Οἱ Ἅγιοι Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα οἱ Θεοπάτορες
Ἡ σύναξη τῶν δικαίων γονέων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὁρίστηκε τὴν ἑπομένη τοῦ γεννεσίου τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὸν λόγο ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν πρόξενοι τῆς παγκόσμιας σωτηρίας μὲ τὴν γέννηση τῆς ἁγίας θυγατέρας της. «Τελεῖται δὲ ἡ σύναξις αὐτῶν ἐν τῷ ἐξαέρῳ οἴκῳ τῆς Θεοτόκου, πλησίον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἐν τοὶς Χαλκοπρατείοις».
Νὰ ἀναφέρουμε λοιπόν, ὅτι ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν γιὸς τοῦ Ἐλιακεὶμ ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπόγονός του Δαβίδ. Ἔκπτωτος τοῦ θρόνου, ἰδιώτευε στὴν Ἰουδαία καὶ τὸ περισσότερο χρονικὸ διάστημα στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου εἶχε μέγαρο μὲ βασιλικὸ κῆπο.
Παντρεύτηκε τὴν Ἄννα, θυγατέρα τοῦ Ματθᾶν, ἱερέως, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐκαι τῆς Μαρίας, γυναικὸς αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Ἐπειδὴ οἱ φυλές, Βασιλικὴ καὶ Ἱερατική, συγγένευαν μεταξύ τους, διότι ἡ Βασιλεία ἐθεωρεῖτο ἴση μὲ τὴν Ἱεροσύνη, δὲν ἔδιναν οὔτε ἔπαιρναν θυγατέρες ἀπὸ τῆς φυλὲς ποὺ θεωροῦνταν κοινές.
Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ θεάρεστα πέρασε τὴ ζωὴ του τὸ ἅγιο αὐτὸ ζευγάρι, ὅπως πληροφοροῦν τὰ βιογραφικὰ σημειώματα τῶν ἑορτῶν τῆς 25ης Ἰουλίου, 8ης Σεπτεμβρίου καὶ 9ης Δεκεμβρίου, ὁ μὲν Ἰωακεὶμ πέθανε ὀκτὼ χρόνια ἀπὸ τὰ Εἰσόδια τῆς κόρης του Θεοτόκου σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν, ἡ δὲ Ἄννα 11 μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωακείμ, σὲ ἡλικία 83 ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ δυὰς ἡ ἁγία καὶ θεοτίμητος, Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ὡς τοῦ Θεοῦ ἀγχιστεῖς, ἀνυμνείσθωσαν φαιδρῶς ᾀσμάτων κάλλεσιν· οὗτοι γὰρ ἔτεκον ἡμῖν, τὴν τεκοῦσαν ὑπὲρ νοῦν, τὸν ἄσαρκον
βροτωθέντα, εἰς σωτηρίαν τοῦ κόσμου, μεθ’ ἧς πρεσβεύουσι σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χοσρὸς Ἀγγελικός.
Τὸ ζεῦγος τὸ σεπτόν, Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, χορεύουσι φαιδρῶς, παρ’ ἐλπίδα τεκόντες, τὸ ὄρος τὸ ἅγιον, τὴν νεφέλην τὴν ἔμψυχον, τὴν περίοπτον, τοῦ Βασιλέως καθέδραν· ὧν τῆς χάριτος, πνευματικῶς κοινωνοῦντες, Χριστὸν μεγαλύνωμεν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Εὐφραίνεται νῦν, ἡ Ἄννα τῆς στειρώσεως, λυθεῖσα δεσμῶν, καὶ τρέφει τὴν πανάχραντον, συγκαλοῦσα ἅπαντας ἀνυμνῆσαι τὸν δωρησάμενον, ἐκ νηδύος αὐτῆς τοὶς βροτοίς, τὴν μόνην Μητέρα καὶ ἀπείρανδρον.
Μεγαλυνάριον.
Τέρπεται ἡ Ἄννα θεοπρεπῶς, κρατοῦσα ὡς βρέφος, τὴν τεκοῦσαν τὸν Ποιητήν· σὺν αὐτῇ δὲ χαίρει, Ἰωακεὶμ ὁ θεῖος· ὧν τῇ χαρᾷ ὡς δῶρον, τὸν ὕμνον ᾄσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Σεβηριανὸς ὁ Μεγαλομάρτυρας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λικινίου. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Σεβάστεια καὶ τὸν διέκρινε θερμὸς ζῆλος, μὲ τὸν ὁποῖο ὑπηρετοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο. Χρησιμοποιοῦσε τὰ πλούτη του γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τοὺς φυλακισμένους χριστιανούς.
Εἶχε φέρει πολλοὺς στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀρκετοὺς εἶχε ἐνθαρρύνει νὰ ὑποστοῦν καρτερικὰ καὶ νικηφόρα τὸ μαρτύριο.
Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸν αἱμοβόρο ἡγεμόνα Λυσία νὰ καλέσει τὸν Σεβηριανὸ στὴν Καισαρεία.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπέτυχε στὴν προσπάθειά του νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ νεῦρα βοδιοῦ. Κατόπιν, ξέσχισαν τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια, ἔτσι ὥστε τὸ αἷμα νὰ τρέχει σὰν χείμαρρος. Οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι καὶ οἱ πληγὲς μεγάλες καὶ βαριές. Ἡ ὑπομονή, ὅμως, τοῦ Σεβηριανοῦ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ ἀναφώνησε πρὸς τὸν Κύριο θερμὴ προσευχή, τὴν ὁποία πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖ κάθε ἀγωνιζόμενος χριστιανός, σὲ καιρὸ δοκιμασιῶν:
«Κύριε Ἰησοῦ, ὁ ποιῶν θαυμάσια, ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ κρεμασθεῖς καὶ τὸν ὑπερήφανον τοιουτοτρόπως καταβολῶν, ὁ μέχρι καὶ σήμερον δι’ ὑπερθαυμάτων ἔργων μεγαλυνόμενος, ἐλθὲ νὰ μὲ σώσῃς, καὶ τὸν μὲν βραχίονα τοῦ πονηροῦ ἁμαρτωλοῦ σύντριψαν, τᾶς δὲ ἰδικές μου δυνάμεις σύσφιγξον, ἀγαθέ, καὶ δός μοι τὸν ἀγῶνα τοῦτον νὰ διανύσω τοῦ μαρτυρίου».
Καὶ ἡ βοήθεια ᾖλθε. Ἡ ψυχὴ του ἔμεινε σταθερὴ καὶ νικήτρια, τὸ δὲ σῶμά του ἔμεινε κρεμασμένο στὸ τεῖχος τῆς Καισαρείας.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ τῶν λόγων σου, παρεμβολὴν ἱεράν, ἐνθέως ἐπήλειψας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, πρὸς ἄθλησιν ἔνθεον· ὅθεν τὰς φθειρομένας, παριδὼν ὑπολήψεις, ἄφθαρτον ἐκομίσω, δι’ ἀθλήσεως δόξαν· διὸ Σεβηριανέ σε, ὕμνοις γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς εὐκλεής, τῆς εὐσεβείας τρόφιμος, μαρτυρικῶς, ἐφαίδρυνας τὸν βίον σου, Σεβηριανὲ θεόσοφε, Ἀθλοφόρων ἀκροθίνιον· ἐνθέοις γὰρ ἐκλάμπων κατορθώμασι, τοῖς στίγμασι τοῦ Λόγου κεκαλλώπισαι, πρεσβεύων σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Βουλὰς ἐπιγείους ἀπαρνηθείς, βουλῆς οὐρανίου, ἐχρημάτισας πληρωτής· ὅθεν ἡμᾶς ῥύου, κακίστων βουλευμάτων, Σεβηριανὲ θεῖε, μαρτύρων σύσκηνε.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής
Οἱ γονεῖς ἦταν φανατικοὶ εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ ὁ γιὸς τους, ἄκουσε κηρύγματα χριστιανῶν καὶ ἑλκύστηκε ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Θεοφάνης, ποὺ γεννήθηκε τὸ 283 μ.Χ. ἐπὶ βασιλέων Κάρου καὶ Καρίνου. Κάποια μέρα λοιπὸν ὁ Θεοφάνης, πρὶν βαπτιστεῖ, νέος ἀκόμα, συνάντησε μέσα στὸν παγωμένο καιρὸ ἕνα παιδί, ὑπερβολικὰ φτωχὸ ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο. Τὸ θέαμα σπάραξε τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοφάνη, καὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἕντυσε τὸν φτωχὸ μὲ τὸ δικό του πανωφόρι. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ τὸν εἶδαν οἱ γονεῖς του θορυβήθηκαν.
Τὸν ρώτησαν τί ἔγινε τὸ ροῦχο του, καὶ αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι τὸ ἔδωσε στὸν Χριστό. Οἱ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες γονεῖς, δὲν ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ γιὸς τους ἑλκύστηκε ἀπὸ τὸν χριστιανισμό, καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι.
Τότε ὁ Θεοφάνης βαπτίστηκε καὶ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ κήρυττε. Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Διαβηνό, κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα ἀσκητή, ὅπου διδάχτηκε πολλὰ ἀπὸ τὴν πεῖρα καὶ τὴν σοφία του. Ὅταν πέθανε ὁ γέροντας, ὁ Θεοφάνης ἔμεινε μόνος στὸ ὄρος μὲ προσευχὴ καὶ ἀκατάπαυστη μελέτη καὶ προσπάθεια γιὰ ἀνώτερη ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ τελειοποίηση.
Ἔπειτα, κατέβηκε πάλι στὸν κόσμο, ὅπου ἐπανέλαβε τὰ κηρύγματά του, σοφότερα τώρα, πνευματικότερα καὶ ἐποικοδομητικότερα. Στὸ διάστημα αὐτὸ συνελήφθη, ἀπειλήθηκε καὶ βασανίστηκε.
Ἔμεινε ὅμως ἀμετακίνητος στὴν ὁμολογία του. Πέθανε 75 ἐτῶν στὸ ἀσκητήριό του.
Μνήμη τῆς Γ’ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Συγκροτήθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ τὸ 413 μ.Χ. ἐναντίον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι σαρκωμένος Θεός, ἀλλὰ τέλειο ἀνθρώπινο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε στὴν Ἔφεσο καὶ τὴν ἀποτελοῦσαν 200 Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσῳ, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἑλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὓς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Παρακλήτου ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἐν τῇ Ἐφέσῳ συνελθόντες Πατέρες, καὶ τὴν σεπτὴν καὶ Τρίτην θείαν Σύνοδον, πίστει συγκροτήσαντες, ἐν αὐτῇ Νεστορίου, ἅπασαν τὴν αἵρεσιν, καὶ τὸ ἔκφυλον δόγμα, καταβαλόντες δόγμασι σεπτοῖς, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐστηρίξατε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Πατέρες πανευκλεεῖς, οἱ τοῦ Νεστορίου, καταισχύναντες τὴν φωνήν, καὶ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Τρίτῃ τὸν Σωτῆρα, καὶ τὴν τεκοῦσαν Τοῦτον, λαμπρῶς κηρύξαντες.
Ὁ Ἅγιος Χαρίτων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους καὶ ἡ σύναξις αὐτοῦ τελεῖται «ἐν τῷ Δευτέρῳ»
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Βελόνῃ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Kiaran (Ἰρλανδός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθήναι 1985.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=14602#more-14602
Ἡ σύναξη τῶν δικαίων γονέων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὁρίστηκε τὴν ἑπομένη τοῦ γεννεσίου τῆς Θεοτόκου, γιὰ τὸν λόγο ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν πρόξενοι τῆς παγκόσμιας σωτηρίας μὲ τὴν γέννηση τῆς ἁγίας θυγατέρας της. «Τελεῖται δὲ ἡ σύναξις αὐτῶν ἐν τῷ ἐξαέρῳ οἴκῳ τῆς Θεοτόκου, πλησίον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἐν τοὶς Χαλκοπρατείοις».
Νὰ ἀναφέρουμε λοιπόν, ὅτι ὁ Ἰωακεὶμ ἦταν γιὸς τοῦ Ἐλιακεὶμ ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπόγονός του Δαβίδ. Ἔκπτωτος τοῦ θρόνου, ἰδιώτευε στὴν Ἰουδαία καὶ τὸ περισσότερο χρονικὸ διάστημα στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου εἶχε μέγαρο μὲ βασιλικὸ κῆπο.
Παντρεύτηκε τὴν Ἄννα, θυγατέρα τοῦ Ματθᾶν, ἱερέως, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐκαι τῆς Μαρίας, γυναικὸς αὐτοῦ, ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Ἐπειδὴ οἱ φυλές, Βασιλικὴ καὶ Ἱερατική, συγγένευαν μεταξύ τους, διότι ἡ Βασιλεία ἐθεωρεῖτο ἴση μὲ τὴν Ἱεροσύνη, δὲν ἔδιναν οὔτε ἔπαιρναν θυγατέρες ἀπὸ τῆς φυλὲς ποὺ θεωροῦνταν κοινές.
Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ θεάρεστα πέρασε τὴ ζωὴ του τὸ ἅγιο αὐτὸ ζευγάρι, ὅπως πληροφοροῦν τὰ βιογραφικὰ σημειώματα τῶν ἑορτῶν τῆς 25ης Ἰουλίου, 8ης Σεπτεμβρίου καὶ 9ης Δεκεμβρίου, ὁ μὲν Ἰωακεὶμ πέθανε ὀκτὼ χρόνια ἀπὸ τὰ Εἰσόδια τῆς κόρης του Θεοτόκου σὲ ἡλικία 92 ἐτῶν, ἡ δὲ Ἄννα 11 μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰωακείμ, σὲ ἡλικία 83 ἐτῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἡ δυὰς ἡ ἁγία καὶ θεοτίμητος, Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ὡς τοῦ Θεοῦ ἀγχιστεῖς, ἀνυμνείσθωσαν φαιδρῶς ᾀσμάτων κάλλεσιν· οὗτοι γὰρ ἔτεκον ἡμῖν, τὴν τεκοῦσαν ὑπὲρ νοῦν, τὸν ἄσαρκον
βροτωθέντα, εἰς σωτηρίαν τοῦ κόσμου, μεθ’ ἧς πρεσβεύουσι σωθῆναι ἡμᾶς.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χοσρὸς Ἀγγελικός.
Τὸ ζεῦγος τὸ σεπτόν, Ἰωακείμ τε καὶ Ἄννα, χορεύουσι φαιδρῶς, παρ’ ἐλπίδα τεκόντες, τὸ ὄρος τὸ ἅγιον, τὴν νεφέλην τὴν ἔμψυχον, τὴν περίοπτον, τοῦ Βασιλέως καθέδραν· ὧν τῆς χάριτος, πνευματικῶς κοινωνοῦντες, Χριστὸν μεγαλύνωμεν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Εὐφραίνεται νῦν, ἡ Ἄννα τῆς στειρώσεως, λυθεῖσα δεσμῶν, καὶ τρέφει τὴν πανάχραντον, συγκαλοῦσα ἅπαντας ἀνυμνῆσαι τὸν δωρησάμενον, ἐκ νηδύος αὐτῆς τοὶς βροτοίς, τὴν μόνην Μητέρα καὶ ἀπείρανδρον.
Μεγαλυνάριον.
Τέρπεται ἡ Ἄννα θεοπρεπῶς, κρατοῦσα ὡς βρέφος, τὴν τεκοῦσαν τὸν Ποιητήν· σὺν αὐτῇ δὲ χαίρει, Ἰωακεὶμ ὁ θεῖος· ὧν τῇ χαρᾷ ὡς δῶρον, τὸν ὕμνον ᾄσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Σεβηριανὸς ὁ Μεγαλομάρτυρας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λικινίου. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Σεβάστεια καὶ τὸν διέκρινε θερμὸς ζῆλος, μὲ τὸν ὁποῖο ὑπηρετοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο. Χρησιμοποιοῦσε τὰ πλούτη του γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τοὺς φυλακισμένους χριστιανούς.
Εἶχε φέρει πολλοὺς στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀρκετοὺς εἶχε ἐνθαρρύνει νὰ ὑποστοῦν καρτερικὰ καὶ νικηφόρα τὸ μαρτύριο.
Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸν αἱμοβόρο ἡγεμόνα Λυσία νὰ καλέσει τὸν Σεβηριανὸ στὴν Καισαρεία.
Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἀπέτυχε στὴν προσπάθειά του νὰ κάμψει τὸ φρόνημα τοῦ Ἁγίου, διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν μὲ νεῦρα βοδιοῦ. Κατόπιν, ξέσχισαν τὶς σάρκες του μὲ σιδερένια νύχια, ἔτσι ὥστε τὸ αἷμα νὰ τρέχει σὰν χείμαρρος. Οἱ πόνοι ἦταν ἀφόρητοι καὶ οἱ πληγὲς μεγάλες καὶ βαριές. Ἡ ὑπομονή, ὅμως, τοῦ Σεβηριανοῦ ἦταν ἰσχυρότερη καὶ ἀναφώνησε πρὸς τὸν Κύριο θερμὴ προσευχή, τὴν ὁποία πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖ κάθε ἀγωνιζόμενος χριστιανός, σὲ καιρὸ δοκιμασιῶν:
«Κύριε Ἰησοῦ, ὁ ποιῶν θαυμάσια, ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ κρεμασθεῖς καὶ τὸν ὑπερήφανον τοιουτοτρόπως καταβολῶν, ὁ μέχρι καὶ σήμερον δι’ ὑπερθαυμάτων ἔργων μεγαλυνόμενος, ἐλθὲ νὰ μὲ σώσῃς, καὶ τὸν μὲν βραχίονα τοῦ πονηροῦ ἁμαρτωλοῦ σύντριψαν, τᾶς δὲ ἰδικές μου δυνάμεις σύσφιγξον, ἀγαθέ, καὶ δός μοι τὸν ἀγῶνα τοῦτον νὰ διανύσω τοῦ μαρτυρίου».
Καὶ ἡ βοήθεια ᾖλθε. Ἡ ψυχὴ του ἔμεινε σταθερὴ καὶ νικήτρια, τὸ δὲ σῶμά του ἔμεινε κρεμασμένο στὸ τεῖχος τῆς Καισαρείας.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ τῶν λόγων σου, παρεμβολὴν ἱεράν, ἐνθέως ἐπήλειψας, πανευκλεῶν Ἀθλητῶν, πρὸς ἄθλησιν ἔνθεον· ὅθεν τὰς φθειρομένας, παριδὼν ὑπολήψεις, ἄφθαρτον ἐκομίσω, δι’ ἀθλήσεως δόξαν· διὸ Σεβηριανέ σε, ὕμνοις γεραίρομεν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς εὐκλεής, τῆς εὐσεβείας τρόφιμος, μαρτυρικῶς, ἐφαίδρυνας τὸν βίον σου, Σεβηριανὲ θεόσοφε, Ἀθλοφόρων ἀκροθίνιον· ἐνθέοις γὰρ ἐκλάμπων κατορθώμασι, τοῖς στίγμασι τοῦ Λόγου κεκαλλώπισαι, πρεσβεύων σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Βουλὰς ἐπιγείους ἀπαρνηθείς, βουλῆς οὐρανίου, ἐχρημάτισας πληρωτής· ὅθεν ἡμᾶς ῥύου, κακίστων βουλευμάτων, Σεβηριανὲ θεῖε, μαρτύρων σύσκηνε.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής
Οἱ γονεῖς ἦταν φανατικοὶ εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ ὁ γιὸς τους, ἄκουσε κηρύγματα χριστιανῶν καὶ ἑλκύστηκε ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Θεοφάνης, ποὺ γεννήθηκε τὸ 283 μ.Χ. ἐπὶ βασιλέων Κάρου καὶ Καρίνου. Κάποια μέρα λοιπὸν ὁ Θεοφάνης, πρὶν βαπτιστεῖ, νέος ἀκόμα, συνάντησε μέσα στὸν παγωμένο καιρὸ ἕνα παιδί, ὑπερβολικὰ φτωχὸ ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο. Τὸ θέαμα σπάραξε τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοφάνη, καὶ χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἕντυσε τὸν φτωχὸ μὲ τὸ δικό του πανωφόρι. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ σπίτι καὶ τὸν εἶδαν οἱ γονεῖς του θορυβήθηκαν.
Τὸν ρώτησαν τί ἔγινε τὸ ροῦχο του, καὶ αὐτὸς ἀπάντησε ὅτι τὸ ἔδωσε στὸν Χριστό. Οἱ φανατικοὶ εἰδωλολάτρες γονεῖς, δὲν ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι ὁ γιὸς τους ἑλκύστηκε ἀπὸ τὸν χριστιανισμό, καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ φύγει ἀπὸ τὸ σπίτι.
Τότε ὁ Θεοφάνης βαπτίστηκε καὶ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ κήρυττε. Κατόπιν ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Διαβηνό, κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα ἀσκητή, ὅπου διδάχτηκε πολλὰ ἀπὸ τὴν πεῖρα καὶ τὴν σοφία του. Ὅταν πέθανε ὁ γέροντας, ὁ Θεοφάνης ἔμεινε μόνος στὸ ὄρος μὲ προσευχὴ καὶ ἀκατάπαυστη μελέτη καὶ προσπάθεια γιὰ ἀνώτερη ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ τελειοποίηση.
Ἔπειτα, κατέβηκε πάλι στὸν κόσμο, ὅπου ἐπανέλαβε τὰ κηρύγματά του, σοφότερα τώρα, πνευματικότερα καὶ ἐποικοδομητικότερα. Στὸ διάστημα αὐτὸ συνελήφθη, ἀπειλήθηκε καὶ βασανίστηκε.
Ἔμεινε ὅμως ἀμετακίνητος στὴν ὁμολογία του. Πέθανε 75 ἐτῶν στὸ ἀσκητήριό του.
Μνήμη τῆς Γ’ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Συγκροτήθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ τὸ 413 μ.Χ. ἐναντίον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι σαρκωμένος Θεός, ἀλλὰ τέλειο ἀνθρώπινο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε στὴν Ἔφεσο καὶ τὴν ἀποτελοῦσαν 200 Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείῳ Πνεύματι, ἐν τῇ Ἐφέσῳ, συνεκρότησαν, Σύνοδον Τρίτην, οἱ θεοφόροι Πατέρες καὶ ἅγιοι, καὶ Νεστορίου ἑλόντες τὴν αἵρεσιν, τὴν Θεοτόκον σαφῶς ἀνεκήρυξαν· οὓς ὑμνήσωμεν, συμφώνοις ᾠδαῖς καὶ ᾄσμασι, δοξάζοντες Χριστὸν τὸν πολυέλεον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοῦ Παρακλήτου ἐπινεύσει τῇ θείᾳ, ἐν τῇ Ἐφέσῳ συνελθόντες Πατέρες, καὶ τὴν σεπτὴν καὶ Τρίτην θείαν Σύνοδον, πίστει συγκροτήσαντες, ἐν αὐτῇ Νεστορίου, ἅπασαν τὴν αἵρεσιν, καὶ τὸ ἔκφυλον δόγμα, καταβαλόντες δόγμασι σεπτοῖς, τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ἐστηρίξατε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίρετε Πατέρες πανευκλεεῖς, οἱ τοῦ Νεστορίου, καταισχύναντες τὴν φωνήν, καὶ ἐν τῇ Συνόδῳ, τῇ Τρίτῃ τὸν Σωτῆρα, καὶ τὴν τεκοῦσαν Τοῦτον, λαμπρῶς κηρύξαντες.
Ὁ Ἅγιος Χαρίτων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους καὶ ἡ σύναξις αὐτοῦ τελεῖται «ἐν τῷ Δευτέρῳ»
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Βελόνῃ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ἅγιος Kiaran (Ἰρλανδός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθήναι 1985.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=14602#more-14602
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου