστική χαρά που δοκίμασε για την αγία διάθεση του αδελφού του. βλέποντας τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε να τον κρατήσει κοντά του και τον συνώδευσε στη Μονή της Παναγίας του Χοζεβά στον εκεί ηγούμενο, που ήταν και φίλος του και του τον παρέδωσε. Αυτός δε επέστρεψε στο μοναστήρι του.
Ο ηγούμενος από την πρώτη στιγμή εξετίμησε τον ένθεο ζήλο του νεαρού Γεωργίου και τον κατηύθυνε με φόβο Θεού στης ασκητικής ζωής τα σκαλοπάτια. Η βαθιά ταπείνωση του νέου, η υπακοή κι η προθυμία του να εκτελεί πάσαν εργασία της μονής, ενεθάρρυναν τον ηγούμενο, ώστε σε λίγο καιρό να προχωρήσει στην κουρά του νέου σε μοναχό, και να τον αναθέσει σ’ ένα προκομμένο γέροντα σαν συμβοηθό του στο διακόνημα του νεοκηπίου που είχε.
Με αχώριστο σύντροφο τον ενθουσιασμό ο νεαρός μοναχός περνά την καθημερινή ζωή του ανάμεσα σε νηστείες, αγρυπνίες και πολύωρες προσευχές. Εμπνεόμενος από τον φλογερό ζήλο του υποβάλλει τον εαυτό του σε πολλούς κόπους για τελειότερη ζωή. Δυστυχώς ο γέροντας του παρά τις πολλές του αρετές δεν τον βοηθά και πολύ στην ευγενική του προσπάθεια. Ήταν άνθρωπος σκληρός και με το «ψύλλου πήδημα» τον απόπαιρνε σε βαθμό αποκαρδιωτικό.
Κάποια μέρα μάλιστα ο γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του στον χείμαρρο να φέρει νερό. Επειδή όμως το νερό ήταν μαζεμένο και τα καλάμια και τα ξύλα που ήσαν μπροστά ήταν πολύ πυκνά κι ο νέος ήταν ντυμένος τα ενδύματα του, δεν μπόρεσε να περάσει με το δοχείο του νερού κι επέστρεψε άπρακτος.
Ο γέροντας σαν είδε τον νέο χωρίς το νερό θύμωσε και του είπε να βγάλει το ιμάτιο του, να φορέσει μόνο το επάνω ράσο του και χωρίς να αντείπει υπάκουσε και πήγε. Επειδή όμως αυτός άργησε και στο μεταξύ κτύπησε ο κώδωνας για το τραπέζι, ο γέροντας έκρυψε το ιμάτιο του παιδιού και πήγε στο φαγητό. Όταν ο νέος επέστρεψε και δεν βρήκε ούτε το ιμάτιο του, ούτε τον γέροντα, πήγε στη μονή χωρίς το ζωστικό και κτύπησε την πόρτα.
Όταν ο μοναχός που ήρθε να του ανοίξει τον είδε έτσι γυμνό, τον ρώτησε τι του συνέβη. Κι όταν ο νεαρός του εξήγησε, πήγε και του έφερε ένα ιμάτιο, το όποιο φόρεσε και μπήκε στο μοναστήρι. Τη στιγμή που έμπαινε, ο γέροντας που τον είδε εκεί μπροστά από τους τάφους των αγίων πέντε Πατέρων, χωρίς οίκτο και με θυμό αδικαιολόγητο του έδωκε ένα δυνατό ράπισμα λέγοντας του:
- Γιατί άργησες;
Την ίδια στιγμή το χέρι τού γέροντα ξηράνθηκε ολόκληρο και δεν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ο αββάς από την τιμωρία που τον βρήκε, έπεσε μπροστά στα πόδια του νεαρού υποτακτικού του και τον παρακαλούσε λέγοντας:
— Παιδί μου, συγχώρεσε με και μη με φανερώσεις. Έφταιξα. Πολύ έφταιξα. Μη με διαπομπεύσεις, αλλά παρακάλεσε τον Θεό να με συγχωρήσει και να με κάμει καλά.
Ο νεαρός μοναχός βαθιά λυπημένος για το πάθημα του γέροντα, του είπε με ταπείνωση και συντριβή:
— Πήγαινε, πάτερ, εκεί στους τάφους των αγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια κι αυτοί θα σε θεραπεύσουν.
Ο γέροντας όμως επέμενε.
Παιδί μου, σε σένα έφταιξα. Συ παρακάλεσε τον Θεό να με σπλαχνιστεί και να με συγχωρήσει.
Τότε ο νεαρός, αφού πήρε από το χέρι τον γέροντα, τον οδήγησε εκεί στους τάφους κι αφού έβαλαν βαθιά μετάνοια, προσευχήθηκαν και το θαύμα έγινε. Το χέρι ξαναγύρισε στη φυσική του κατάσταση. Μα κι η ψυχή του γέροντα μαλάκωσε. Ο θυμός παραμέρισε κι η πραότητα μαζί με τη συγκατάβαση στήσανε στην καρδιά του τον θρόνο τους.
Παρά την αποχώρηση του νεαρού μοναχού από τη σκηνή του θαύματος, τούτο έγινε γρήγορα γνωστό σ’ όλη την αδελφότητα. Από τη στιγμή εκείνη όλοι οι μοναχοί με ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό άρχισαν να περιβάλλουν τον νέο και για το θαύμα του να μιλούν. Κι αυτός από φόβο μήπως πιαστεί στα δίχτυα της υπερηφάνειας, σηκώθηκε μια βραδιά κι εγκατέλειψε το μοναστήρι και τράβηξε στη Λαύρα που βρισκόταν ο αδελφός του.
Εκεί με αυστηρή εγκράτεια στόλισε τη ζωή του και με τη νηστεία και τη σκληρή άσκηση νέκρωσε το σώμα του, ώστε οι προσβολές του εχθρού να μη μπορούν να τον επηρεάσουν. Καμιά υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια δεν υπεισερχόταν στις σκέψεις του. Το θέλημα τού Κυρίου σαν φωτεινός φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του και του φώτιζε τον δρόμο του. Ζούσε όμως σαν ουράνιος άνθρωπος, μα και επίγειος άγγελος. Ζωή «πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάννη α’, 14) είχε καταντήσει η ζωή του. Πηγή ακένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων που προκαλούν στ’ αλήθεια κατάπληξη.
Ένα τέτοιο θαύμα ήταν και τούτο. Κάποια μέρα ένας γεωργός από την Ιεριχώ, γνωστός και φίλος των δύο ασκητών, ήρθε στη Λαύρα, με ένα ζεμπίλι από διάφορους καρπούς που γεωργούσε και κτύπησε τη θύρα του κελιού τους.
Ο Γεώργιος πήγε κι άνοιξε την πόρτα και τον προσκάλεσε να μπει μέσα. Ο επισκέπτης μόλις μπήκε έβαλε μια μετάνοια κι αφού τοποθέτησε το ζεμπίλι με τα δώρα παρακάλεσε θερμά τους αβάδες να ευλογήσουν τους καρπούς οπότε κάτω από αυτούς με μεγάλη έκπληξη τι βλέπουν;
Ένα νήπιο νεκρό. Ήταν το νεογέννητο παιδί του επισκέπτη που είχε αποθάνει κι αυτός το έφερε στους αβάδες με τη γλυκιά ελπίδα πώς αυτοί θα μπορούσαν να το αναστήσουν και να του το ξαναδώσουν ζωντανό. Ο αβάς Ηρακλείδης σαν το είδε με τρόμο και ταραχή είπε στον αδελφό του: «Πήγαινε και κάλεσε τον άνθρωπο να ‘ρθει να πάρει το ζεμπίλι με τα πράγματα που έφερε. Μας βάζει, πες του σε μεγάλο πειρασμό, Κύριε, αναφώνησε, ελέησε μας τους αμαρτωλούς»Ο αβάς Γεώργιος όμως που ήταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, έβαλε στον αδελφό του μετάνοια και με σεβασμό του είπε:
Πάτερ μου, μη στενοχωρείσαι και μη ταράττεσαι.
Αλλά έλα να παρακαλέσουμε με πίστη τον Πολυεύσπλαχνο και Πανοικτίρμονα Θεό να κάμει το θαύμα του. Κι αν μας ακούσει η ευσπλαχνία του κι αναστήσει το παιδί, ευλογημένο ας είναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομα Του. Τότε καλούμε τον πατέρα και του δίνουμε το παιδί του, όπως πίστεψε. Αν όμως η αγαθότητα του Θεού δεν θελήσει, για λόγους που γνωρίζει Εκείνος, να γίνει το θαύμα, τότε πάλι καλούμε τον πατέρα και του εξηγούμε, πώς κι εμείς αμαρτωλοί άνθρωποι είμεθα και δεν έχουμε τέτοια παρρησία, ώστε να επιτύχουμε αυτό που ποθεί τόσο εκείνος, όσο κι εμείς. Στα λόγια του Γεωργίου ο αβάς Ηρακλείδης πείσθηκε.
Τότε κι οι δύο οι πατέρες αφού γονάτισαν, με δάκρυα στα μάτια και καρδιά ραγισμένη άρχισαν να προσεύχονται… Δεν πέρασε πολλή ώρα και το θαύμα έγινε. Ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των παιδιών του που γίνονται με πίστη, άκουσε και των πιστών αβάδων την παράκληση. Το νεκρό παιδί κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια κι αφήκε ένα ελαφρό κλαψούρισμα. Οι ευλαβείς ασκητές με την ψυχή πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη άνοιξαν την πόρτα κι κάλεσαν μέσα τον πατέρα του παιδιού και του είπαν:
-Αδελφέ μας, η αγάπη του Θεού, κατά την πίστη που έδειξες σ’ Αυτόν, σου δίνει το παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το και δόξαζε τον με όλη σου την ψυχή, αλλά και μην αναφέρεις σε κανένα τίποτα από ότι έγινε.
Ο ευλαβής πατέρας με δάκρυα χαράς πήρε στην αγκαλιά του το αγαπημένο του παιδί και βγήκε δοξολογώντας από τα βάθη της ψυχής του τον φιλάνθρωπο Θεό. Έφυγε κι αφήκε πίσω τους αβάδες να συνεχίζουν τον αγώνα τους. Αγώνα κουραστικής σκληραγωγίας του κορμιού, αγώνα συνεχούς προσευχής.
Έτσι περνούσε κάθε μέρα η ζωή τους με ευλάβεια και ειρήνη και ταπείνωση και ζηλευτή γενικά αρετή. Ποτέ τους δεν καταδέχτηκαν να αντιμιλήσουν ο ένας στον άλλο ή να λυπήσουν κανένα. Ο αβάς Ηρακλείδης είχε πολλή πραότητα κι υπομονή και ταπείνωση. Κι αυτές τις αρετές τις κράτησε με παραδειγματικό ζήλο και προσοχή μέχρι της ημέρας που ο μεγάλος Πατέρας τον κάλεσε να αφήσει τούτο τον κόσμο και να μεταπηδήσει στη χώρα του ουρανού και της αιώνιας ευτυχίας και χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια και τάφηκε εκεί στους τάφους των οσίων Πατέρων. Στον ουρανό τώρα πρεσβεύει για όλο τον κόσμο κι ιδιαίτερα για την πατρίδα, τη μαρτυρική Κύπρο μας.
Ύστερα από τον θάνατο του αβά Ηρακλείδη, αδελφού ομογάλακτου, συμμοναστού όμως και συναθλητού του αβά Γεωργίου, τότε κι αυτός εγκατέλειψε τη Λαύρα και ξαναγύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά από το οποίο ξεκίνησε.
Και στο περιβάλλον αυτό η ζωή του ταπεινού αβά συνεχίζεται σαν την προηγούμενη του ζωή στη Λαύρα. Κι εδώ η αυστηρή νηστεία, μαζί με την υπερβολική αγρυπνία και θερμή προσευχή αποτελούν την καθημερινή του ενασχόληση. Η νηστεία μάλιστα στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό του, όπως μας λέει ο μαθητής του ο όσιος Αντώνιος, αυτός που έγραψε και τη βιογραφία του, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αλλά και στη μελέτη και την προσευχή είχε ξεπεράσει όλους εκεί τους συμμοναστές του. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούσε να έλεγε για τη ζωή του. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. β’, 20). Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν τον θαύμαζαν. Κι οι δαίμονες τον έτρεμαν για την αυταπάρνηση και την υπομονή του.
Όταν οι Πέρσες έφτασαν στη Δαμασκό, ο όσιος που την ήμερα καθόταν έξω απ’ το κελί του και ζεσταινόταν στον ήλιο, γιατί από την υπερβολική εγκράτεια είχε καταντήσει πολύ αδύνατος, με θείο όραμα προέβλεψε την καταστροφή της χώρας.
Οι αμαρτίες των ανθρώπων της εποχής εκείνης που κατοικούσαν στα μέρη εκείνα της Συρίας και της Παλαιστίνης είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο. Όταν μάλιστα οι Πέρσες είχαν προχωρήσει και περικυκλώσει την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, τότε οι αδελφοί του κοινοβίου και πολλοί από αυτούς που έμεναν σε κελιά έφυγαν για την Αραβία ή πήγαν και κρύφτηκαν στα σπήλαια και στον καλαμώνα. Μαζί μ’ αυτούς με την επιμονή των πατέρων πήγε κι ο γέροντας Γεώργιος.
Εκεί τον βρήκαν οι Πέρσες και τον πήραν κι αυτόν αιχμάλωτο μαζί με άλλους. Πολλούς απ’ αυτούς κατάσφαξαν. Μεταξύ αυτών κι ένα γέροντα εκατόν περίπου χρόνων με άγια ζωή, τον αβά Στέφανο τον Σύρο. Τον άγιο Γεώργιο τον σεβάστηκαν σαν τον είδαν έτσι αδύνατο και ευλαβή, του έδωκαν μάλιστα κι ένα ζεμπίλι με ψωμιά κι ένα δοχείο με νερό και τον αφήκαν ελεύθερο λέγοντας του: «Όπου θέλεις πήγαινε, γέρο, να σώσεις τον εαυτό σου».
Ο άγιος κατέβηκε στον Ιορδάνη τη νύκτα και κρυβόταν εκεί μέχρις ότου έφυγαν οι Πέρσες προς τη Δαμασκό μαζί με τους αιχμαλώτους που πήραν κι από την αγία πόλη των Ιεροσολύμων. Μαζί τους είχαν και τον επίσκοπο Ιεροσολύμων τον Ζαχαρία και τον Τίμιο ΣταυρόΟ γέροντας αφού περιπλανήθηκε ένα διάστημα σε διάφορα μέρη, στο τέλος γύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά όπου παρέμεινε μέχρι του θανάτου του.
Αυτή την περίοδο ο όσιος παρά την ηλικία του ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση. Το «παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαό μου» το έκαμε βίωμα του και σύνθημα ζωής. Καθημερινά έβγαινε από το κελί του και δίδασκε και στήριζε τους αδελφούς και τους πολλούς επισκέπτες. Μαζί με τη διδασκαλία του ο όσιος πρόσφερε και τα πολλά θαύματα του. Πολύ τον χαρίτωσε ο Κύριος τούτο τον καιρό.
Πηγή χαριτόβρυτη κι ανεξάντλητη θαυμάτων έμεινε μέχρι της ημέρας που κοιμήθηκε.
Ειρηνικά και ήσυχα ένα πρωινό ο άγιος μας αφήκε το πνεύμα του να πετάξει κοντά στον Κύριο που αγάπησε με όλη την ψυχή του κι έζησε για τη δόξα του. «Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος». Ποικίλες θεραπείες προσφέρει ο όσιος μας και μετά την κοίμηση του σ’ εκείνους που με ευλάβεια και πίστη στον Θεό ζητούν τη μεσιτεία του.
Η μνήμη του αθάνατη θα μένει στους αιώνες και το παράδειγμα του ζωντανό θα καλεί τις γενεές των ανθρώπων και μάλιστα της Νήσου των Αγίων, της Κύπρου μας στην αγάπη του Χριστού. Ναι! στην αγάπη του Χριστού, γιατί μόνο η αγάπη του Χριστού κι η προσήλωση μας στο θέλημα του ομορφαίνει τη ζωή μας και της δίνει νόημα και ασφάλεια κι αξία.
Είναι καιρός, όλοι όσοι κατοικούμε τούτο τον τόπο να συνειδητοποιήσουμε πώς το όνομα «χριστιανός» δεν είναι ένα κενό όνομα κι ένας κληρονομικός τίτλος χωρίς ευθύνη. Το όνομα, το τιμημένο όνομα χριστιανός, είναι περισσότερο τρόπος σκέψεως κι ένας κανόνας ζωής. Είναι «αίρεσις βίου». Καθένας από μας είναι υποχρεωμένος την κάθε μέρα να δίνει «την μαρτυρία Ιησού Χριστού». Κι αυτή η μαρτυρία δεν είναι μία πράξη ανώδυνη.
Σε πολλές περιστάσεις η μαρτυρία Ιησού Χριστού καταντά διωγμός «ένεκεν δικαιοσύνης». Κι ακόμη μαρτύριο και θάνατος για χάρη του Χριστού και του Ευαγγελίου του. Σήμερα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ο κάθε πιστός πρέπει να είναι αθλητής της πίστεως. Της πίστεως, την οποία πρέπει να είναι έτοιμος να ομολογήσει και να βεβαιώσει με την πολιτεία του.
Να βεβαιώσει δηλαδή ότι καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Μαζί με τον θείο Απόστολο Παύλο καθένας από μας πρέπει να είναι έτοιμος να επαναλάβει το «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»;
Και με πεποίθηση ακλόνητη στη δύναμη που χαρίζει ο Χριστός, σ’ εκείνους που με αληθινή πίστη τον επικαλούνται, να δίνει και την απάντηση, όπως την έδινε η φάλαγγα των αγίων, οσίων, πατέρων και μαρτύρων της εκκλησίας μας, όπως την έδινε ο μεγάλος άγιος μας Γεώργιος ο Χοζεβίτης με τα λόγια και πάλιν του θείου Παύλου:
«Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η’, 25, 38, 39).
Άγιε Γεώργιε του Χοζεβά, αγλάϊσμα των Πατέρων, δόξα των οσίων, τρανό υπόδειγμα βαθιάς πίστεως και ευσέβειας, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Πρέσβευε, άγιε Πάτερ, και εύχου η πατρίδα σου Κύπρος και πατρίδα μας. να ιδεί μια ώρα γρηγορότερα την ποθητή ελευθερία και τη λύτρωση από τα ανήκουστα δεινά που περνά. Αμήν.
Απολυτίκιο Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Γεωργήσας τον λόγον, Πάτερ της χάριτος, δικαιοσύνης εδρέψω
καρποφορίαν λαμπράν, ως την ένθεον ζωήν αιρετισάμενος, όθεν της δόξης
κοινωνός, ανεδείχθης του Χριστού, Γεώργιε Θεοφόρε. Ω και πρεσβεύεις
απαύστως, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.
Ο Προφήτης Σαμέας
Ο Άγιος Σαμέας είναι ένας εκ των Προφητών που έζησε κατά την περίοδο
της Παλαιάς Διαθήκης και το βιβλίο του, όπως μαθαίνουμε από το Β’
Παραλειπομένων (βιβλίο της Π. Διαθήκης), χάθηκε. Ο Προφήτης Σαμέας
εμπόδισε τον Ροβοάμ, υιό του Σολομώντα, να κινήσει πόλεμο κατά των
δώδεκα φυλών για την αποστασία αυτών.
Οι Άγιοι Ιουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος, Αναστάσιος και Αντώνιος οι Μάρτυρες
Ο Άγιος Ιουλιανός καταγόταν από την Αίγυπτο και διέμενε στην
Αντινοούπολη κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και
Μαρκιανού, ηγεμόνα της Αντινοουπόλεως της Αιγύπτου. Νυμφεύθηκε την Αγία
Βασίλισσα αλλά στην συνέχεια έγιναν και οι δύο Μοναχοί. Ο Άγιος έγινε
Ηγούμενος στη Μονή που μόναζε και είχε υπό την Πνευματική του φροντίδα
δύο χιλιάδες Μοναχούς, που αυξήθηκαν λόγω του διωγμού κατά των
Χριστιανών και της παραμονής στη Μονή πολλών Επισκόπων και Μοναχών, οι
οποίοι κατέφυγαν εκεί για να σωθούν. Ο Μαρκιανός, όταν έμαθε γι’ αυτό,
έκαψε την Μονή και συνέλαβε τον Άγιο Ιουλιανό.Υποβλήθηκε σε φοβερά βασανιστήρια. Τον ξάπλωσαν στο έδαφος και τον κτυπούσαν αλύπητα. Έπειτα τον περιτύλιξαν με σιδερένια δεσμά και του συνέτριψαν τα οστά. Όταν ένας υπηρέτης, που είχε χάσει το ένα του μάτι, πίστεψε στον Χριστό και θεραπεύτηκε από τον Μάρτυρα, τον υπηρέτη αυτόν τον αποκεφάλισαν.
Στον Χριστό επίσης πίστεψαν, ο υιός του ηγεμόνα, Κέλσιος μαζί με είκοσι δεσμοφύλακες, επειδή είδαν έναν νεκρό που αναστήθηκε με τις προσευχές του Αγίου. Έπειτα τον έριξαν μέσα σε πυρακτωμένο λέβητα.
Συγχρόνως έριξαν μέσα στον λέβητα και τα επτά παιδιά του άρχοντα, τα οποία ήδη είχαν πιστέψει στον Χριστό και τον ιερέα Αντώνιο, καθώς και τον άνθρωπο που είχε αναστηθεί με τις προσευχές του Ιουλιανού, τον Αναστάσιο. Επειδή όμως, με τη χάρη του Κυρίου, όλοι τους βγήκαν από το λέβητα χωρίς να έχουν πάθει το παραμικρό, πίστεψαν πολλοί στον Χριστό μαζί με την μητέρα του Κελσίου.
Ακολούθως οδήγησαν του Αγίους ενώπιον του ηγεμόνα.
Αμέσως όμως, με την δύναμη της προσευχή τους, τα είδωλα που ήταν μέσα στο ναό έγινα κομμάτια και ο ναός κατακλύσθηκε από τα νερά. Στη συνέχεια έβαλαν τους Αγίους, με δεμένα τα άκρα των χεριών και των ποδιών τους, επάνω σε δεμάτια παπύρων. Τα δεμάτια αυτά είχαν καταβρέξει με λάδι και τους έβαλαν φωτιά.
Επειδή όμως η φωτιά δεν προξένησε στους Αγίους καμία ζημιά, οι δήμιοι έγδαραν τις τίμιες κεφαλές του Ιουλιανού και του Κελσίου, του δε Αντωνίου του έβγαλαν τα μάτια με σιδερένια νύχια, ενώ την μητέρα του Κελσίου την κρέμασαν.
Ύστερα από αυτά, παρέδωσαν τους Αγίους σε άγρια θηρία. Επειδή αυτοί οι μακάριοι και εδώ διαφυλάχθηκαν σώοι και αβλαβείς, οι δήμιοι απέκοψαν τις τίμιες κεφαλές αυτών. Η σύναξή τους τελείται στο Μαρτύριο αυτών, που ήταν πλησίον του Φόρου. Η μνήμη των εγκαινίων του ναού του Αγίου Μάρτυρα Ιουλιανού εορτάζεται στις 5 Ιουλίου.
Ο Άγιος Καρτέριος ο Ιερομάρτυρας
Ο Άγιος Καρτέριος ήταν ιερέας και διδάσκαλος των Χριστιανών κατά την
εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) και όταν ηγεμόνας
Καισαρείας της Καππαδοκίας ήταν ο Ουρβανός.Ο Καρτέριος ανήγειρε έναν οίκο προσευχής. Εκεί μάζευε τα πλήθη των Χριστιανών και τα δίδασκε να λατρεύουν μόνο τον Χριστό, που είναι ο μόνος αληθινός Θεός.
Για τη διδασκαλία του αυτή οι ειδωλολάτρες τον κατήγγειλαν στον ηγεμόνα. Ο Άγιος για να αποφύγει την σύλληψη, θεώρησε καλό να κρυφτεί. Τότε εμφανίστηκε σε αυτόν ο Κύριος και του είπε: «Πήγαινε, Καρτέριε, και εμφανίσου σε εκείνους που σε ζητούν. Εγώ θα είμαι μαζί σου. Πρέπει εσύ να πάθεις πολλά για το όνομά μου, πολλοί εξ ‘αιτίας σου θα πιστέψουν σε εμένα και θα σωθούν». Ο Άγιος, ύστερα από αυτό το Θείο όραμα, ένιωσε απερίγραπτη χαρά και, αφού ανέπεμψε ευχαριστία στο Θεό, πήγε και παρουσιάσθηκε στους διώκτες του.
Αμέσως τότε τον έκλεισαν στη φυλακή. Έπειτα τον οδήγησαν μπροστά στον ηγεμόνα, ο οποίος του έδωσε εντολή να θυσιάσει στο είδωλο του ψεύτικου θεού Σαράπη. Ο Άγιος όμως, με την προσευχή του, συνέτριψε το άγαλμα αυτό.
Τότε δόθηκε εντολή σε δέκα έξι στρατιώτες να τον χτυπήσουν αλύπητα με ραβδιά. Καταπάνω του έπεσαν και τέσσερις άλλοι δήμιοι και τον βασάνισαν. Στην συνέχεια τον κρέμασαν σ’ ένα δένδρο και με ξυράφι του αφαίρεσαν τα νύχια των χεριών και των ποδιών του. Έπειτα του καταξέσχισαν με σιδερένια νύχια όλο του το σώμα.
Αλλά ο Άγιος, με την εμφάνιση Αγγέλου, που είχε αποσταλεί από τον Κύριο, ξεπέρασε τα βάσανα και οι πληγές του σώματός του θεραπεύθηκαν.
Τα φρικτά βασανιστήρια συνεχίσθηκαν. Του τρύπησαν με σίδερο μυτερό τους αστραγάλους και με πυρακτωμένο υνί αλετριού του κτύπησαν το στήθος, μετά τον έβαλαν να καθίσει σε πυρακτωμένο σιδερένιο τηγάνι και έπειτα τον έριξαν σε σκληρά δεσμά.
Τη νύχτα, εμφανίστηκε ο Κύριος, ο οποίος τον θεράπευσε, τον απάλλαξε από τα δεσμά και τον έβαλε να σταθεί έξω από την θύρα της φυλακής. Τότε πολλοί που τον είδαν υγιή πήγαν κοντά του, βαπτίζονταν και θεραπεύονταν από ασθένειες που τους βασάνιζαν.
Ύστερα από αυτά, υπέβαλαν τον Άγιο και σε άλλα, ακόμη πιο σκληρά βασανιστήρια. Τον έδεσαν χειροπόδαρα σε ογκόλιθους, τον κτυπούσαν με ραβδιά στην κοιλιά και τον κατέκαψαν ρίχνοντας επιπλέον θειάφι και πίσσα στις πληγές του. Και τα μαρτύρια συνεχίζονταν. Ο Άγιος δοξολογώντας το Όνομα του Αγίου Τριαδικού Θεού, έμεινε αλώβητος.
Κάποιος όμως από τους παρευρισκομένους εκεί Ιουδαίους, εξοργίσθηκε πάρα πολύ, γιατί ο Άγιος μετά από κάθε βασανιστήριο διασωζόταν. Σήκωσε, λοιπόν, το δόρυ του, κτύπησε με μανία τον Άγιο στην πλευρά και του επέφερε τον θάνατο. Από την πληγή που άνοιξε το κτύπημα του δόρατος στον Άγιο, έτρεξε πρώτα νερό και μάλιστα τόσο πολύ, που έσβησε και την ίδια τη φωτιά της καμίνου, στην οποία τον είχαν ρίξει. Ύστερα όμως έτρεξε αίμα και ο Άγιος Καρτέριος, που τόσο καρτερικά υπέμεινε τα βάσανα για την αγάπη του Χριστού, παράδωσε την ψυχή του στα χέρια του Θεού.
Οι Άγιοι Θεόφιλος και Ελλάδιος οι Μάρτυρες
Οι Άγιοι αυτοί Μάρτυρες ήταν Λίβυοι στην καταγωγή. Επειδή διακήρυτταν την πίστη τους στον Χριστό, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ανθύπατο. Δεν δείλιασαν όμως καθόλου ενώπιον του άρχοντα, αλλά παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους. Για τον λόγο αυτό βασανίστηκαν σκληρά. Πρώτα τους καταξέσχισαν ο σώμα με αιχμηρά σιδερένια όργανα και έπειτα, αφού τους έδεσαν, τους κατέκαψαν με φωτιά και πυρακτωμένα σίδερα. Έτσι μαρτύρησαν και έλαβαν τον αμαράντινο στέφανο της δόξας του θεού.
Ο Άγιος Αττικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Περί τις αρχές του 406 μ.Χ., εξελέγη Πατριάρχης, διαδεχθείς τον κοιμηθέντα Πατριάρχη Αρσάκιο. Επί της Πατριαρχίας του, το 415 μ.Χ., τελέσθηκαν τα εγκαίνια του επανακτισθέντος ναού της Αγίας Σοφίας, που πυρπολήθηκε το 404 μ.Χ. κατά την εξέγερση του λαού της Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της εξορίας του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο Άγιος βάπτισε, το 421 μ.Χ., Χριστιανή την Αθηναΐδα, κόρη του Αθηναίου σοφιστή Λεοντίου, που της έδωσε το όνομα Ευδοκία και ευλόγησε τον γάμο της με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’.
Ήταν ελεήμων και φιλάνθρωπος και όλος ο κόσμος γνώριζε τις αγαθοεργίες του, την πλούσια και φιλάνθρωπη διάθεσή του για τους πάσχοντες και τους πτωχούς. Σε επιστολή του δε προς τον πρεσβύτερο Καλλιόπιο, που ήταν ιερέας στη Νίκαια, συνιστά να μην γίνονται κατά τις αγαθοεργίες διακρίσεις θρησκευτικών φρονημάτων, αλλά η βοήθεια να δίδεται προς όλους ανεξαίρετα.
Χάρη στην πολλή του αγάπη και μετριοπάθεια πολλοί από του αιρετικούς επανέρχονταν στην Ορθοδοξία.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το επεισόδιο με τον Επίσκοπο Συνάδων Θεοδόσιο, ο οποίος κατεδίωκε τους οπαδούς της αίρεσης του Μακεδόνιου, που είχαν αποκοπεί από την τοπική Εκκλησία υπό τον Επίσκοπο Αγαπητό. Ο Θεοδόσιος θέλοντας να εντείνει τον διωγμό κατά των αιρετικών ζήτησε απ’ ευθείας την βοήθεια του αυτοκράτορα.
Ο αυτοκράτορας, που γνώριζε τη σύνεση και μετριοπάθεια του Πατριάρχη, συνεχώς ανέβαλλε, ο δε Θεοδόσιος επέμενε. Όμως οι μετριοπαθείς ενέργειες του Πατριάρχη και η προσευχή του έφεραν τους καρπούς τους. Ο Επίσκοπος Αγαπητός και όλο το ποίμνιό του προσήλθε στην Ορθοδοξία με μόνη απαίτηση να μείνει υπό την ποιμαντορία του Αγαπητού.
Για αν γίνει αυτό, αφού οι Κανόνες δεν επιτρέπουν την συνύπαρξη δύο Επισκόπων στην ίδια Επισκοπή, έπρεπε να θυσιασθεί ο Θεοδόσιος. Και επειδή αυτός είχε φήμη φιλοχρήματου και πλεονέκτη, ο Άγιος Αττικός δεν δίστασε. Κατέστησε τον Αγαπητό Επίσκοπο Συνάδων και παρακάλεσε τον Θεοδόσιο να εφησυχάσει.
Όμως, ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως εξακολουθεί και κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του Αγίου να ταράσσεται για τη διαγραφή του ονόματος του ιερού Χρυσοστόμου από τα Δίπτυχα της Μεγάλης Εκκλησίας.
Η διαγραφή αυτή είχε γίνει με βάση την καταδίκη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου υπό της Συνόδου της Δρυός και επομένως το όνομά του έμενε αμνημόνευτο. Ο Άγιος Αττικός τερμάτισε το ζήτημα αυτό και ενέγραψε το έτος 422 μ.Χ., τον Μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον Ιερό Χρυσόστομο, στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Σε αυτό βέβαια είχε προηγηθεί η Εκκλησία της Αντιόχειας ήδη από το 413 μ.Χ., που δεν ανέχθηκε, και δικαίως, την τόσο άδικη ύβρη προς τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Ο Άγιος Αττικός, παρά την μετριοπάθειά του, επέδειξε πολύ αυστηρή συμπεριφορά προς την αίρεση των Μασσαλιανών, που διατηρούσαν μοναχικά συγκροτήματα στη Μικρά Ασία και τη Συρία, και αυτοσεμνύνονταν ότι πραγματοποιούσαν την ηθική τελειότητα χωρίς να χρειάζεται ο Νόμος. Έφθασαν και μέχρι του να περιφρονούν την εργασία και να ζουν από ελεημοσύνες λέγοντας ότι έχουν συστηματικά αξιωθεί θείων οράσεων και καταφρονούντες τα ιερά μυστήρια και τις παραδόσεις της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Αττικός κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 425 μ.Χ.
Ο Άγιος Κύρος Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ο Άγιος Κύρος ήταν μοναχός σε κάποιο μοναστήρι του Πόντου απέναντι
της Αμάστριδος. Εκεί τον συνάντησε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Β’
(685-695, 705-711 μ.Χ.), τον οποίο ο Άγιος βεβαίωσε προφητικά ότι θα
ανακτήσει τον θρόνο. Όταν αυτό συνέβη πραγματικά ο ατοκράτορας θυμήθηκε
τους προφητικούς λόγους του Αγίου και τον κάλεσε, το έτος 705 μ.Χ., στην
Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει τον Πατριαρχικό θρόνο.Κατά τα χρόνια εκείνα εξακολούθησαν να ταράσσουν την Εκκλησία και το κράτος η αίρεση του Μονοφυσιτισμού, που είχε καταδικασθεί από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ.Χ. και η αίρεση του Μονοθελητισμού, που είχε καταδικασθεί στην ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο.
Οι οπαδοί των αιρέσεων αυτών, ήταν πολλοί στην Συρία, στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, την Αρμενία, την Περσία και βοήθησαν τους Άραβες στην κατάκτηση των χωρών αυτών και την απόσπασή τους από το Βυζάντιο.
Ο Πατριάρχης Κύρος κατεδίκασε τους αιρετικούς και τις κακοδοξίες τους. Έτσι, το 711 μ.Χ., όταν ο Φιλιππικός κατέλαβε το βασιλικό θρόνο, ζήτησε από τον Πατριάρχη να καταδικάσει τις αποφάσεις της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Άγιος Κύρος μάταια προσπάθησε να προλάβει την αυτοκρατορική εκείνη ασέβεια, αλλά και μάταια απέβη η προσπάθεια του εκβιασμού του. Αντιστάθηκε και προς την αυτοκρατορική παραγγελία και προς τις πιέσεις και απειλές.
Ο αυτοκράτορας, ο οποίος είχε αποφασίσει να εκτελέσει το δυσσεβές σχέδιό του, τον εκθρόνισε και τον έκλεισε στη Μονή της Χώρας, όπου και κοιμήθηκε με ειρήνη. Η Σύναξη αυτού ετελείτο στη σεβάσμια μονή της Χώρας και στο Ναό της Αγίας Σοφίας, εάν συνέπιπτε η μνήμη του ημέρα Κυριακή.
Ο Όσιος Αγάθων
Ο Όσιος Αγάθων είναι ένας από τους πλέον πολύπειρους και μεγάλους
ασκητές της ερήμου. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη. Τα πατερικά αποφθέγματά
του βρίσκονται στο Γεροντικό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο
Γεροντικό, κάποιος από τους Πατέρες της ερήμου φώναξε μία μέρα τον νεαρό
ακόμη μοναχό Αγάθωνα «Αββά». Ένας άλλος που τον άκουσε τον ρώτησε: Από
τώρα τον έκανες «Αββά»; Δεν τον έκανα εγώ, αποκρίθηκε εκείνος, μα ο
τρόπος της ζωής του.
Ο Άγιος Σεβερίνος
Στις όχθες του ποταμού Δουνάβεως, στα σύνορα της Πανονίας και της
Νορικής (σημερινής Αυστρίας), βρίσκεται η πόλη Αστούρα. Στη θύρα της
Εκκλησίας της πόλεως, εμφανίστηκε περί το 454 μ.Χ. ένας άγνωστος μοναχός
που προερχόταν από την Μικρά Ασία.Ο μοναχός εγκαταστάθηκε στις πύλες του ναού. Μερικές μέρες μετά, άρχισε να διατρέχει την πόλη και να προειδοποιεί ότι οι βάρβαροι ετοιμάζονται για πολιορκία και ότι πρέπει όλοι οι Χριστιανοί να συναχθούν, για να παρακαλέσουν τον Θεό για την σωτηρία τους.
Οι Χριστιανοί δεν πίστεψαν στα λόγια του Αγίου Σεβερίνου. Έτσι ο Όσιος εγκατέλειψε την πόλη και κατέφυγε στην κοντινή πόλη Κομαγένη. Εγκαταστάθηκε και πάλι στις θύρες του ναού, για να συνεχίσει το προφητικό του κήρυγμα, όπου έφθασε ένας γέροντας από την Αστούρα και ανήγγειλε την κατάληψή της.
Τότε, όπως και παλιά με τους Νινευΐτες, οι Χριστιανοί άρχισαν να μετανοούν και να ζητούν το έλεος του Θεού. Σε τρεις μέρες ένας δυνατός σεισμός έσπειρε τον πανικό στους εισβολείς, που έντρομοι ετράπησαν σε φυγή, εγκαταλείποντας την πόλη ελεύθερη. Ο Άγιος Σεβερίνος συνέχισε το προφητικό του έργο στην πόλη Φαβιάνα και μετά την απελευθέρωση αυτής αποσύρθηκε σε τόπο έρημο και ησυχαστικό, για να ζήσει κατά Χριστόν.
Η αγιότητα του βίου του προσείλκυσε κοντά του πολλούς μοναχούς Χριστιανούς και Εθνικούς. Τους δίδασκε με τον βίο του τη νηπτική διδασκαλία της Εκκλησίας, την αποταγή από το θέλημά τους, το μυστήριο της ευσέβειας στο όνομα του Χριστού. Η αγάπη του για τους πάσχοντες και ιδιαίτερα τους αιχμάλωτους από τις βαρβαρικές επιδρομές και τους πτωχούς, ήταν μεγάλη.
Επί τριάντα συνεχή έτη ο Άγιος Σεβερίνος και οι υποτακτικοί του εργάσθηκαν Ευαγγελικά και για τη μεταμόρφωση εν Χριστώ των ανθρώπων, των ηθών και των εθίμων αυτών, γενόμενοι έτσι φωτιστές της Αυστρίας.
Όταν η Εκκλησία τον κάλεσε να χειροτονηθεί Επίσκοπος, εκείνος αρνήθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα οι βάρβαροι πολιόρκησαν τη μονή. Οι μοναχοί προσπαθώντας να μεταφέρουν ότι πολύτιμο υπήρχε στο μοναστήρι, πήραν και το ιερό λείψανο του Αγίου, το οποίο βρήκαν άφθορο, και το μετέφεραν στη Νάπολη.
Ο Όσιος Θεόδωρος, Κτήτορας και Ηγούμενος της μονής της Χώρας
Ο Όσιος Θεόδωρος γεννήθηκε το έτος 477 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και
ήταν συγγενείς του αυτοκράτορα Ιουστινιανού εκ γυναικός. Περί το 529
μ.Χ., συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, το Θεόπλαστο και τον Τιμόθεο,
μετέβη στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Επανήλθε
στην Κωνσταντινούπολη και έκτισε τη Μονή της Χώρας με δύο παρεκκλήσια
αφιερωμένα στον Άγιο Άνθιμο Νικομήδειας και τους Αγίους Τεσσαράκοντα
Μάρτυρες της Σεβαστείας.
Ο Άγιος Αβώ ο Μάρτυρας
Ο Άγιος Αβώ, καταγόταν από την Τυφλίδα της Γεωργίας και μαρτύρησε τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Μοισίας
Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον Βίο του Αγίου.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Οσιομάρτυρας και Θαυματουργός
Μαρτύρησε το έτος 1093 επί ηγεμόνος Ραστισλάβου.
Ο Όσιος Μακάριος Μακρής
Ο Όσιος Μακάριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη περί το 1383 από ευσεβείς
και επιφανείς γονείς, οι οποίοι απολάμβαναν της αυτοκρατορικής
εκτιμήσεως. Παραδίδεται επίσης ότι ο Μακάριος είχε Εβραϊκή καταγωγή,
πληροφορία η οποία ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται από τον Βίο του και
οφείλεται προφανώς σε σύγχυση με τον Μακάριο Ξανθόπουλο τον «εξ
Ιουδαίων», που μνημονεύεται από τον Σφραντζή.Στη χειρόγραφη παράδοση των έργων του, χρησιμοποιείται επίσης και η προσωνυμία Ασπρόφρυς, η οποία πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως κάποιο οικογενειακό ή προσωπικό προσωνύμιο.
Ο Μακάριος έλαβε από την παιδική του ηλικία την απαιτούμενη μόρφωση. Ο ανώνυμος βιογράφος του υπογραμμίζει ότι σε ηλικία δώδεκα ετών το μοναδικό αντιστάθμισμα στη μοναχική του κλίση ήταν «ο έρως των μαθημάτων», αλλά, εντέλει, σε ηλικία δέκα οκτώ ετών (περί το 1401), λίγο μετά το θάνατο της μητέρας του, πραγματοποίησε την επιθυμία του να αναχωρήσει για τον Άθω και να μονάσει στη Μονή Βατοπαιδίου, κάτω από την καθοδήγηση ενός θεοφόρου γέροντος, του Αρμενόπουλου, ο οποίος τον έκειρε μοναχό.
Ο Μακάριος παρέμεινε υπό την καθοδήγηση του γέροντός του για μια περίοδο δέκα ετών, κατά την οποία χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος, ενώ ταυτόχρονα απέκτησε, μαζί με τις μοναχικές αρετές, και ευρύτατη εγκύκλια μόρφωση.
Μετά τον θάνατο του γέροντός του, ο Μακάριος κατέστη υποτακτικός ενός άλλου αγίου ασκητού, του Δαυίδ, που συνδεόταν φιλικά και με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (1391-1425). Μέσω του Δαυίδ γνώρισε ο Μανουήλ Β’ τον Άγιο Μακάριο και αντάλλασε μαζί του επιστολές.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Άγιος Μακάριος μετέβη στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν παροτρύνσεως του γέροντός του, για να διευθετήσει το ζήτημα της πατρικής του περιουσίας και στη συνέχεια επέστρεψε στον Άθω, όπου συνέχισε τον ασκητικό του αγώνα, έχοντας ως υπόδειγμά του τον αυστηρό αναχωρητισμό του Οσίου Μαξίμου του Καυσοκαλυβίτου και παραμένοντας ένθερμος οπαδός του Ησυχασμού. Μέσα σε αυτό το ασκητικό περιβάλλον ο Άγιος Μακάριος, ακολουθώντας έναν αυστηρό ησυχαστικό βίο, αξιώθηκε της θέας του θείου φωτός, όπως αποκαλύπτει ο βιογράφος του.
Περί το 1419 ο Άγιος Μακάριος προσεκλήθη μαζί με τον Πνευματικό του Πατέρα από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα δύο ετών, ενώ στη συνέχεια επέστρεψαν και οι δύο στην προσφιλή τους ησυχία, που βίωναν με θαυμαστό τρόπο στην Αθωνική πολιτεία.
Ωστόσο, περί τα τέλη του 1421 ή αρχές του 1422, μετά την κοίμηση του γέροντός του, ο Μακάριος προσκλήθηκε πάλι στη Βασιλεύουσα από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ και εγκαταβίωσε αρχικά στη Μονή Χαρσιανίτου, όπου μόναζε εκείνη την περίοδο και ο Ιωσήφ Βρυέννιος «ο διαφανής αστήρ και διαπρύσιος τέττιξ, ο και λόγω και πράξει και θεωρία τους κατ’ αυτόν υπερβαλών ήδη, φημί δη τον της πόλεως οφθαλμόν και κοινόν διδάσκαλον». Εκείνη την περίοδο ο Ιωσήφ εξεφώνησε κατ’ εντολή του αυτοκράτορα τις περίφημες 21 Ομιλίες του περί Αγίας Τριάδος. Ο Άγιος Μακάριος, ο οποίος τον γνώριζε από πριν, συνδέθηκε μαζί του και διακατεχόταν από αισθήματα σεβασμού και θαυμασμού προς το πρόσωπό του.
Η αυτοκρατορική πρόταση να αναλάβει την Ηγουμενία της περίφημης Μονής Στουδίου, τον βρήκε όμως αντίθετο. Ο Άγιος Μακάριος αρνήθηκε την προβολή του στην Ηγουμενία της Μονής και αναχώρησε πάλι για το Άγιο Όρος, όπου «περιενόστει τας των αναχωρητών πλησίον του Άθω καλύβας».
Μετά την παρέλευση μικρού χρονικού διαστήματος, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, με επιστολές του τον ανακάλεσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά από ολιγόμηνη παραμονή του στη Μονή Χαρσιανίτου, εξελέγη ύστερα από την πρόταση του Γεωργίου Σφραντζή, Ηγούμενος της Μονής Παντοκράτορος, η οποία διήνυε μια άσχημη οικονομική περίοδο.
Ως Ηγούμενος ο Άγιος Μακάριος κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την Πνευματική άνθηση και υλική ευημερία της Μονής του. Αυτή την περίοδο, ύστερα από δικές του ενέργειες, η Μονή ενισχύθηκε οικονομικά από το Σέρβο κράλη Στέφανο και τέθηκε υπό την κηδεμονία του Έλληνα Μητροπολίτη Ρωσίας Φωτίου, ενώ σύντομα συγκεντρώθηκε γύρω του μία αξιόλογη συνοδεία από δώδεκα Μοναχούς.
Ταυτοχρόνως ο Άγιος Μακάριος κατέστη και Πνευματικός του αυτοκράτορα, ο οποίος τον διόρισε στο αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσύγκελου.
Ιδιαίτερη σπουδή επέδειξε ο Άγιος και στα σοβαρά εκκλησιαστικά προβλήματα της εποχής του, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο. Συμμετείχε ενεργά και διακρίθηκε κατά την τοπική Σύνοδο που συγκροτήθηκε μεταξύ των ετών 1426 και 1429 στην Κωνσταντινούπολη, μετά την επίσκεψη πρεσβείας από τη Βοημία περί των Αγίων Εικόνων και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Περί τα τέλη του 1429 ο Μακάριος απεστάλη ως επικεφαλής τριμελούς πρεσβείας στον Πάπα Μαρτίνο Ε’ στη Ρώμη, ανώπιον του οποίου υπερασπίσθηκε τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ο Άγιος Μακάριος επρόκειτο να συμμετάσχει και σε μία ακόμη πρεσβεία, την τέταρτη κατά σειρά αυτής της περιόδου, αλλά τη σχεδιαζόμενη αποστολή του, που αφορούσε στη ρύθμιση του τόπου όπου θα συνερχόταν μια πιθανή Οικουμενική Σύνοδος, απέτρεψε η αιφνίδια ασθένειά του, που τον ανάγκασε να μεταβεί στη Χάλκη.
Ο Άγιος Μακάριος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1430 μετά από λοιμική νόσο στη νήσο Χάλκη και το τίμιο λείψανό του ενταφιάσθηκε στη Μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη.
Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι το συγγραφικό έργο του Οσίου Μακαρίου, για το οποίο μας παρέχει αρκετές πληροφορίες ο Βίος του. Σήμερα στη γραφίδα του Αγίου Μακαρίου αποδίδονται αρκετά έργα, εκ των οποίων τα περισσότερα έχουν αγιολογικό περιεχόμενο.
Ο Άγιος Ισίδωρος ο Ιερομάρτυρας και οι συν αυτώ 72 Μάρτυρες
Ο
Άγιος Ισίδωρος ήταν πρεσβύτερος και μαρτύρησε από τους Λατίνους, στην
πόλη Γιούρεβ της Εσθονίας, μαζί με άλλους 72 Χριστιανούς, το έτος 1472.
Ο Όσιος Γρηγόριος ο Έγκλειστος
Ο Άγιος Γρηγόριος καταγόταν από την Ρωσία. Ασκήτεψε στη Μονή του
Αγίου Θεοδοσίου της Μεγάλης Λαύρας του Κιέβου και κοιμήθηκε με ειρήνη
περί τον 14ο αιώνα μ.Χ.
Ο Όσιος Παΐσιος εκ Ρωσίας
Ο Όσιος Παΐσιος διετέλεσε Ηγούμενος της Μονής Αγίας Σκέπης και κοιμήθηκε με ειρήνη το 1609.
Ο Όσιος Ησαΐας
Ο Όσιος Ησαΐας ασκήτεψε στην Μονή του Βάλαμο της Φιλανδίας και κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1914.Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
http://www.hristospanagia.gr/?p=3502#more-3502
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου