Μέγα Σάββατον
Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στον Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν οι θεομάχοι, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα, κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμα ζούσε, και τότε θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη, χειρότερη της πρώτης».
Αυτά είπαν στο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για την ασφάλειά του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών, τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἐπέθετο.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας νεκρὸς ὁρᾶται· καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσι πικρὸς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἐφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἁγία Πελαγία γεννήθηκε στὴν πόλη Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Μεγάλωσε σὲ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον.
Ὅμως, σὲ νεαρὴ ἡλικία, εἶδε σέ ὅραμα τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Λίνο, ὁ ὁποῖος βάπτιζε καὶ ἐπέστρεφε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι ἐπιθύμησε νὰ τὸν δεῖ καὶ ἀφοῦ ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὴν μητέρα της μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι θὰ μεταβεῖ στὴν τροφό της, ποὺ ζοῦσε σὲ ἄλλη πόλη, προσῆλθε στὸν Ἐπίσκοπο καὶ βαπτίσθηκε.
Ἀφοῦ παρέδωσε τὰ πολυτελῆ ἐνδύματά της, ντύθηκε μὲ φτωχικὰ ροῦχα καὶ παρουσιάσθηκε στὴν μητέρα της. Ὃταν ἡ μητέρα της ἀντίκρισε τὴν θυγατέρα της μὲ αὐτὴ τὴν ἐνδυμασία καὶ ἄκουσε γιὰ τὴν μεταστροφή της στὸν Χριστό, τὴν κατήγγειλε στὸν υἱὸ τοῦ Διοκλτιανοῦ καὶ στὴν συνέχεια στὸν ἴδιο τὸν Διοκλητιανό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πυρώσουν ἕνα χάλκινο βόδι μέσα στὸ ὁποῖο ἔριξαν τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία βρῆκε ἔτσι μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Πελαγίας ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριον αὐτῆς κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Κόνωνος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ ἐπιγνώσει, ζόφον ἔλιπες, τῆς ἀγνωσίας, Πελαγία Χριστοῦ, καλλιπάρθενε. Οὐ τὴν ἀείζωον δρόσον πλουτήσασα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήοασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φλωριανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἒμς τῆς Αὐστρίας. Ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν πόλη Νόρικουμ τῆς Αὐστρίας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ διοικητῆ Ἀκυλίνου καὶ βασανίσθηκε σκληρά. Στὸ τέλος, τοῦ ἔδεσαν μία πέτρα στὸν λαιμὸ καὶ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Ἔμς, ὅπου τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ 303 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προστάτες Ἁγίους τῆς Αὐστρίας.
Ἡ Ἁγία Μόνικα μητέρα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου
Ἡ Ἁγία Μόνικα, μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου (τιμᾶται 15 Ἰουνίου), γεννήθηκε τὸ 332 μ.Χ. στὴν πόλη Ταγάστη τῆς βόρειας Ἀφρικῆς ἀπὸ γονεῖς Χριστιανούς, εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Νυμφεύθηκε τὸν ἐθνικὸ διοικητὴ Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτῆρα ἀπὸ τὴν Ἁγία. Αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή της, ἔβρισκε τὴν φιλανθρωπική της διάθεση ὑπερβολική, ἀδυνατοῦσε νὰ κατανοήσει τὴν διάθεσή της νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.
Ἡ Ἁγία Μόνικα ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση μὲ προσευχὴ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ἀναθρέψει τοὺς δυὸ υἱούς της καὶ τὴ θυγατέρα της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν συμφωνοῦσε στὴν βάπτιση τῶν παιδιῶν του. Ἡ Ἁγία δὲν ἀντιστεκόταν στὴ βίαιη ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Πατρικίου.
Γνώριζε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἦταν πολὺ διακριτικὴ καὶ ὑπομονετική. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς φώτισε τὴν καρδιὰ τοῦ Πατρικίου καὶ μετὰ ἀπὸ δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιὰ νὰ κοιμηθεῖ μὲ εἰρήνη τὸ 371 μ.Χ.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα στὶς 25 Ἀπριλίου τοῦ 387 μ.Χ., ὁ Αὐγουστίνος βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ ἡ Ἁγία ἦταν παροῦσα στὴν βάπτιση τοῦ υἱοῦ της. Γράφει γιὰ τὴν στάση τῆς μητέρας του Μόνικας ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὶς «Ἐξομολογήσεις» του: «Ἡ μητέρα μου ἔχυνε γιὰ ἐμένα περισσότερα δάκρυα ἀπὸ ὅσα χύνουν οἱ μητέρες ἐπάνω στὰ νεκρὰ τέκνα τους.
Μὲ τὴν θέρμη τῆς πίστης, ἡ ὁποία τῆς χάριζε ἡ μεγάλη της εὐσέβεια, μὲ ἔβλεπε ἠθικῶς νεκρό. Καὶ Σὺ Κύριε εἰσάκουσες τὴν δέησή της καὶ δὲν περιφρόνησες τὰ δάκρυά της, μὲ τὰ ὁποία πότισε τὸ ἔδαφος, παντοῦ ὅπου προσευχόταν.
Οἱ πόνοι της νὰ μὲ ἀναγεννήσει διὰ τοῦ Πνεύματος ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίου ὑπέφερε νὰ μὲ γεννήσει διὰ τῆς σαρκός».
Ἡ Ἁγία Μόνικα, αἰσθανόμενη ὅτι εἶχε ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπέστρεψε στὴν Ἀφρικὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, στὴν πόλη Ὄστια. Πράγματι εἶχε ἐκπληρώσει τὸν ἱερὸ σκοπό της καὶ τὴν μαρτυρία της ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐνταφιάσθηκε στὴν Ὄστια καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακομίσθηκε μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια στὴ Ρώμη, στὶς 9 Ἀπριλίου.
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ὁ πρεσβύτερος
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἅγιο Ἠλιόδωρο (τιμᾶται 3 Ἰουλίου), Ἐπίσκοπο Ἀλτίνου τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 395 μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος (τιμᾶται 15 Ἰουνίου) ἀφιέρωσε μία πραγματεία του στὸν ἱερατικὸ βίο τοῦ Ἁγίου Νεποτιανοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος ἔζησε μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς Θαυματουργίας, εἶναι ἄγνωστο ὅμως τὸ ποῦ καὶ τὸ πότε συνέβησαν ὅλα αὐτά. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ὅσιος κλείσθηκε μέσα σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ κελλί, ὅπου μακριὰ ἀπὸ κάθε θόρυβο λαμπρύνθηκε μὲ τὴν ἀπάθεια. Ἔτσι δέχθηκε καὶ τὸ Θεῖο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἀντωνίνος, Ἀφροδίσιος, Βαλεριανός, Λεόντιος, Μακρόβιος καὶ Μίδας οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Σκυθόπολη, ὅταν παρουσιάσθηκαν αὐτόκλητοι στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας καὶ τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη καὶ τοὺς ἀπάνθρωπους τρόπους. Συνέτριψαν μάλιστα καὶ τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων, ποὺ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἐξόργισε τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν ἐναντίων τους μὲ ρόπαλα καὶ πέτρες καὶ τούς φόνευσαν.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐνταφίασαν καὶ ἀνήγειραν ναὸ πάνω στοὺς τάφους τους. Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐτελεῖτο στὸ Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπραττείων.
Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου καὶ τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς τῆς Μυροφόρου
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, σύμφωνα μὲ τὰ ὑπομνήματα τῶν Συναξαριστῶν, Ἑορτολογίων καὶ Τυπικῶν, ἄγονται δυὸ περιστατικά: ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Στὰ διάφορα ὑπομνήματα γίνεται μνεία καὶ στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ βασιλέας Λέων ὁ Σοφὸς (886-912 μ.Χ.) καὶ τὰ ἀποθησαύρισε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, σὲ ἀργυρὴ θήκη.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τὸ βάρος τὴ ἑορτῆς πέφτει στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, τὸ βάρος, ὄχι ἁπλῶς μετατίθεται στὴν ἐπιτέλεση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων ἦταν ποὺ ξαναέφερε στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὴ μετακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στὴν Βασιλεύουσα.
Ἔτσι, ὁρίσθηκε κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ γίνεται μνεία καὶ τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν Κωνσταντινούπολη, κτίσθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 900-912 μ.Χ., στὴν τοποθεσία «Τόποι», μὲ δαπάνες τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος. Τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν στὶς 4 Μαΐου τοῦ 912 μ.Χ., λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος (κοιμήθηκε 11 Μαΐου 912). Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ἀναφέρεται, ἐπὶ Λέοντος, ὁ Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.
Στὴ μονὴ εἶχε καθορισθεῖ αὐτοκρατορικὴ πρσέλευση κατὰ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἡγούμενος τῆς μονῆς Μηδικίου
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784-806 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία πόθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ βλέποντας τὴν εἰκονομαχία νὰ αὐξάνει κατέφυγε σὲ κάποια μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ διῆγε τὸν βίο του μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Ὅταν δὲ ἐπῆλθε σχετικὴ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου τῆς Τριγλίας τὸν ζήτησαν ἡγούμενο.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἦταν προσκείμενος στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη, κλείσθηκε στὴν φυλακὴ καὶ ἐξορίσθηκε. Κοιμήθηκε στὴν ἐξορία, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813-820 μ.Χ.).
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου, ἡγούμενος τῆς μονῆς Μηδικίου ἐξελέγη ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς (τιμᾶται 3 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, ἀφοῦ ἔζησε μὲ εὐσέβεια, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέως Βασιλείου Β’ καὶ Κωνσταντίνου Η’ (976-1028), κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. ὡς ἡσυχαστὴς στὰ ἐρημικότερα μέρη τοῦ Ἄθω. Ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ γιὰ τὴν τέχνη αὐτῆς ὁμιλεῖ στὸ ἔργο του «περὶ νοερᾶς προσευχῆς» στὴ Φιλοκαλία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Θεοδοσία πριγκίπισσα τοῦ Βλαδιμὶρ
Ἡ Ὁσία Θεοδοσία ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Μστισλάβου Μστισλάβιτς Οὐνταλόι καὶ νυμφεύθηκε τὸν πρίγκιπα τοῦ Νόβγκοροντ καὶ Βλαδιμίρ, Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε ἐννέα τέκνα, δυὸ ἀπὸ τὰ ὁποία ἔγιναν Ἅγιοι, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Νέφσκιυ.
Ἀργότερα ἡ πριγκίπισσα Θεοδοσία ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1244.
Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος Ἀλφάνωφ ἤσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ. Τὸ 1389 ἵδρυσαν τὸ μοναστῆρι τοῦ Σοκολνίτσκι καὶ ἀσκήτεψαν ἐκεῖ θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Λόγω μιᾶς πυρκαγιᾶς, ποὺ κατέστρεψε τὸ μοναστῆρι τοῦ Σοκολνίτσκι, τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἀντώνιεβ τὸ 1775.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 17 Ἰουνίου.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Παλαιᾶς» ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θετόκου τῆς «Παλαιᾶς» ἐμφανίσθηκε τὸ 1570
στὴν περιοχὴ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ εἰκόνα παρέμεινε στὴν πόλη Τιχβὶν μέχρι
τὸ 1888 καὶ στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀποδόθηκε στὴν πόλη
Στάργια Ροῦσα.
Ἡ παλαιορωσικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὀνομάσθηκε ἔτσι ἐπειδὴ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ἦταν στὴν Παλαιὰ Ρωσία, ὅπου τὴν εἶχαν φέρει Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ὀλβία κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ Ρωσία.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=8928#more-8928
Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στον Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν οι θεομάχοι, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα, κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμα ζούσε, και τότε θα είναι η τελευταία αυτή πλάνη, χειρότερη της πρώτης».
Αυτά είπαν στο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για την ασφάλειά του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών, τὸ ἄχραντόν σου σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἐπέθετο.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Χειρόγραφον εἰκόνα.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας νεκρὸς ὁρᾶται· καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσι πικρὸς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἐφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἁγία Πελαγία γεννήθηκε στὴν πόλη Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Μεγάλωσε σὲ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον.
Ὅμως, σὲ νεαρὴ ἡλικία, εἶδε σέ ὅραμα τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Λίνο, ὁ ὁποῖος βάπτιζε καὶ ἐπέστρεφε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι ἐπιθύμησε νὰ τὸν δεῖ καὶ ἀφοῦ ζήτησε ἄδεια ἀπὸ τὴν μητέρα της μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι θὰ μεταβεῖ στὴν τροφό της, ποὺ ζοῦσε σὲ ἄλλη πόλη, προσῆλθε στὸν Ἐπίσκοπο καὶ βαπτίσθηκε.
Ἀφοῦ παρέδωσε τὰ πολυτελῆ ἐνδύματά της, ντύθηκε μὲ φτωχικὰ ροῦχα καὶ παρουσιάσθηκε στὴν μητέρα της. Ὃταν ἡ μητέρα της ἀντίκρισε τὴν θυγατέρα της μὲ αὐτὴ τὴν ἐνδυμασία καὶ ἄκουσε γιὰ τὴν μεταστροφή της στὸν Χριστό, τὴν κατήγγειλε στὸν υἱὸ τοῦ Διοκλτιανοῦ καὶ στὴν συνέχεια στὸν ἴδιο τὸν Διοκλητιανό. Ὁ αὐτοκράτορας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πυρώσουν ἕνα χάλκινο βόδι μέσα στὸ ὁποῖο ἔριξαν τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία βρῆκε ἔτσι μαρτυρικὸ θάνατο.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Πελαγίας ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριον αὐτῆς κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Κόνωνος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ ἐπιγνώσει, ζόφον ἔλιπες, τῆς ἀγνωσίας, Πελαγία Χριστοῦ, καλλιπάρθενε. Οὐ τὴν ἀείζωον δρόσον πλουτήσασα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήοασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Φλωριανὸς γεννήθηκε στὴν πόλη Ἒμς τῆς Αὐστρίας. Ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν πόλη Νόρικουμ τῆς Αὐστρίας κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ ἐνώπιον τοῦ διοικητῆ Ἀκυλίνου καὶ βασανίσθηκε σκληρά. Στὸ τέλος, τοῦ ἔδεσαν μία πέτρα στὸν λαιμὸ καὶ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Ἔμς, ὅπου τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ 303 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Φλωριανὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς προστάτες Ἁγίους τῆς Αὐστρίας.
Ἡ Ἁγία Μόνικα μητέρα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου
Ἡ Ἁγία Μόνικα, μητέρα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου (τιμᾶται 15 Ἰουνίου), γεννήθηκε τὸ 332 μ.Χ. στὴν πόλη Ταγάστη τῆς βόρειας Ἀφρικῆς ἀπὸ γονεῖς Χριστιανούς, εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Νυμφεύθηκε τὸν ἐθνικὸ διοικητὴ Πατρίκιο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐντελῶς διαφορετικὸ χαρακτῆρα ἀπὸ τὴν Ἁγία. Αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή της, ἔβρισκε τὴν φιλανθρωπική της διάθεση ὑπερβολική, ἀδυνατοῦσε νὰ κατανοήσει τὴν διάθεσή της νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς ἀσθενεῖς.
Ἡ Ἁγία Μόνικα ἀντιμετώπιζε ὅλη αὐτὴν τὴν κατάσταση μὲ προσευχὴ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ ἀναθρέψει τοὺς δυὸ υἱούς της καὶ τὴ θυγατέρα της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σύζυγός της δὲν συμφωνοῦσε στὴν βάπτιση τῶν παιδιῶν του. Ἡ Ἁγία δὲν ἀντιστεκόταν στὴ βίαιη ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς τοῦ Πατρικίου.
Γνώριζε ὅτι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι δυνατὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἦταν πολὺ διακριτικὴ καὶ ὑπομονετική. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας εἰσακούσθηκε καὶ ὁ Θεὸς φώτισε τὴν καρδιὰ τοῦ Πατρικίου καὶ μετὰ ἀπὸ δεκαέξι χρόνια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιὰ νὰ κοιμηθεῖ μὲ εἰρήνη τὸ 371 μ.Χ.
Λίγα χρόνια ἀργότερα, τὴν νύχτα τοῦ Πάσχα στὶς 25 Ἀπριλίου τοῦ 387 μ.Χ., ὁ Αὐγουστίνος βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο, Ἐπίσκοπο Μεδιολάνων καὶ ἡ Ἁγία ἦταν παροῦσα στὴν βάπτιση τοῦ υἱοῦ της. Γράφει γιὰ τὴν στάση τῆς μητέρας του Μόνικας ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος στὶς «Ἐξομολογήσεις» του: «Ἡ μητέρα μου ἔχυνε γιὰ ἐμένα περισσότερα δάκρυα ἀπὸ ὅσα χύνουν οἱ μητέρες ἐπάνω στὰ νεκρὰ τέκνα τους.
Μὲ τὴν θέρμη τῆς πίστης, ἡ ὁποία τῆς χάριζε ἡ μεγάλη της εὐσέβεια, μὲ ἔβλεπε ἠθικῶς νεκρό. Καὶ Σὺ Κύριε εἰσάκουσες τὴν δέησή της καὶ δὲν περιφρόνησες τὰ δάκρυά της, μὲ τὰ ὁποία πότισε τὸ ἔδαφος, παντοῦ ὅπου προσευχόταν.
Οἱ πόνοι της νὰ μὲ ἀναγεννήσει διὰ τοῦ Πνεύματος ἦταν σκληρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὁποίου ὑπέφερε νὰ μὲ γεννήσει διὰ τῆς σαρκός».
Ἡ Ἁγία Μόνικα, αἰσθανόμενη ὅτι εἶχε ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐπέστρεψε στὴν Ἀφρικὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, μετὰ ἀπὸ σύντομη ἀσθένεια, στὴν πόλη Ὄστια. Πράγματι εἶχε ἐκπληρώσει τὸν ἱερὸ σκοπό της καὶ τὴν μαρτυρία της ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἐνταφιάσθηκε στὴν Ὄστια καὶ τὸ ἱερὸ λείψανό της μετακομίσθηκε μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια στὴ Ρώμη, στὶς 9 Ἀπριλίου.
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ὁ πρεσβύτερος
Ὁ Ἅγιος Νεποτιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Ἅγιο Ἠλιόδωρο (τιμᾶται 3 Ἰουλίου), Ἐπίσκοπο Ἀλτίνου τῆς Ἰταλίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 395 μ.Χ. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος (τιμᾶται 15 Ἰουνίου) ἀφιέρωσε μία πραγματεία του στὸν ἱερατικὸ βίο τοῦ Ἁγίου Νεποτιανοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος ἔζησε μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ χαρίσματος τῆς Θαυματουργίας, εἶναι ἄγνωστο ὅμως τὸ ποῦ καὶ τὸ πότε συνέβησαν ὅλα αὐτά. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ὅσιος κλείσθηκε μέσα σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ κελλί, ὅπου μακριὰ ἀπὸ κάθε θόρυβο λαμπρύνθηκε μὲ τὴν ἀπάθεια. Ἔτσι δέχθηκε καὶ τὸ Θεῖο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Ἀντωνίνος, Ἀφροδίσιος, Βαλεριανός, Λεόντιος, Μακρόβιος καὶ Μίδας οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Σκυθόπολη, ὅταν παρουσιάσθηκαν αὐτόκλητοι στὸν ἄρχοντα τῆς χώρας καὶ τὸν ἔλεγξαν γιὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη καὶ τοὺς ἀπάνθρωπους τρόπους. Συνέτριψαν μάλιστα καὶ τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων, ποὺ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ἐξόργισε τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν ἐναντίων τους μὲ ρόπαλα καὶ πέτρες καὶ τούς φόνευσαν.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων περισυνέλεξαν εὐλαβεῖς Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι τὰ ἐνταφίασαν καὶ ἀνήγειραν ναὸ πάνω στοὺς τάφους τους. Ἡ Σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ἐτελεῖτο στὸ Ἀποστολεῖο τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ βρισκόταν μέσα στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῶν Χαλκοπραττείων.
Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου καὶ τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς τῆς Μυροφόρου
Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή, σύμφωνα μὲ τὰ ὑπομνήματα τῶν Συναξαριστῶν, Ἑορτολογίων καὶ Τυπικῶν, ἄγονται δυὸ περιστατικά: ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ Δικαίου Λαζάρου καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Στὰ διάφορα ὑπομνήματα γίνεται μνεία καὶ στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ βασιλέας Λέων ὁ Σοφὸς (886-912 μ.Χ.) καὶ τὰ ἀποθησαύρισε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, σὲ ἀργυρὴ θήκη.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ὅτι τὸ βάρος τὴ ἑορτῆς πέφτει στὴν ἀνάμνηση τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Λαζάρου. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, τὸ βάρος, ὄχι ἁπλῶς μετατίθεται στὴν ἐπιτέλεση τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ ἡ τελετὴ τῶν ἐγκαινίων ἦταν ποὺ ξαναέφερε στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὴ μετακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου στὴν Βασιλεύουσα.
Ἔτσι, ὁρίσθηκε κατ’ αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ γίνεται μνεία καὶ τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου Λαζάρου.
Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴν Κωνσταντινούπολη, κτίσθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 900-912 μ.Χ., στὴν τοποθεσία «Τόποι», μὲ δαπάνες τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος. Τὰ ἐγκαίνιά του ἔγιναν στὶς 4 Μαΐου τοῦ 912 μ.Χ., λίγες ἡμέρες πρὸ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος (κοιμήθηκε 11 Μαΐου 912). Ὡς ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Λαζάρου ἀναφέρεται, ἐπὶ Λέοντος, ὁ Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος.
Στὴ μονὴ εἶχε καθορισθεῖ αὐτοκρατορικὴ πρσέλευση κατὰ τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἡγούμενος τῆς μονῆς Μηδικίου
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784-806 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία πόθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ βλέποντας τὴν εἰκονομαχία νὰ αὐξάνει κατέφυγε σὲ κάποια μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ διῆγε τὸν βίο του μὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Ὅταν δὲ ἐπῆλθε σχετικὴ γαλήνη στὴν Ἐκκλησία, οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς τοῦ Μηδικίου τῆς Τριγλίας τὸν ζήτησαν ἡγούμενο.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἦταν προσκείμενος στὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη, κλείσθηκε στὴν φυλακὴ καὶ ἐξορίσθηκε. Κοιμήθηκε στὴν ἐξορία, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813-820 μ.Χ.).
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Νικηφόρου, ἡγούμενος τῆς μονῆς Μηδικίου ἐξελέγη ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁμολογητὴς (τιμᾶται 3 Ἀπριλίου).
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, Ἐπίσκοπος Κορίνθου, ἀφοῦ ἔζησε μὲ εὐσέβεια, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῶν βασιλέως Βασιλείου Β’ καὶ Κωνσταντίνου Η’ (976-1028), κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ ἐν Ἄθῳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ἔζησε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. ὡς ἡσυχαστὴς στὰ ἐρημικότερα μέρη τοῦ Ἄθω. Ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε στὴν ἄσκηση τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καὶ γιὰ τὴν τέχνη αὐτῆς ὁμιλεῖ στὸ ἔργο του «περὶ νοερᾶς προσευχῆς» στὴ Φιλοκαλία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἡ Ὁσία Θεοδοσία πριγκίπισσα τοῦ Βλαδιμὶρ
Ἡ Ὁσία Θεοδοσία ἦταν θυγατέρα τοῦ μεγάλου πρίγκιπα Μστισλάβου Μστισλάβιτς Οὐνταλόι καὶ νυμφεύθηκε τὸν πρίγκιπα τοῦ Νόβγκοροντ καὶ Βλαδιμίρ, Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε ἐννέα τέκνα, δυὸ ἀπὸ τὰ ὁποία ἔγιναν Ἅγιοι, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Νέφσκιυ.
Ἀργότερα ἡ πριγκίπισσα Θεοδοσία ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1244.
Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας
Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος Ἀλφάνωφ ἤσαν ἀδελφοὶ καὶ ἔζησαν κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ. Τὸ 1389 ἵδρυσαν τὸ μοναστῆρι τοῦ Σοκολνίτσκι καὶ ἀσκήτεψαν ἐκεῖ θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.
Λόγω μιᾶς πυρκαγιᾶς, ποὺ κατέστρεψε τὸ μοναστῆρι τοῦ Σοκολνίτσκι, τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἀντώνιεβ τὸ 1775.
Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 17 Ἰουνίου.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Παλαιᾶς» ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ παλαιορωσικὴ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ὀνομάσθηκε ἔτσι ἐπειδὴ γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ἦταν στὴν Παλαιὰ Ρωσία, ὅπου τὴν εἶχαν φέρει Ἕλληνες ἀπὸ τὴν Ὀλβία κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ Ρωσία.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=8928#more-8928
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου