Ὁ
ἱερεύς δέν ἔχει δική του Ἱερωσύνη, ἀλλά τήν Ἰερωσύνη τοῦ Χριστοῦ φέρει
πάνω του, στήν ψυχή του, στό εἶναι του. Μέ τή Χάρι αὐτῆς διδάσκει,
ἱερουργεῖ, ποιμαίνει τόν λάο τοῦ Θεοῦ, θεραπεύει καί διοικεῖ «ὠς
ἐξουσίαν ἔχων».
Διά νά
εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ὑπάρχη ὁπωσδήποτε ὁ ἱερεύς καί ἡ
Θεία Λειτουργία. Χωρίς αὐτά τά δύο, δέν εἴμεθα Ἐκκλησία, ἀλλά ἁπλᾶ καί
μόνο ἔνα κοσμικό, ἕνα φιλανθρωπικό σωματεῖο, μιά ὁποιαδήποτε ὀργάνωσις,
ὅπως εἶναι καί οἱ προτεστάντες.
Συμπερασματικά: Ἐκκλησία θά πῆ: ὁ λαός, ὁ Λειτουργός Ἱερεύς καί ἡ Ἁγία Τράπεζα, δηλαδή ἡ Θεία Λειτουργία.Τή Θεία Λειτουργία δέν τήν σκέφθηκαν καί δέν τήν ἔφτιαξαν ἄνθρωποι, οὔτε οἱ Ἀπόστολοι. εἶναι τό μεγάλο, τό ἀσύλληπτο, τό ἀνείπωτο, τό ἀνυπέρβλητο, τό θειότατο Μυστήριο, πού τό ἵδρυσε καί τό συνέστησε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Καί ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή Θεία Λειτουργία συνεχίζοντας αὐτό τό πανάχραντο Μυστήριο.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία εἶναι καί Θυσία, διότι δι᾿ αὐτῆς συνεχίζεται ἀναιμάκτως ἡ Σταυρική Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ αὐτήν συμετέχουμε ὅλοι, ὠς λαός τοῦ Θεοῦ, κληρικοί καί λαϊκοί. Ἔτσι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι καί Κοινωνία τῶν πιστῶν, Κοινωνία Σώματος καί Αἵματος Χριστοῦ.
Σέ βιογραφία, ἡ ὁποία γράφτηκε γιά τόν πατέρα Ἰάκωβο Τσαλίκη, τόν Ἠγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Δαυίδ, ἀπό ἕναν καθηγητή Πανεπιστημίου, πνευματικό του παιδί, ἀναφέρεται τό ἑξῆς γεγονός:
«Εἶδε καί ἄγγιξε τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Κυρίου».
Τό
μεγαλύτερο καί θαυμασιώτερο θαῦμα, πού τοῦ προσέφερε ὁ Θεός, ἔγινε τό
πρωΐ τῆς 22ας Νοεμβρίου τοῦ 1975. Συγκλονίσθηκε τόσο πολύ ἀπό τό θαῦμα
αὐτό, ὥστε ἀμέσως μετά τό κατέγραψε σέ ἕνα σημείωμα, τό ὁποῖο βρήκαμε
μετά τήν κοίμησί του σ᾿ ἕνα τετράδιό του. Τό σημείωμα ἀρχίζει μέ τήν
παραπάνω ἡμερομηνία καί περιλαμβάνει ἀκριβῶς τά ἑξῆς: «Τήν 22αν
Νοεμβρίου, ἡμέρα Σάββατο, τό πρωΐ, εἰς τήν Ἁγίαν Προσκομιδήν, μετά τήν
μνημόνευσι καί ἐν ὥρᾳ πού θά καλύψω τά Ἅγια Δῶρα, εἶδα ζωντανά – καί ἐν
Ἁγιότητι ὁμολογῶ – ἕνα κομμάτι Αἵμα στεγνό, πού τό ἄγγιξα καί στό
δάχτυλό μου. Πάνω στό δάχτυλό μου ἔμεινε τό Αἵμα! Φωνάζω τόν ἀδελφό τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς, τόν μοναχό πατέρα Σεραφείμ, τοῦ εἶπα τήν ὑπόθεσι καί μοῦ
εἶπε: «Ἐμεῖς, πάτερ, δέν βλέπουμε τίποτα· ἀλλά εἶδες τί εἶναι; » Κι ἐγώ
ἀπάντησα ὅτι πιστεύω καί προσκυνῶ ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός παρών. Εἶπα
τρεῖς φορές «Κύριε, ἐλέησον. Κύριε, ἐλέησον. Κύριε ἐλέησον.»
+ Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος.(Παπαδοπούλου Στυλ. , » Ὁ Μακαριστός Ἰάκωβος Τσαλίκης «, Ἀθῆνα 1994, σελ. 111).
Παρόμοιο θαῦμα συνέβη καί στόν πατέρα Ἀντώνιο Τσίγκα, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε στόν Προφήτη Ἠλία Καστέλλας, Πειραιῶς, ὅταν ζοῦσε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος Ταβλαδωράκης.
Τό εἶδε καί τρόμαξε! Σηκώθηκε ἔντρομος, τό κοίταζε, τόν κατέλαβε ἕνα φοβερό ἱερό δέος, ἕνας τρόμος, ἕνας φόβος, μιά ἔκπληξις, μία ἔκστασις, πολλά ἀνάμικτα συναισθήματα, ἀκατάληπτα βέβαια γιά νά μπορῆ νά τά περιγράψη ὁ πατήρ Ἀντώνιος. Σηκώθηκε ἐπάνω, δέν ἤξερε τί νά κάνη! Ἔγλυψε τό Αἵμα τοῦ Χριστοῦ…, τά εἶχε χάσει. Ἡ Χάρις ὅμως τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ὔστερα ἀπό αὐτό τό θαῦμα, τόν ὡδήγησε νά δῆ τό Ἅγιο Ποτήριο καί διεπίστωσε ὅτι ἦταν ἄδειο! εἶχε ξεχάσει νά βάλη μέσα κρασί. Κοιτάζει τό Σῶμα, βλέπει πράγματι ὅτι κι αὐτό ἦταν ἀτρύπητο. Δεν εἶχε, δηλαδή, ὁλοκληρώσει τήν Πρόθεσι.
Ὁ ψάλτης ἐξω συνέχιζε «Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν…» Τοῦ ἔκανε νόημα νά συνεχίση (δέν εἶχε κόσμο, ἦταν Σάββατο), πῆρε τήν Ἁγία Λόγχη, τρύπησε τόν Ἅγιο Ἄρτο καί εἶπε: «εἵς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ τήν πλευράν Αὐτοῦ ἔνυξε καί εὐθέως ἐξῆλθεν αἵμα καί ὕδωρ». Γέμισε τό Ἅγιο Ποτήριο, ἔβαλε τό κρασί, ἔβαλέ τό νερό, κανονικά, τό εὐλόγησε, τό σταύρωσε καί ἀφοῦ τά τελείωσε ὅλα αὐτά, γονάτισε, ξαναδιάβασε τήν Εὐχή τοῦ Καθαγιασμοῦ, σηκώθηκε ὄρθιος, εὐλόγησε τά Τίμια Δῶρα καί ὁ Πανάγιος Θεός μετέβαλε τόν ἄρτο καί τόν οἵνο – ὅπως γίνεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία – σέ Σῶμα καί Αἵμα Χριστοῦ. Μετά τόν Καθαγιασμό καί τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, κατέλυσε τό ἅγιο Ποτήριο καί τό καθάρισε τελείως.
Πῆγε, λοιπόν, ἀμέσως μετά τή Θεία Λειτουργία τοῦ Σαββάτου καί τά διηγήθηκε στόν τότε Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Τοῦ πῆρε ὁ Μητροπολίτης τό χέρι καί τό μύρισε. Εὐωδίαζε ὁλόκληρο μέ μία ἄρρητη εὐωδία! Τό πῆρε καί ἄρχισε νά τό φιλάη, νά τό φιλάη, πολλές φορές.
– Δεσπότη μου! λέει ὁ πατήρ Ἀντώνιος.
– Δέν φιλῶ τό χέρι σου, εἶπε, πού κι αὐτό πρέπει νά τό φιλάη κανείς, ἀφοῦ εἶσαι Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου. Δέν ἔχει σημασία ἄν εἶσαι ἐσύ ἱερεύς κι ἐγώ ἐπίσκοπος. Ἀλλά ἐγώ ἔπιασα πάνω στό χέρι σου τό Αἷμα τοῦ Θεοῦ, τό Αἷμα τοῦ Θεοῦ!!!
Θυμᾶμαι ὅτι μετά τήν κοίμησι τοῦ πατρός Ἀντωνίου τό διηγήθηκε σέ μένα. Καί ὅπως ἧταν πολύ ἐκφραστικός ὁ ἐπίσκοπος, σηκώθηκε ὄρθιος καί ἔλεγε:
– Πάτερ Στέφανε, τό ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!!!, καί ἄρχισε νά κλαίη!
Αὐτά εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία!
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου
Ἀπό τό βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»http://www.hristospanagia.gr/?p=14627#more-14627
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου