Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀπό τό ὅρος Φρατσέσκο.
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Στόν καιρό τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου
ζοῦσε ἕνας ἅγιος γέροντας, μέ τό ὄνομα Σεραπίων, ὁ ὁποῖος ἐπέρασε ὅλη
τήν ζωή του στά βουνά καί στούς ἐρημικούς τόπους. Ἔζησε ἐκεῖ γιά νά
γνωρίση τήν ζωή τῶν μεγάλων ἐρημιτῶν καί ἀσκητῶν πού ζοῦσαν μακριά ἀπό
τόν κόσμο καί ν᾿ ἀκολουθήση τήν ἁγία καί θαυμαστή ζωή τους.Αὐτός ἐπῆγε κάποια ἡμέρα στήν βαθύτερη ἔρημο τῆς Αἰγύπτου, στόν ἡγούμενο π. Ἰωάννη. Παίρνοντας πρῶτα τήν εὐλογία του, ἐπειδή ἦταν πολύ κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, ἐπῆγε ἐκεῖ δίπλα νά ξεκουρασθῆ. Ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, εἶδε ὅραμα ὅτι ἐμφανίσθηκαν δίπλα του δύο ἡσυχαστές οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Αὐτός εἶναι ὁ ἀββᾶς Σεραπίων».
Μετά ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς εἶπε στόν ἄλλον: «Πάτερ Σεραπίων, πολύ ἐκοπίασες στήν ζωήν σου γιά νά σοῦ ἀποκαλύψη ὁ Θεός ἁγίους ἀνθρώπους τῆς ἐρήμου καί νά ἀντιγράψης τήν ζωή τους, ἀλλά στόν ἀββᾶ Μᾶρκο, πού κατοικεῖ στό ὄρος Φραντσέσκο τῆς Αἰθιοπίας, ἀκόμη δέν ἔφθασες νά τόν γνωρίσης.
Διότι ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους τού ἐρημίτες πού κατοικοῦν μακριά ἀπό τόν κόσμο, δέν ἔφθασε κανείς τήν ἀρετή τοῦ ἀββᾶ Μάρκου. Αὐτός ζῆ μέ πολλούς κόπους στήν ἔρημο 95 χρόνια καί ἔχει ἡλικία 130 χρόνων. Ἀκόμη μερικοί πού εἶναι μέσα στό φῶς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἐπῆγαν σ᾿ αὐτόν καί τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι θά ἔλθουν σύντομα νά τόν παραλάβουν στόν οὐρανό.
Αὐτά συζητοῦσαν οἱ δύο ἐμφανισθεντες ἡσυχαστές, δίπλα στόν ἀββᾶ Σεραπίωνα.
Ἐκεῖνος ἐξύπνησε, ἀλλά δέν εἶδε κανέναν. Εἶπε τό ὄραμα στόν ἡγούμενο Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος καί τοῦ ἀπήντησε: «Παιδί μου, τό ὄραμά σου αὐτό εἶναι θεῖο καί ἀληθινό, ἀλλά πού εἶναι τό βουνό Φρατσέσκο;» Καί εἶπε πάλι στόν ἀββᾶ Σεραπίωνα: «Προσευχήσου γιά μένα, πάτερ».
Καί διηγεῖται στήν συνέχεια ὁ ἀββᾶς Σεραπίων, μετά τήν προσευχή του, «ἀσπάσθηκα τόν γέροντα Ἰωάννη καί ἔφυγα γιά τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἔπρεπε νά διανύσω τόν δρόμο μέ τά πόδια σέ 12 ἡμέρες καί τόν διήνυσα σέ 5 μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ κοπιάζοντας νά περπατῶ ἡμέρα καί νύκτα μέσα στήν ἐρημιά, ὅπου λόγῳ τοῦ καύσωνος ἔκαιγε ἡ ἄμμος τῆς ἐρήμου. Ὅταν ἔφθασα στήν πόλι, ἐρώτησα ἕναν ἔμπορο, πόσο μακριά εἶναι τό βουνό Φρατσέσκο τῆς Αἰθιοπίας.
Αὐτός μοῦ ἀπήντησε: «Πάτερ, σοῦ λέγω τήν ἀλήθεια ὅτι εἶναι πολύ μεγάλη αὐτή ἡ ἀπόστασις μέχρι τά σύνορα τῆς Αἰθιοπίας καί μέ τήν γλῶσσα τῶν ὁδοιπόρων εἶναι πορεία μέ τά πόδια 20 ἡμερῶν. Γιά τό βουνό πού μ᾿ἐρωτᾶς εἶναι ἀκόμη μακρύτερα.
Ἀκούοντας αὐτά ἀπό τόν ἔμπορο, μοῦ ἔδωσε νερό σ᾿ ἕνα σκεῦος καί μερικά φοινίκια καί ἔχοντας ἐλπίδα στόν Θεό ξεκίνησα γι᾿ αὐτό τόν σκοπό νά πάω στήν Αἰθιοπία. Ἐπερπάτησα μέσα στήν ἔρημο ἐπί 20 ἡμέρες χωρίς νά συναντήσω μέσα στήν ἔρημο κάποιο θηρίο, οὔτε πτηνό, διότι αὐτή ἡ ἔρημος δέν ἔχει καμμία παρηγορία καί ἀνάπαυσι οὔτε γιά ἀνθρώπους, οὔτε γιά ζῶα καί πτηνά.
Βροχή καί δροσιά δέν πέφτει ποτέ σ᾿ αὐτόν τόν τόπο καί δέν εὑρίσκεται τίποτε τό φαγώσιμο. Μετά ἀπό 20 ἡμέρες μοῦ ἐτελείωσε τό νερό καί ἀπό τά φοινίκια μοῦ ἀπέμειναν μερικά καί ἀδυνάτισα πάρα πολύ. Γι᾿αὐτό καί δέν ἠμποροῦσα πλέον νά βαδίσω πιό πέρα, οὔτε καί νά ἐπιστρέψω ὀπίσω.
Ἔξαφνα μοῦ ἐμφανίσθηκαν οἱ δύο ἡσυχαστές τούς ὁποίους εἶχα ἰδῆ στό ὄραμά μου πρό ἡμερῶν, ὅταν ἤμουν στόν ἡγούμενο Ἰωάννη. Αὐτοί ἐστάθησαν ἐνώπιόν μου καί μοῦ εἶπαν: «Σήκω καί ἔλα μαζί μας». Ὅταν σηκώθηκα στά πόδια μου, εἶδα τόν ἕνα ἀπ᾿ αὐτούς ὁ ὁποῖος ἐστράφη πρός ἐμένα καί μοῦ εἶπε: «Θέλεις ὀλίγον νά δροσισθῆς;» Ἐγώ τοῦ ἀπήντησα: «Ὅπως θέλεις ἐσύ, πάτερ». Κατόπιν μοῦ ἔδειξε μία ρίζα ἑνός φυτοῦ πού φυτρώνει στήν ἔρημο καί μοῦ εἶπε: «Λάβε καί φάγε ἀπ᾿ αὐτήν τήν ρίζα καί συνέχισε τό ταξίδι σου μέ τήν δύναμι τοῦ Θεοῦ».
Ἔφαγα, λοιπόν, ὀλίγο ἀπ᾿ αὐτήν τήν ρίζα, ἐδυνάμωσα, δροσίσθηκα κι ἔφυγε κάθε στενοχώρια ἀπό τήν ψυχή μου καί χωρίς νά σκέπτομαι ὅτι εἶχα πολύ ἀδυνατήσει. Μετά μοῦ ἔδειξαν τήν ὁδό τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά βαδίσω γιά νά φθάσω στό ὄρος τοῦ Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ. Κατόπιν ἐξαφανίσθηκαν.
Ἐπροχώρησα στόν δρόμο μου καί ἔφθασα μπροστά σ᾿ ἕνα πολύ ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖον μοῦ φαινόταν ὅτι ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό. Πλησιάζοντας αὐτό τό βουνό, ἔβλεπα ἀπό ὑψηλά τήν παραλία τῆς θαλάσσης. Μετά περπάτησα ἑπτά ἡμέρες ἀνεβαίνοντας συνεχῶς αὐτό τό βουνό.
Ὅταν ἔφθασε ἡ ἑβδόμη νύκτα, εἶδα μπροστά μου ἕνα ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβαινε ἀπό τόν οὐρανό πρός τόν ἀσκητή Μᾶρκο καί τοῦ εἶπε: «Εἶσαι μακάριος, ἀββᾶ Μάρκε, καί κάθε τι καλό θά εἶναι πάντοτε ἐπάνω σου. Ἰδού, ἔφερα κοντά σου τόν ἀββᾶ Σεραπίωνα, τόν ὁποῖον ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἡ ψυχή σου, ἐπειδή δέν ἤθελες νά ἰδῆς κάποιον ἀπ᾿αὐτό τό ἀνθρώπινο γένος». Ἀκούοντας αὐτά δέν ταράχθηκα καί προχωρώντας σύμφωνα μέ τό ὄραμα, ἔφθασα στήν σπηλιά στήν ὁποία ζοῦσε ὁ ἄγιος Μᾶρκος.
Ὅταν ἐπλησίασα στήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του, ἄκουσα τόν ἅγιο Μᾶρκο νά διαβάζη στίχους ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί νά λέγη: «ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές…» καί τό ὑπόλοιπον μέρος τοῦ ψαλμοῦ.
«Μακάρια εἶναι καί ἡ δική σου ἡ ψυχή, ὦ Μάρκε, διότι σέ ἐφὐλαξε ὁ Κύριος καί δέν σέ ἄγγιξε ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οὔτε αἰχμαλωτίσθηκε ὁ νοῦς σου ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας.
Μακάρια εἶναι τά μάτια σου, τά ὁποῖα δέν παρεπλάνησε ὁ διάβολος μέ τίς ψεύτικες καί πονηρές ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Εὐτυχισμένα νά εἶναι καί τά αὐτιά σου, διότι δέν ἄκουσαν γυναικεία φωνή καί τραγούδια σ᾿ αὐτό τόν ἀπατεῶνα κόσμο.
Μακάρια εἶναι καί τά ρουθούνια τῆς μύτης σου, τά ὁποῖα δέν ὠσφράνθηκαν ποτέ τά βρώμικα ἔργα τῆς ἁμαρτίας.
Μακάρια εἶναι καί τά χέρια σου διότι δέν ἄγγιξαν ποτέ κάτι ἀπό τά ἀνθρώπινα ἔργα. Μακάρια εἶναι καί τά πόδια σου, τά ὁποῖα δέν ἐβάδισαν τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στόν θάνατο, οὔτε ὡδήγησαν τά βήματά σου πρός τήν ἁμαρτία, διότι ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ὡδηγήθηκαν στήν αἰώνια ζωή καί ἁγιάσθηκαν μέ τήν γλυκύτητα τῶν ἁγίων ἀγγέλων».
Μετά ἄρχισε νά λέγη τά ἑξῆς πρός τήν ψυχή του: «Ψυχή μου, νά εἶσαι εὐλογημένη και δόξαζε τόν Κύριον μέ ὅλη σου τήν καρδιά στό ἅγιο Ὄνομά του. Εὐλόγησε, ψυχή μου, τόν Κύριο, καί μή λησμονῆς ὅλες τίς εὐεργεσίες του. Γιατί, ψυχή μου, στενοχωρεῖσαι καί γιατί ταράζεσαι;
Μή φοβᾶσαι, διότι δέν θά μπῆς στίς φυλακές τοῦ ἄδου. Οἱ δαίμονες δέν ἠμποροῦν νά κάνουν τίποτε γιά νά σέ κατηγορήσουν, διότι σέ σένα, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει μολυσμός ἁμαρτίας. Θά ἔλθη ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, περικυκλωμένος μ᾿ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται, καί θά σέ λυτρώση. Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού ἔκαμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου του».
Αὐτά καί ἄλλα πολλά λέγοντας ὁ ὅσιος Μᾶρκος ἀπό τήν θεία Γραφή γιά τήν παρηγοριά τῆς ψυχῆς του καί γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς ἐλπίδος του στόν Θεό, ἐξῆλθε ἀπό τήν σπηλιά του καί κλαίγοντας ἀπό χαρά. Μετά ἔκραξε πρός ἐμένα καί μοῦ εἶπε μέ ταπείνωσι: «Ὤ, πόσοι εἶναι οἱ κόποι τοῦ πνευματικοῦ μου τέκνου Σεραπίωνος, ὁ ὁποῖος ἐκοπίασε νά ἰδῆ τήν ἀθλιότητά μου!»
Ἀφοῦ μ᾿ εὐλόγησε, μοῦ εἶπε: «95 χρόνια ἐπέρασα σ᾿ αὐτή τήν ἔρημο καί δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο καί μόλις τώρα βλέπω τήν δική σου μορφή, τήν ὁποίαν ἐπεθύμησα πολύ νά ἰδῶ. Πῶς δέν καταβλήθηκες ἀπό τόσους κόπους γιά νά φθάσης σέ μένα; Εἴθε νά σοῦ δώση ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τόν μισθόν σου τήν ἡμἐρα ἐκείνη τῆς κρίσεως, ὅταν θά κρίνη τά ἀνθρώπινα πράγματα».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὁ ὅσιος Μᾶρκος, μ᾿ ἐπρόσταξε νά καθήσω κάτω. Ἐγώ ἄρχισα νά τόν ἐρωτῶ γιά τήν ἔνδοξη καί ἄξια ζωή του. Κι αὐτός μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
Ὅπως σοῦ εἶπα, ἔχω ἐδῶ 95 χρόνια, ὅπου ζῶ μέσα σ᾿ αὐτή τήν σπηλιά καί δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο, ἀλλά οὔτε καί θηρία, οὔτε πετεινά, οὔτε ἀνθρώπινο ψωμί ἔφαγα, οὔτε ἔνδυμα ἀνθρώπου ἐφόρεσα ποτέ. Ἐπί 30 χρόνια ἐπέρασα μέ μεγάλη ἄσκησι, πολεμούμενος συνεχῶς ἀπό τήν πεῖνα, τήν δίψα καί προπαντός ἀπό τίς διαβολικές φαντασίες. Τήν περίοδο πού ὑπέφερα ἀπό τήν πεῖνα, ἔφαγα χῶμα καί ἤπια νερό ἀπό τήν θάλασσα, ὅταν ἐβασανιζόμουν ἀπό τήν δίψα. Πολλές φορές μέ περιεκύκλωναν χιλιάδες δαίμονες γιά νά μέ πνίξουν στήν θάλασσα.
Ἅλλοτε μέ ἅρπαζαν καί μέ πετοῦσαν κάτω ἀπό τό βουνό αὐτό. Έγώ, ἐσηκωνόμουν καί ἐγύριζα πίσω στήν κορυφή τοῦ ὄρους αὐτοῦ, ἀλλά καί πάλιν οἱ δαίμονες μέ τραβοῦσαν. Δέν ἔμεινε οὔτε τό δέρμα στό σῶμα μου. Ἐνῶ μέ τραβοῦσαν καί μέ κτυποῦσαν, μοῦ ἐφώναζαν: «Φῦγε ἀπό τόν τόπο μας, διότι ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἦλθε νά κατοικήση ἐδῶ. Πῶς ἐτόλμησες ἐσύ καί ἦλθες;»
Κατόπιν ὁ ἀββᾶς Σεραπίων ἐρώτησε τόν μακάριο Μᾶρκο: «Πές μου, πάτερ, πῶς ἔγινε ὁ ἐρχομός σου ἐδῶ; Καί ὁ ἅγιος ἄρχισε νά τοῦ διηγῆται: «Γεννήθηκα στήν Ἀθήνα, ὅπου ἐσπούδασα τήν φιλοσοφία. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων μου, μοῦ ἦλθε ἡ ἑξῆς σκέψις μέσα μου: «Θά πεθάνω κι ἐγώ, ὅπως ἀπέθαναν καί οἱ γονεῖς μου. Εἶναι καλλίτερα ν᾿ ἀρνηθῶ τόν κόσμο μέ ἀγαθό λογισμό καί μέ καλή θέλησι, πρίν νά ἔλθη ἡ ὥρα νά τόν ἀποχωρισθῶ, ἔστω καί χωρίς νά τό θέλω». Καί ἀμέσως, βγάζοντας τά ροῦχα μου, ἀγκάλισα ἕνα κορμό ἑνός δένδρου στήν θάλασσα καί κτυπώμενος ἀπό τά κύματα, μέ τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἔφθασα σ᾿ αὐτό ἐδῶ τό βουνό».
Λέγοντας ὅλα αὐτά, διηγεῖται ὁ ἀββᾶς Σεραπίων, ἡ νύκτα ἐκείνη ἔγινε ἀπό θεῖο φῶς λαμπρότερη ἀπό τήν ἡμέρα καί εἶδα τό σῶμα του γεμᾶτο παντοῦ ἀπό τρίχες. Ξαφνιάσθηκα καί ἔτρεμα ἀπό τόν φόβο μου, διότι δέν ἠμποροῦσα νά ἰδῶ ποτέ μία τέτοια ἀνθρώπινη μορφή. Δέν ἠμποροῦσα νά ξεχωρίσω ὅτι αὐτή ἡ μορφή μπροστά μου ἦταν ἄνθρωπος, παρά μόνο ἀπό τήν φωνή καί τά λόγια πού ἐξήρχοντο ἀπό τό στόμα του.
Βλέποντάς με νά τρέμω, μοῦ εἶπε: Μήν ἐκπλήττεσαι ἀπό τήν θεωρία τοῦ σώματός μου, διότι εἶναι θνητό, φθαρτό καί προέρχεται ἀπό τό χῶμα.
Κατόπιν μ᾿ἐρώτησε: Ἄρα γε κρατεῖ ὁ κόσμος τόν νόμο τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί παλαιότερα;
-Ἐγώ τοῦ ἀπήντησα: Μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ σήμερα εἶναι καλλίτερα ὁ κόσμος ἀπό ὅ,τι ἦταν παλαιότερα.
-Καί πάλι μ᾿ἐρώτησε: Ὑπάρχει ἄραγε ἀκόμη ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων καί οἱ διωγμοί ἐναντίον τῶν χριστιανῶν;
-Τοῦ ἀπήντησα: Μέ τήν βοήθεια τῶν ἁγίων προσευχῶν, ἔπαυσαν οἱ διωγμοί καί δέν ὑπάρχει πλέον ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων.
Ἀκούοντας αὐτά ὁ Γέροντας, ἐχάρηκε πάρα πολύ. Κατόπιν μ᾿ἐρώτησε καί πάλι:
-Ὑπάρχουν ἄραγε ἅγιοι στόν κόσμο γιά νά κάνουν θαύματα, καθώς εἶπε ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο, ὅτι «ἐάν ἔχετε πίστι σάν τόν κόκκο τοῦ σινάπεως, θά εἰπῆτε στό ὄρος νά μεταβῆ σέ ἄλλο τόπο ἤ νά πέση στήν θάλασσα, καί θά γίνεται τό θαῦμα τοῦτο»(πρβλ.Ματθ.17,20). Λέγοντας αὐτόν τόν λόγο ὁ ἅγιος, ξαφνικά τό διπλανό βουνό σηκώθηκε ἀπό τήν θέσι του καί μεταφέρθηκε 5000 πόδια πρός τήν θάλασσα. Βλέποντας ὁ ἅγιος Μᾶρκος τό βουνό νά περπατᾶ, ἐσήκωσε τό χέρι του καί τοῦ εἶπε: «Ἔε βουνό, τί κάνεις τώρα; Δέν σοῦ εἶπα νά σηκωθῆς, ἀλλά ἁπλῶς συνωμιλοῦσα μέ τόν ἀδελφό. Στάσου στήν θέσι σου!» Λέγοντας τά λόγια αὐτά ὁ ἅγιος, τό βουνό ἐπέστρεψε πάλι στήν θέσι του κι ἐγώ ἔπεσα ἀπό τόν θαυμασμό μου καί τόν φόβο μου κάτω στό ἔδαφος.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος μ᾿ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί μέ σήκωσε. Μοῦ εἶπε: «Πιστεύω, ὅτι δέν εἶδες τέτοια θαύματα σάν αὐτά στήν ζωή σου, γι᾿ αὐτό καί ἐτρόμαξες», κι ἐγώ τοῦ εἶπα: «Ὄχι, πάτερ, δέν εἶδα». Τότε αὐτός στενάζοντας μέ πόνο, ἔκλαυσε καί μοῦ εἶπε: «Ταλαίπωρη γῆ, οἱ χριστιανοί πού κατοικοῦν σέ σένα μόνο κατά τό ὄνομα εἶναι χριστιανοί, ἐνῶ μέ τά ἔργα τους ἀπέχουν μακριά. Εὐλογημένος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μ᾿ ἔφερε σ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο γιά νά μή πεθάνω στήν πατρίδα μου καί νά μή ἐνταφιασθῶ σέ μολυσμένη καί γεμάτη ἀπό ἀμαρτίες γῆ».
Παράλληλα, μοῦ ἔδειξε τόν τόπο τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τούς τόπους τῶν ψυχῶν τῶν ἁγίων, τήν μακαριότητα πού ὑποσχέθηκε σ᾿ αὐτούς πού ἑτοιμάσθηκαν μέ καλά ἔργα. Εἶδα τόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ, τόν καρπό τῆς γνώσεως ἀπό τόν ὁποῖον ἔφαγαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρόγονοί μας. Εἶδα τόν Ἐνώχ, τόν Ἠλία στόν παράδεισο καί δέν ἔμεινε κάτι τό ὁποῖον νά μή μοῦ τό ἔδειξε ὁ Κύριος, ἀπ᾿ ὅσα ἐγώ τοῦ ἐζήτησα».
Μετά ἀπό ἕνα τέτοιο πόλεμο ἐπί 30 χρόνια βασανιζόμενος ἀπό τήν πεῖνα, τήν δίψα, τόν πόλεμο τῶν δαιμόνων, κατόπιν ξεχύθηκε ἐπάνω μου ἡ χάρις καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς θείας του προνοίας ἄλλαξε κἄπως τό σῶμα μου καί ἐφύτρωσαν τρίχες παντοῦ. Ἀκόμη ὁ Θεός μοῦ ἔστελλε καί καθημερινή τροφή.
Ἀφοῦ ἐπεράσαμε τήν ἡμέρα ἐκείνη μέ ψαλμωδίες ἀπό τούς ψαλμούς καί μέ πνευματικές συνομιλίες, κατόπιν μοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος: «Ἀδελφέ Σεραπίων, νά φᾶμε τώρα κάτι!»
Καί ἀμέσως, ὑψώνοντας τά χέρια του στόν οὐρανό, ἄρχισε νά λέγη τόν ἑξῆς ψαλμό: «Ὁ Κύριος θά μέ φυλάξη καί δέν θά μοῦ στερήση τίποτε…». Μετά τό τέλος τοῦ ψαλμοῦ, ἐπιστρέφοντας στήν σπηλιά εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Ἄς μποῦμε τώρα μέσα νά καθήσουμε νά φᾶμε ἀπό τά φαγητά πού μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος». Ἐγώ ἐθαύμασα καί ἐξεπλάγην, διότι ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἶδα ἄλλον στήν σπηλιά, παρά μόνο τόν ὅσιο Μᾶρκο. Ἀφοῦ εἰσήλθαμε στήν σπηλιά, εἶδα ἕνα τραπέζι μέ δύο σκαμνιά, δύο φρέσκα ψωμιά πού ἔλαμπαν σάν τό χιόνι, φροῦτα, δύο φρέσκα ψάρια, καθαρά λαχανικά, ἐλιές, φοινίκια, ἁλάτι καί ἕνα μπουκάλι γεμάτι καθαρό νερό, γλυκύτερο ἀπό τό μέλι. Ἀφοῦ ἐκαθίσαμε, ὁ ἅγιος Μᾶρκος, εἶπε: «Εὐλόγησον, παιδί μου Σεραπίων!» Ἐγώ τοῦ εἶπα: «Συγχώρεσέ με, πάτερ!» Τότε ὁ ἅγιος εἶπε: «Κύριε, εὐλόγησον!» Καί εἶδα ἕνα χέρι ἁπλωμένο ἀπό τόν οὐρανό πλησίον τῆς τραπέζης, τό ὁποῖον εὐλογοῦσε τό τραπέζι μας καί ὅλα, ὅσα εἶχαν παρατεθῆ γιά τό γεῦμα μας. Ἀφοῦ ἐφάγαμε, εἶπε: «Πάρε, ἀδελφέ, αὐτά ἀπό ἐδῶ! Καί ἀμέσως, σάν νά ἦλθε ἕνα ἀόρατο χέρι καί ἐσήκωσε τό τραπέζι μέ τά ἀποφάγια μας, ἐνῶ ἐγώ ἀποροῦσα γιά δύο πράγματα: Γιά τόν ἀόρατο ὑπηρέτη μας-διότι ἄγγελος τοῦ Κυρίου ὑπηρετοῦσε μ᾿ ἐντολή τοῦ Θεοῦ τόν ἐπίγειο ἄγγελο-,τόν ὅσιο Μᾶρκο, καί δεύτερον ἐθαύμαζα διότι πρώτη φορά σέ ὁλόκληρη τήν ζωή μου ἔφαγα τόσο γλυκά καί νόστιμα φαγητά καί ψωμί. Τότε ὁ ἅγιος Μᾶρκος μοῦ εἶπε: «Εἶδες, ἀδελφέ Σεραπίων, πόσα ἀγαθά ἔστειλε ὁ Θεός στούς δούλους του; Ὅλες τίς
ἡμέρες μοῦ στέλλει ὁ Κύριος ἕνα ψάρι καί ἕνα ψωμί, ἐνῶ σήμερα ἐδιπλασίασε τήν τράπεζα τῶν φαγητῶν μας, διότι ἤσουν καί ἐσύ μαζί μου. Μέ φαγητά σάν αὐτά μέ τρέφει ὁ Κύριος ἀπό τό ἀνέκφραστο ἔλεός του, παρά τήν μεγάλη μου ἐμπάθεια καί κακία. Ἐπί 30 χρόνια, ὅπως σοῦ εἶπα καί προηγουμένως, ζώντας σ᾿ αὐτό τόν τόπο, δέν εὕρισκα νά μασήσω οὔτε μία ρίζα καί ὑπέφερα ἀπό τήν πείνα καί τήν δίψα.
Μετά ἀπό ἀνάγκη, ἔτρωγα χῶμα καί ἔπινα πικρό νερό ἀπό τήν θάλασσα, περπατοῦσα γυμνός καί ξυπόλυτος, ὥστε ἔπεσαν τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν μου ἀπό τήν παγωνιά, ἀπό τήν φοβερά θλίψι καί οἱ δαίμονες μέ τραβοῦσαν νά μέ ρίξουν ἀπό τά βράχια κάτω. Ἡ ἥλιος τούς καλοκαιρινούς μῆνες μοῦ ἔκαιγε τό σῶμα καί ἔπεφτα μέ τό πρόσωπο στήν γῆ σάν νεκρός. Ἐνῶ οἱ δαίμονες μέ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν σάν νά μέ εἶχε ἐγκαταλείψει πλήρως ὁ Θεός. Ἀλλά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινα γιά τήν θεία ἀγάπη Του.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν τά 30 χρόνια πού πολεμοῦσα μέ τά πάθη μου, μ᾿ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐφύτρωσαν στό σῶμα μου πολλές καί χοντρές τρίχες καί ἔτσι σκεπάσθηκαν ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μου. Ἀπό τότε οἱ δαίμονες δέν ἠμπόρεσαν πλέον νά μέ πλησιάσουν, ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα δέν μέ ἐβασάνιζαν πλέον, ἡ παγωνιά ὁ καύσωνας καί κάθε θλίψις δέν μέ ἐνωχλοῦσαν πλέον καί ἐκτός ἀπ᾿ὅλα αὐτά, δέν ἀρώστησα πλέον ποτέ μέχρι σήμερα. Ὅμως νά ξέρης ὅτι σήμερα τελειώνει τό νῆμα τῆς ζωῆς μου καί ὁ Θεός σ᾿ἔστειλε ἐδῶ νά ἐνταφιάσης τό ταπεινό μου σῶμα μέ τά ἅγια χέρια σου».
Μετά ἀπό μία ὥρα μοῦ εἶπε καί πάλιν ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Ἀδελφέ Σεραπίων, νά περάσης αὐτή τήν νύκτα χωρίς ὕπνο, διότι θά γίνη ὁ ἀποχωρισμός μας». Ὁπότε καί οἱ δύο σταθήκαμε στήν προσευχή ψάλλοντας καί ψαλμούς τοῦ Δαβίδ.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά ὁ ἅγιος μοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ Σεραπίων, μετά τήν κοίμησί μου, νά βάλης τό σῶμα μου στήν σπηλιά αὐτή, νά κτίσης τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς καί νά ἐπιστρέψης στόν τόπον σου καί νά μή μείνης ἐδῶ».
Ἐγώ κατόπιν προσκυνώντας τόν Ὅσιο, ἄρχισα νά κλαίω καί νά τοῦ ζητῶ συγχώρησι. Τοῦ εἶπα: «Πάτερ, προσευχήσου στόν Θεό γιά νά μέ πάρη μαζί σου καί νά πάω, ὅπου θά πᾶς καί ἐσύ». Καί ὁ ἅγιος μοῦ ἀπήντησε: «Τήν σημερινή ἡμέρα τῆς χαρᾶς μου, μή κλαῖς, ἀλλά περισσότερο νά χαίρεσαι. Γιά σένα εἶναι πρέπον νά ἐπιστρέψης στόν τόπον σου, ἐνῶ ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος σέ ἔφερε ἐδῶ, εὔχομαι, νά σοῦ χαρίση τήν σωτηρία σου γιά τόν κόπο πού ἔκαμες νά ἔλθης σέ μένα. Νά γνωρίζης ἀκόμη ὅτι ἡ ἐπιστροφή σου δέν θά γίνη ἀπό τόν ἴδιο δρόμο ἀπό τόν ὁποῖον ἦλθες σέ μένα. Ἀλλά μ᾿ ἕνα ἀσυνήθιστο ταξίδι θά φθάσης στόν τόπον σου».
Μετά ὁ ὅσιος Μᾶρκος, ἀφοῦ ἐσιώπησε λίγο, συνέχισε νά λέγη: «Ἀδελφέ Σεραπίων, ἡ σημερινή ἡμέρα μοῦ εἶναι πολύ χαρούμενη περισσότερο ἀπ᾿ ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, διότι σήμερα ἀποχωρίζεται ἡ ψυχή μου ἀπό τό ἐμπαθές καί θνητό σῶμα μου καί πηγαίνει ν᾿ ἀναπαυθῆ στούς οὐρανίους τόπους. Σήμερα θ᾿ ἀναπαυθῆ τό σῶμα μου ἀπό τούς πολλούς πόνους καί τούς κόπους του. Σήμερα μέ ὑποδέχεται τό οὐράνιο φῶς τῆς αἰωνίου ἀναπαύσεώς μου».
Λέγοντας αὐτά, ἡ σπηλιά ἐγέμισε ἀπό ἕνα λαμπρότατο φῶς, πού ἦταν δυνατώτερο κι ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου, ἐνῶ τό βουνό, ὅπου ἦταν ἡ σπηλιά, πληρώθηκε ἀπό μία γλυκυτάτη εὐωδία.
Ὁ ὅσιος Μᾶρκος, μ᾿ἐπῆρε ἀπό τό χέρι καί ἄρχισε νά λέγη: «Μεῖνε, σπηλιά μου, ὅπου ἐπέρασα μ᾿ αὐτό τό σῶμα μου ὑπηρετώντας τόν Κύριο σ᾿ αὐτό τόν παροδικό αἰῶνα. Μέχρι τήν κοινή ἀνάστασι θά παραμείνη τό νεκρό σῶμα μου σέ σένα, πού βασανιζόταν ἀπό πόνους, κόπους καί ἄλλες ταλαιπωρίες. Καί τώρα, ἐσύ Κύριε, χώρισε τήν ψυχή μου ἀπό τό σῶμα μου, διότι γιά τήν ἀγάπη σου ὑπέμεινα τήν πεῖνα, τήν δίψα, τήν γυμνότητα, τήν παγωνιά καί τήν θλίψι κάθε ἡμέρας καί κάθε δυσκολία στήν ζωή μου. Ἐσύ ὁ Ἴδιος Δέσποτα, ἔνδυσέ με μέ δόξα κατά τήν φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Δευτέρας παρουσίας Σου. Ἐσεῖς, μάτια μου, τώρα ἀναπαυθῆτε, διότι δέν ἐχορτάσατε ὕπνο νύκτα καί ἡμέρα λόγῳ τῆς προσευχῆς μου πρός τόν Κύριο.
Κι ἐσεῖς πόδια μου, ξεκουρασθῆτε τώρα ἀπό τήν ὀρθοστασία τῶν νυκτερινῶν ὡρῶν κατά τίς ὧρες τῶν προσευχῶν μου. Φεύγω ἀπ᾿ αὐτή τήν παροδική ζωή. Ἦλθε ἡ ὥρα μου.
Σέ ὅλους πού παραμένουν ἀκόμη σ᾿ αὐτήν τήν γῆ, τούς εὔχομαι νά εὕρουν τήν σωτηρία τους. Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ ἐρημῖτες, πού περιπλανᾶσθε μέσα στίς σπηλιές καί στά βουνά γιά τόν Θεό! Εἶθε νά σωθῆτε, ἐσεῖς οἱ ἀσκητές, πού γιά τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὑπομένετε κάθε ταλαιπωρία. Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς πού ἐφαρμόζετε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, οἱ φυλακισμένοι, οἱ καταδιωκόμενοι γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πού δέν ἔχετε ἄλλη παρηγοριά ἐκτός ἀπό τήν καταφυγή σας στόν ἕνα καί Μοναδικό Θεό!
Εἴθε νά σωθῆτε, ἐσεῖς τά μοναστήρια, πού ὑπηρετεῖτε τόν Θεό ἡμέρα καί νύκτα! Εἴθε νά σωθῆτε οἱ ἅγιες τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίες, πού προσφέρετε τήν κάθαρσι τῆς ψυχῆς στούς ἁμαρτωλούς! Εἴθε νά σωθῆτε ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἱερεῖς τοῦ Κυρίου μας, οἱ μεσολαβητές στόν Θεό γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων!
Εἴθε νά σωθῆτε, ἐσεῖς τά παιδιά τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, πού ἐλάβατε τό ἅγιο Βάπτισμα! Εἴθε νά σωθῆτε, ὅσοι ἀγαπᾶτε τόν Χριστό, οἱ ὁποῖοι δέχεσθε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, σάν τόν Ἴδιο τόν Χριστό!
Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ ἐλεήμονες, διότι εἶσθε ἄξιοι τοῦ θείου ἐλέους! Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ πλούσιοι κατά Χριστόν, ὁ Ὁποῖος θά σᾶς πλουτίση μέ ἀγαθά καί θεάρεστα ἔργα, διότι ἤσασταν πάντοτε οἱ εὐεργέτες τῶν ἄλλων ἀνθρώπων!
Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ πτωχοί κατά Χριστόν, οἱ πιστοί βασιλεῖς καί ἡγεμόνες, πού κρίνετε τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη καί μέ ἐλεήμονα καρδία! Εἴθε νά σωθῆτε ἐσεῖς οἱ ἐρημῖτες, οἱ ταπεινοί στήν καρδιά καί ὅσοι ἀγαπήσατε τούς σωματικούς κόπους γιά τόν Κύριο!
Εἴθε νά σωθῆτε, ὅσοι ἀγαπήσατε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἐν ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Καί σύ, γῆ, προσωρινή μας πατρίδα, καί ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν ἐπάνω σέ σένα, εἴθε νά σωθοῦν μέ τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!»
Ἀφοῦ εἶπε ὅλα αὐτά, ὁ ὅσιος Μᾶρκος, στράφηκε ἔπειτα σέ μένα, μέ ἀσπάσθηκε καί ἐσπρόσθεσε τά ἑξῆς: «Εἴθε νά σωθῆς κι ἐσύ, ἀδελφέ μου Σεραπίων! Ὁ Χριστός γιά τόν Ὁποῖον ὑπέφερες τόν κόπο αὐτόν μέ τήν ἐλπίδα νά φθάσης μέχρις ἐμένα, εἴθε νά σέ πληρώση τήν ἡμέρα τῆς ἐσχάτης παρουσίας Του. Ἀδελφέ μου Σεραπίων σ᾿ ἐξορκίζω στό Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, νά μή πάρης κάτι ἀπό τό εὐτελές σῶμα μου, οὔτε ἀκόμη καί μία τρίχα τῆς κεφαλῆς μου, οὔτε καί νά πλησιάσης τό ἔνδυμά μου, πού εἶναι οἱ τρίχες τοῦ σώματός μου μέ τίς ὁποῖες μ᾿ ἐσκέπασε ὁ Κύριος. Ἔτσι ὅπως εἶμαι νά θάψης τό σῶμα μου καί νά μή περάσης πάλι ἀπ᾿ἐδῶ!»
Ἐνῶ ἔλεγε αὐτά τά λόγια ὁ ἅγιος, ἐγώ ἄρχισα νά κλαίω. Ξαφνικά ἀκούσθηκε μία φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Πάρετε τό ἐκλεκτό αὐτό σκεῦος τῆς ἐρήμου, πάρετε καί φέρετε σέ Μένα τόν τέλειο ἐργάτη τῆς δικαιοσύνης, τόν τέλειο χριστιανό, τόν πιστό μου μου δοῦλο! Ἔλα, Μάρκε, ἔλα καί ἀναπαύου στό φῶς τῆς χαρᾶς καί στήν αἰώνια ζωή τοῦ Πνεύματος!»
Τότε ὁ ἅγιος εἶπε τά ἑξῆς λόγια πρός ἐμένα: «Ἄς κλίνουμε τά γόνατα, Ἀδελφέ μου!» Ὅταν ἐγονατίσαμε, ἄκουσα μία ἀγγελική φωνή νά λέγη πρός τόν Ὅσιο Μᾶρκο: «Ἄνοιξε τά χέρια σου!»
Ἀκούοντας αὐτή τήν φωνή, σηκώθηκα ἀμέσως καί στρέψας τήν ματιά μου πρός αὐτόν, εἶδα τήν ψυχή τοῦ ἁγίου Μάρκου νά ἀποχωρίζεται ἀπό τά δεσμά τοῦ σώματος καί νά σκεπάζεται ἀπό ἀγγελικά χέρια μέ ἕνα λευκό καί φωτεινό ἔνδυμα καί νά ἀνέρχεται στόν οὐρανό. Κατόπιν εἶδα μερικές διαβολικές παρατάξεις νά στέκωνται κατά τήν πορεία τῆς ψυχῆς πρός τόν οὐρανό. Ἄκουσα μία ἀγγελική φωνή νά λέγη πρός τούς διαβόλους: «Φύγετε, παιδιά τοῦ σκότους, μακριά ἀπό τήν μορφή τοῦ φωτός τῆς δικαιοσύνης!» Μετά ἀκούσθηκε μία ἄλλη φωνή νά λέγη: «Λάβετε καί φέρετε ἐδῶ αὐτόν ὁ ὁποῖος κατεντρόπιασε τούς δαίμονες!»
Ἀφοῦ ἐπέρασε ἡ ψυχή τοῦ ὁσίου Μάρκου ἀπό τίς δαιμονικές παρατάξεις, χωρίς καθόλου νά ἐμποδισθῆ, καί ἐπλησίαζε στήν ἀνοικτή πύλη τοῦ οὐρανοῦ, εἶδα κάτι παρόμοιο μέ χέρι πού ἁπλώθηκε ἀπό τόν οὐρανό, λαμβάνοντας τήν ἀμόλυντη ψυχή τοῦ Ὁσίου. Κατόπιν ἔφυγε αὐτό τό ὄραμα ἀπό τά μάτια μου καί ἔκτοτε δέν εἶδα τίποτε ἄλλο.
Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, ἐφρόντισα καί τακτοποίησα τό πάντιμο σῶμα τοῦ ἁγίου καί ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα τήν ἐπέρασα στήν προσευχή. Ὅταν ἐξημέρωσε, ἔκαμα τήν καθιερωμένη προσευχή μου μαζί μέ ψαλμωδίες κατά τήν δύναμί μου μέ δάκρυα χαρᾶς καί ἀφοῦ ἀσπάσθηκα τό σῶμα του τό ἔβαλα σ᾿ ἕνα μέρος τῆς σπηλιᾶς καί ἔκλεισα τό στόμιο της μέ πέτρες. Μετά ἀπό πολλή προσευχή, κατέβηκα ἀπό τό βουνό, παρακαλώντας τόν Θεό καί καλώντας τόν ἅγιο Μᾶρκο νά μέ βοηθήση γιά νά ἠμπορέσω νά ἔβγω ἀπ᾿ αὐτή τήν φοβερή καί ἀπάτητη ἔρημο τοῦ δάσους.
Κατά τήν δύσι τοῦ ἡλίου, στάθηκα κάπου νά ἀναπαυθῶ. Τότε ἐμφανίσθηκαν μπροστά μου ἐκεῖνοι οἱ δύο ἡσυχαστές, πού μοῦ εἶχαν ἐμφανισθῆ στήν ἀρχή καί μοῦ εἶπαν: «Εἶναι ἀλήθεια, ἀδελφέ Σεραπίων, ὅτι ἔθαψες σήμερα τό σῶμα ἑνός μακαρίου πατρός, τοῦ ὁποίου δέν εἶναι ἄξιος οὔτε ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Νά ταξιδεύης τήν νύκτα, διότι ὁ ἀέρας εἶναι δροσερός, ἐνῶ τήν ἡμέρα δέν ἠμπορεῖς, λόγῳ τοῦ καύσωνος».
Ἐταξίδευσα μαζί μ᾿ αὐτούς μέχρι τό πρωΐ καί ὅταν ἄρχισε νά ξημερώνη, μοῦ εἶπαν: «Πάτερ Σεραπίων, πήγαινε μέ εἰρήνη στόν δρόμο σου καί προσευχήσου στόν Κύριο καί Θεό!» Πηγαίνοντας ὄχι πολύ μακριά ἀπ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσα τά μάτια μου ζητώντας τόν δρόμο μου καί εἶδα ὅτι εὑρισκόμουν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ πατρός Ἰωάννου, τοῦ μεγάλου ἡγουμένου.
Θαυμάζοντας γι᾿ αὐτή τήν ἀόρατη ἄφιξί μου, ἐδόξασα τόν Θεό μέ μεγάλη φωνή. Καί τότε ἦλθε στόν νοῦ μου ὁ λόγος τοῦ Ὁσίου Μάρκου, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶχε εἰπεῖ ὅτι στήν ἐπιστροφή μου δέν θά βαδίσω ἀπό τήν ἴδια ὁδό μέ τήν ὁποία ἦλθα κοντά του. Κατόπιν ἐδόξασα τό Ὄνομα τοῦ Παναγάθου καί Φιλανθρώπου Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἐλέησε καί μένα τόν ἀνάξιον μέ τίς εὐχές τοῦ πιστοῦ δούλου Του, ὁσίου Μάρκου.
Ἀκούοντας τήν φωνή μου, ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ἦλθε ἔξω νά μέ ὑποδεχθῆ καί εἶπε: «Ὁ ὅσιος Σεραπίων ἐπέστρεψε καί πάλι κοντά μας μέ εἰρήνη»!
Κατόπιν διηγήθηκα στόν ἡγούμενο καί τούς μαθητάς του ὅλα ὅσα συνέβησαν καί ὅλοι ἐδόξασαν τόν Θεό, ἐνῶ ὁ ἡγούμενος εἶπε ἀκόμη τά ἑξῆς: «Ἀλήθεια, Ἀδελφέ, ἐκεῖνος ὁ Ὅσιος ἦταν ἕνας τέλειος χριστιανός, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα κατά τό ὄνομα ἀκόμη χριστιανοί καί μέ τά ἔργα μας ἀπέχουμε πολύ μακριά ἀπό τόν ἀληθινό Χριστιανισμό!»
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Επιμέλεια κειμένουΑναβάσεις
Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.
http://anavaseis.blogspot.gr/
http://www.hristospanagia.gr/?p=9678#more-9678
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου