Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία οἱ Ἀπόστολοι (ἑορτὴ Ἀνδρόνικος)
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἰουνία συγκαταλέγονται ἀνάμεσα στοὺς
ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε στὶς 4
Ἰανουαρίου. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δυὰς φωτοειδής, ἱερῶν Ἀποστόλων, καὶ κήρυκες Χριστοῦ, ἀνεδείχθητε κόσμω,
τοὶς πάσι κατασπείραντες, τὸ τῆς χάριτος κήρυγμα, ὅθεν σήμερον, ἠμᾶς
πιστῶς εὐφημοῦμεν, ὢ Ἀνδρόνικε, καὶ Ἰουνία θεόφρον, Χριστὸν
μεγαλύνοντες.
Οἱ Ἅγιοι Παμφαμήρ, Παμφυλῶν καὶ Σολόχων οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παμφαμήρ, Παμφυλῶν ἢ Παμφαλῶν καὶ Σολόχων κατάγονταν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ
(286-305 μ.Χ.).
Ὑπηρετώντας στὸ στρατὸ καὶ ἐνῷ βρισκόταν στὴ Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγῆς
τοῦ αὐτοκράτορα νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ στρατιῶτες, διετάχθησαν
ὑπὸ τοῦ τριβούνου Καμπανοῦ νὰ θυσιάσουν ὅλοι στὰ εἴδωλα.
Ὅλοι συμμορφώθηκαν μὲ τὴν διαταγὴ πλὴν τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι
ἀρνήθηκαν νὰ πράξουν τοῦτο, ὀμολογώντας τὴν πίστη τους στὸν Τριαδικὸ
Θεό. Ἀμέσως συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια.
Οἱ Μάρτυρες Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλῶν βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Μάρτυς
Σολόχων, ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ ἔλεγξε τὸν Καμπανὸ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη
συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε μὲ σιδερένιο ὄργανο ἀπὸ τὸ αὐτὶ μέχρι τὸν
ἐγκέφαλο. Ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτὸ παρέμεινε ἄνευ αἰσθήσεων καὶ παράλυτος.
Ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ μεταφέρθηκε στὴν οἰκία κάποιας
εὐσεβοῦς χήρας, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό.
Μνήμη τῆς Ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τελοῦσε κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ λειτουργικὴ
Σύναξη στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τὴν θλιβερὴ ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς
καὶ πυρπολήσεως τῆς Ἁγίας Πόλεως ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 μ.Χ.
Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἐψάλλετο ἰδιαίτερη Ἀκολουθία, τῆς ὁποίας διασώθηκαν
Στιχηρὰ καὶ Κανόνας μέχρι τῆς ζ’ Ὠδῆς. Τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς
Πέρσες περιέγραψε μὲ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης
μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος.
Ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἄρχισε στὶς 15 Ἀπριλίου. Οἱ
ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη, ὅπως τὰ ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ
Χριστιανοὶ κατέφυγαν σὲ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενὲς καὶ ναούς,
προκειμένου νὰ σωθοῦν.
Οἱ κατακτητὲς δὲν ἔδειξαν οἶκτο. Δὲν σεβάσθηκαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε
γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, οὔτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε
μοναχούς, οὔτε κληρικούς.
Ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χορσόης βοηθούμενος ἀπὸ 20.000 Ἰουδαίους ἐξάλειψε
κάθε χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καὶ 80.000 Χριστιανοὶ μαρτύρησαν. Τότε
μεταφέρθηκε στὴν Περσία αἰχμάλωτος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Τίμιος Σταυρός.
Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χορσόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικὸς ζυγὸς δὲν
συνέχισε νὰ εἶναι σκληρός, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Μόδεστος, ποὺ ἀντικατέστησε
πρόσκαιρα τὸν Πατριάρχη, κατόρθωσε νὰ οἰκοδομήσει ἔστω καὶ πρόχειρα τὸ
ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλους ναούς.
Ἡ Ὁσία Εὐδοκία
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐδοκίας τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου ὅπου καὶ ὁ βίος της.
Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτη ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα μαρτύρησε στὴν Καρθαγένη ἐπὶ αὐτοκράτορα
Οὐαλεριανοὺ τὸ 255 μ.Χ. ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ τὸ 304 μ.Χ. Οἱ Ἅγιοι Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα μαρτύρησαν στὴν
Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἢ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Ὁ χρόνος
τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.
Οἱ Ἅγιοι Ἐράδιος, Παῦλος, Ἀκυλίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶν μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐράδιος, Παῦλος καὶ Ἀκυλίνος μαρτύρησαν τὸ 303 μ.Χ.,
μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν πόλη Νυόν, κοντὰ στὴν λίμνη τῆς Γενεύης,
ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεοδώρητος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἀντιόχειας καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ
τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος
Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορνουάλλη καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 545 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀγγλία καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ
ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν χώρα του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ
Μαλμέσμπουρυ τὸ 673 μ.Χ. Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης οἱ Ἀψαράδες
Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν γέννημα καὶ
θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στὰ Ἰωάννινα, ἕναν οἶκο ποὺ
διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας.
Ἀρχικὰ τὸ ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς Ὀψαρᾶς καὶ σημαίνει τὸν ἰχθυοπώλη, ἀπὸ τὸ
ὄψον – ὀψάριον – ψάρι. Ἀπὸ τὴν διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαράς] κατὰ
φωνητικὴ ἀλίωση προῆλθε τὸ [ἀψαρᾶς] καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς.
Ἀργότερα ἀπὸ τὸ ὀψαρᾶς προῆλθε τὸ «ὁ ψαράς».
Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν
Ἀψαράδων στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμὰ Πρελιούμποβιτς (1366/7-1384).
Ἀναφέρεται ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καὶ φαῦλος»,
τὸν ὁποῖο τίμησε γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ
πρωτοβεστιάριου.
Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς συλλαμβάνεται,
τυφλώνεται καὶ κατόπιν ἐξορίζεται. Ἀντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος
Ἀψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπὸ τὴν χήρα τοῦ δυνάστου Μαρία Ἀγγελίνα
Παλαιολογίνα καὶ «…ἐντίμως τὸν ἀποστάτην θάπτουσι καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς
τὸν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».
Οἱ δυὸ Ὅσιοι γεννήθηκαν στὰ Ἰωάννινα, στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ
ἴδιοι ξεκινοῦν τὴν αὐτοβιογραφία τους ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀφιερώθηκαν
στὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνουν καμία μνεία γιὰ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή τους,
τὴν ἀνατροφή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καὶ οἱ
τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ κατοικοῦσαν σὲ κάποιο
κελλὶ κοντὰ στὸ χωριὸ τοῦ νησιοῦ. Τὸ ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν
Ὁσίων, πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή.
Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἀδελφοί, Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ Ἀψαράδες, ἔλαβαν μία
ἀξιόλογη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοὺς παιδεία στὴν περίφημη μονὴ τῶν Φιλανθρωπηνῶν
ἐπὶ ἡγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. Ὅμως, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανὴ
μόρφωση στάθηκαν ἀδύνατα νὰ νικήσουν τὴν θεϊκή τους ἀγάπη.
Σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στὸν
μοναχισμὸ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα καὶ δικαιώνοντας τὸν
χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τὸ ἱερὸ μοναχικὸ σχῆμα
περιεβλήθησαν κατὰ τὸ 1495 ἀπὸ κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο
(τιμᾶται 3 Φεβρουαρίου).
Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στὸ ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου
Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Ἀπριλίου
1505, συλλέγοντας τοὺς καρποὺς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ
Ἅγιον Ὄρος, στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιὰ νὰ ἀντλήσουν νέα
στηρίγματα γιὰ τὴν κατοπινή τους μοναχικὴ πορεία. Στὸ «Περιβόλι τῆς
Παναγίας» ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Νήφωνα Β’, ὁ
ὁποῖος μόναζε στὴ μονὴ Διονυσίου μετὰ ἀπὸ τὴν Τρίτη ἐκλογή του τὸ 1502.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στὴ μονὴ Διονυσίου ζήτησαν
καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο καὶ φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή,
Πατριάρχη Νήφωνα, «ὄρο καὶ κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως».
Ἀφοῦ μὲ τὴν διδασκαλία του ἐκπλήρωσε τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ
καρδιά του τοὺς ὅπλισε μὲ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ τὴν πνευματικὴ τους
σωτηρία, τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας τους,
συνεχίζοντας ἐκεῖ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους.
Ὑπακούοντας στὶς παραινέσεις καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος,
ποὺ στάθηκε γι’ αὐτοὺς δεύτερος πνευματικὸς πατέρας καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση
ὅτι δὲν θὰ παρέκλιναν ἀπ’ ὅσα τοὺς παρήγγειλε, γύρισαν στὸ κελλί τους,
στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ βρῆκαν κατειλημμένο ἀπὸ κάποιους κοσμικοὺς ἄρχοντες, οἱ
ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καὶ κτιτορικὰ δικαιώματα ἐπάνω του,
ἀναγκάσθηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν γιὰ δεύτερη φορά.
Κατέφυγαν στὰ ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρῆκαν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία
τους, τόπο κατάλληλο γιὰ ἡσυχία καὶ ἄσκηση, κοντὰ σὲ κάποιο ἄλλο
μισοερειπωμένο καὶ ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα.
Αὐτὸ ἦταν κτισμένο σὲ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, ὅπου τὰ νερά της
εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στὴν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μία
πελώρια «Γοῦβα», ὅπως τοπικὰ ὀνομαζόταν.
Πρὶν πολλὰ χρόνια εἶχε ἁγιάσει στὸν τόπο αὐτό, ἕνας περίφημος γιὰ τὴν
ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δεκαοκτὼ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος
στὸ κελλὶ καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πολλή του καθαρότητα
μὲ διορατικὸ χάρισμα.
Εὐθὺς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τὴν
εὐλογία του καὶ τὴν ἔγγραφη ἄδειά του γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου
ἡσυχαστηρίου. Γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια ζήτησαν καὶ τὴν ἔκγριση τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Α’ (1503-1504, 1504-1513).
Ἐκεῖνος μὲ ἰδιόγραφο πατριαρχικὸ γράμμα του στήριξε τὶς προσπάθειές
τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μὲ τὴ διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ
Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε στὸ θεάρεστο ἔργο τους.
Ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια καὶ ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως
στὴν ἀνέγερση ναοῦ καὶ στὸ κτίσιμο κελλιῶν. Ἡ κτιτορικὴ δημιουργία στὴν
πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καὶ κοπιαστικὸς ἀγῶνας.
Ὅλη τὴν ἡμέρα οἱ Ὅσιοι δούλευαν νὰ κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα βράχου, νὰ
γεμίσουν μὲ χῶμα καὶ πέτρες τὴν γοῦβα, γιὰ νὰ ἀρχίσουν κατόπιν τὸ
κτίσιμο. Τελικὰ τὸ 1506/1507 ἀνήγειραν μὲ προσωπικά τους ἔξοδα τὸ ναὸ
τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα,
περατώθηκε καὶ ἡ ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων
οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἐνὸς ἀκόμα
μοναστηριοῦ. Μετὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησί,
ἀνήγειραν γιὰ τὶς ἀδελφές τους καὶ τοὺς γονεῖς τους τὸ μοναστικὸ
ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Λεπενό.
Ἡ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Λεπενοὺ μὲ τὴν διαθήκη τῶν κτιτόρων
κληροδοτήθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαάμ. Αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦσε ἀπὸ τὰ
μέσα τοῦ 16ου αἰῶνα μ.Χ. ὡς Μετόχι καὶ ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν
διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, ποὺ φρόντιζαν τὰ κτήματα τῶν Ἀψαράδων στὴν
Οὐσδίνα.
Ἡ πορεία τοὺς συνεχίστηκε μὲ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπίθεση ἐναντίων
τους ἦταν ἡ πιὸ ἐπώδυνη. Τὰ βέλη δὲν προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους
Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοσμικοὺς
ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στὴν
αὐτοβιογραφίες τους, δὲν θέλησαν νὰ κοινοποιήσουν.
Βλέποντας ὅλη αὐτὴ τὴν δοκιμασία, τὸν πόλεμο καὶ τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν νὰ
αὐξάνεται, ᾖλθε στὸ νοῦ τους ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους,
τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, ποὺ προορατικὰ τοὺς εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβη ὑμᾶς
πειρασμός, μὴ ἀντιστῆτε αὐτῶ, ἀλλὰ ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καὶ
εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετὰ ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς τους στὰ Ἰωάννινα
ἐγκατέλειψαν ὁριστικὰ πιὰ τὴ νεόκτιστη μονή τους καὶ μετέβησαν κατὰ τὸ
1510/11 στοὺς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τὴ νέα ἑστία γιὰ
τὴν ἀσκητική τους τελείωση.
Τοὺς δόθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στῦλος τοῦ Ἱεροῦ Προδρόμου ὅπου καὶ παρέμειναν γιὰ ἑπτὰ χρόνια.
Ἡ στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καὶ τὸ ἀνθυγιεινὸ κλίμα ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς
ἀνέμους δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ
στράφηκαν στὴν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου.
Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τοὺς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας
πλατὺς καὶ εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικὸς καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρος, κατάλληλος
γιὰ κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἦταν
παρμένη ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐρημίτη – οἰκιστή, ποὺ σκαρφάλωσε καὶ ἐγκαταβίωσε
στὴν ἀπάτητη αὐτὴ κορυφή.
Στὸν βράχο λοιπὸν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικὰ ἔρημος καὶ
ἀκατοίκητος πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, οἱ δυὸ Ὅσιοι ἀνέβηκαν καὶ
ἐγκαταστάθηκαν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καὶ τοῦ
τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ
1517/18.
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάβασή τους στὸν βράχο ἄρχισαν τὶς οἰκοδομικές τους
ἐργασίες, γιατί δὲν σῴζονταν τίποτε ἀπὸ τὰ παλαιότερα κτίσματα. Ἀφοῦ
ἔκτισαν μερικὰ πρόχειρα κελλιὰ γιὰ κατοίκηση, πρώτη τους δουλειὰ ἦταν νὰ
ἀνεγείρουν τὸν τέλεια ἐρειπωμένο ναό.
Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ὁ ἐρημίτης Βαρλαὰμ εἶχε ἀφιερώσει στοὺς
Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, σῴζονταν μόνο μερικὰ ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπὸ τὸ
Ἅγιο Βῆμα, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιὰ ἀρκετὸ
καιρό.
Γι’ αὐτό, μὲ ἀνεξάντλητους σωματικοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες, μὲ τὴν
ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καὶ
Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μαζί τους καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ
προχώρησαν στὴν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη φύλαξαν τὴν ἀκολουθία
τῶν θείων ὕμνων καὶ προσευχῶν, τὴν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν,
καθὼς καὶ κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἢ καὶ μνήμης μεγάλου Ἁγίου, ἐνῷ
κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸ ἥμισυ τῆς νυκτὸς τὸ εἶχαν
ἀφιερώσει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν
ὑπερβολικὰ ἀσκητικὴ καὶ ἀδιάπτωτη.
Τὸ 1542 θεμελίωσαν τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων. Στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1544,
ἡμέρα Σάββατο, τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων
ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενὴς στὸ κρεβάτι
καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου
του. Καί, ἐνῷ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοὶ καὶ πατέρες γύρω του
ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τὸν κατανυκτικὸ
Παρακλητικὸ Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα.
Ξαφνικὰ ἕνα ὑπέρλαμπρο καὶ διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου, καταλάμποντας τὸ μὲ ὑπερκόσμιο φῶς!
Μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μετέστη στὶς αἰώνιες
μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καὶ τὸ ὑπερφυσικὸ ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης
δόξας ποὺ τὸν περίμενε στὴν οὐράνια πολιτεία. Ἕξι χρόνια ἀργότερα,
δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στὶς 7 Ἀπριλίου 1550, ἀναπαύθηκε καὶ ὁ
Ὅσιος Νεκτάριος.
Ὁ τάφος τους καὶ τὰ ἅγια λείψανά τους, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου
καὶ τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μὲ ἄφθαρτο τὸ δέρμα ἐπὶ τῶν
ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγὴ δυνάμεως γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς
καὶ τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητές. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ μαρτύρησε
τὸ 1555. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ
μαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νέος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Μέτσοβο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς.
Νέος στὴν ἡλικία ἀναχώρησε γιὰ τὰ Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος
σὲ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ μὲ δόλο τὸν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀρνήθηκε τὴν
πίστη του.
Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καὶ ἐπέστρεψε στὸ
Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή. Κάποτε ᾖλθε στὰ Τρίκαλα,
γιὰ νὰ πουλήσει κάποια προϊόντα του καὶ κάποιος Τοῦρκος τὸν ἀναγνώρισε
καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν προδώσει.
Ὁ Νικόλαος, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τὸ φορτίο
καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θὰ τοῦ φέρνει τὸ ἴδιο φορτίο.
Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τὴν συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιο
πνευματικὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἐπιζητᾷ τὸ μαρτύριο.
Γι’ αὐτὸ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ποὺ ᾖλθε στὰ Τρίκαλα, δὲν ἔφερε στὸν Τοῦρκο
τὸ φορτίο ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τὸν κατήγγειλε καὶ ὁ
Νικόλαος ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὅπου μὲ θάρρος καὶ σθένος ὁμολόγησε τὴν
πίστη του στὸν Χριστό.
Ὅταν ὁ κριτὴς κατάλαβε ὅτι οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ ἀπειλὲς μποροῦσε
νὰ τὸν μεταπείσει, διέταξε νὰ βασανισθεῖ σκληρὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν
φυλακή, ὅπου καρτερικὰ ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας.
Ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκε στὴν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος
στὴν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ τὸ 1617. Τὴν
τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντὶ μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος
Χριστιανὸς κεραμέας καὶ τὴν δώρισε μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν ἱερὰ μονὴ
Βαρλαὰμ Μετεώρων. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πατρὶς χόρευε λαμπροφοροῦσα, νεομάρτυρος τοῦ Νικολάου, καὶ γὰρ οἰκεῖον
αὐτόν, ἔχεις νῦν προστάτην σου, τὴν Οὐρανῶν γὰρ βασιλείαν τὴν ἄληκτον,
τῶν οἰκείων ἄθλων ἐξωνησάμενος, δυσωπεῖ ἀεὶ Χριστὸν τὸν Θεὸν δωρήσασθαι,
τὴν εἰρήνην σοι καὶ τὸ μέγα ἔλεος. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περὶ τὸ 1640
καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του
ὀνομάζονταν Ἀνδρέας καὶ Εὐφροσύνη καὶ εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. Ὑποθέτουμε
πὼς τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν συνέχεια
μᾶλλον φοίτησε στὴν περίφημη σχολὴ τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀργότερα, ὡς
κληρικός, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος βρισκόταν σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρὰ τὴν
ἐπιθυμία του νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐπέμεναν νὰ τὸν
νυμφεύσουν.
Ὁ πατέρας του μάλιστα, χωρὶς κὰν νὰ ἔχει τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του,
τὸν ἀρραβώνιασε στὴν Πάτρα μὲ τὴν θυγατέρα ἐνὸς πλούσιου ἄρχοντος καὶ
στὴν συνέχεια τὸν ἔστειλε στὸ Ναύπλιο νὰ προμηθευθεῖ τὰ γαμήλια
πράγματα. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπάκουσε στὴν πατρικὴ ἐντολὴ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ
Ναύπλιο.
Στὸν δρόμο του πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στὸ Βιδόνι, κοντὰ στὸ χωριὸ Σύρνα καὶ ζήτησε τὴν θεία φώτιση.
Στὸ Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅτι ἔπρεπε, πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση.
Ἀναφέρεται πὼς τὴν προηγούμενη νύχτα τῆς προγραμματισμένης ἀναχωρήσεώς
του γιὰ τὴν Καρύταινα, ἐνῷ βασανιζόταν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τους νὰ
πράξει, εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ἡ
ὁποία ἀποκαλώντας τὸν μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ἀργότερα ὡς
μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του:
«Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε.
Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα
σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν
Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε».
Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τοὺς δούλους καὶ ἀναχώρησε γιὰ
τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος,
χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καὶ πρεσβύτερος.
Ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου, ὁ Ἅγιος
Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καὶ
ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σὲ διαδοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, ποὺ μὲ
βάση σῳζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἐπαρχία ἀπὸ
τὸ 1645 ἕως τὸ 1673 τουλάχιστον.
Ὡς χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νὰ ὑποθέσουμε τὸ ἀργότερο τὰ τέλη
τοῦ 1680 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1681, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ ἀπαντᾶται τὸν
Ἀπρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικὸ γράμμα πρὸς
τὸν Μητροπολίτη Εὐρίπου καὶ Ἐπίτροπο Μελενίκου.
Ὡς πρὸς τὴν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χρφιστιανουπόλεως» ὁδηγεῖ
στὴν Χριστιανούπολη, τὸ σημερινὸ χωριὸ Χριστιάνοι. Οὐσιαστικὴ ὅμως ἕδρα
τῆς Μητροπόλεως πρέπει νὰ θεωρήσουμε μὲ ἀσφάλεια τὴν πόλη τῆς
Κυπαρισσίας.
Ἡ κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου ἦταν οἰκονομικᾶ, ἐκκλησιαστικὰ καὶ
ἠθικὰ ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στὴν Πελοπόννησο ἡ Τουρκικὴ κατάσταση, ἡ
θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ οἰκονομικὴ πλευρὰ ἦταν δεινή. Ἡ θρησκευτικὴ
κατάσταση, παρὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καὶ τῆς
σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ὅποιων ἄλλων, δὲν διέφερε καὶ πολύ, τὰ
δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ὑπόδουλης χώρας.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τὸν ἀγῶνα προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει
τὰ διάφορα προβλήματα καὶ νὰ βελτιώσει τὴν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του
ἦταν ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιὰ τους ἱερατικὸ ἀξίωμα.
Προκειμένου νὰ πετύχει τὸν στόχο του ὁ Ἅγιος σύστησε σχολεῖα γιὰ τὴν
στοιχειώδη λειτουργικὴ καὶ λοιπὴ ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καὶ παράλληλα
παραιτήθηκε ἀπὸ κάθε συνηθισμένη τότε οἰκονομικὴ προσφορά, ποὺ δινόταν
ἐκ μέρους τους στὸν Ἀρχιερέα γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ἰδίου καὶ τῆς
Ἐπισκοπῆς.
Πιστεύοντας ὁ Ἅγιος πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερὸς θεσμός, ποὺ
διατηρεῖ τὴν γνήσια πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὁ συνεκτικὸς κρίκος, ποὺ
ἑνώνει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες καὶ συντηρεῖ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ
ἀκόμα πὼς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τὸ κέντρο ἀναφορᾶς καὶ τὸ σημεῖο
συναντήσεως καὶ κοινωνίας τῶν δύστυχων Ἑλλήνων, φρόντισε γιὰ τὴν
ἐπισκευὴ καὶ συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτὸ ἦταν ἐφικτὸ καὶ ἀπὸ
οἰκονομικῆς πλευρᾶς καὶ ἀπὸ πλευρᾶς χορηγήσεως ἀδείας ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρθηκε καὶ γιὰ τὰ μοναστήρια, τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἑστίες τῆς
σωτηρίας, τὰ κέντρα φωτισμοῦ καὶ φιλανθρωπίας, ποὺ πρωτοστάτησαν στὸν
ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Πρὸς τὸ ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος καὶ
μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τόπους λατρείας,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακουφίσει
ἀπὸ τὰ καθημερινὰ δεινὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δουλειᾶς. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ
ὀρφανά, τὶς χῆρες, τοὺς ἀνήμπορους γέροντες, τοὺς διωκόμενους καὶ
ἀδικούμενους ἦταν μοναδική.
Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς παρέσχε στὸν Ἅγιο «μισθό» καὶ τὸν ἀξίωσε ἤδη ἀπὸ τὴν
ἐπίγεια ζωή του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του νὰ ἐπιτελεῖ σημεῖα καὶ
θαύματα. Ἀναφέρεται πώς, ὅταν ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε, τὴν στιγμὴ ποὺ
ἔβγαινε στὴν Ὡραία Πύλη νὰ πεῖ τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ
καὶ ἴδε…», οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν μπροστὰ στὸ στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
Ἔτσι, ἀφοῦ ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ διακόνησε τὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τὸ
1707 ἢ τὸ 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1710 – 1713 ἔγινε
ἡ ἐκταφή του καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο βρέθηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος του
ἀδιάλυτο καὶ μυροβόλο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς τελοῦντας τὴν μνήμην, καὶ τιμώντας τὸ σῶμα σου, καὶ πανευλαβῶς
προσκυνοῦντας τὴν μυρίπνοον Κάραν σου, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Θεόν,
ἱκέτευε Χριστὸν τὸν ἀγαθόν, καὶ ταὶς σαὶς θερμαὶς πρεσβείαις, τῶν
κινδύνων σῷζε, ὦ ἅγιε Ἀθανάσιε. Ἔχων δὲ καὶ συμπρεσβευτήν, τὸν μέγαν
Κυρίου Πρόδρομον, ἔσο ἀοράτως τῆς Μονῆς, φρουρὸς καὶ προπύργιον. Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ δοξασθεῖς παρὰ Θεοῦ θαυμασίως, δι’ εὐωδίας καὶ θαυμάτων ποικίλων, ἐν
τοὶς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καὶ θερμὸς
ἀντιλήπτωρ, τῶν δεινῶν λυτρούμενος, τοὺς πιστῶς σὲ τιμώντας, καὶ τοὺς τὰ
λείψανα κατέχοντας τὰ σά, πρὸς μετανοίας ὁδὸν χειραγώγησον. Ὁ Ἅγιος Ἐλεάζαρος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλεάζαρος ἤΛαζαρος ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ
Ρωσία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Βαζέν. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ
Χριστοῦ κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ὅλονετς. Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς τῆς Ὀδησσοῦ
Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς Μωυσέεβιτς Ἀταμάνσκιυ γεννήθηκε στὴν Ὀδησσὸ στὶς 14
Σεπτεμβρίου 1855. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μωυσῆς καὶ ἦταν διάκονος καὶ ἡ
μητέρα του Γλυκερία. Πέθαναν ὅμως νωρὶς καὶ ἄφησαν ὀρφανὸ τὸν Ὅσιο σὲ
μικρὴ ἡλικία, ὁ ὁποῖος καθημερινά, νύχτα καὶ ἡμέρα, περνοῦσε τὸν χρόνο
του προσευχόμενος στοὺς τάφους τῶν γονέων του. Τὴν κηδεμονία τοῦ φτωχοῦ
παιδιοῦ ἀνέλαβε ὁ θεῖος του.
Ὁ Ὅσιος πρόκοπτε στὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν μόρφωση. Ὁ θεῖος
ζῆλος φούντωνε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι τὸ 1884 χειροτονήθηκε διάκονος
καὶ τὸ 1886 πρεσβύτερος. Διακόνησε τὴν Ἐκκλησία, στὴν ἀρχὴ ὡς ἐφημέριος
σὲ χωριὸ καὶ ἀργότερα, ἀπὸ τὸ 1897, στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
τῆς Ὀδησσοῦ.
Ἡ ποιμαντική του δράση ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη. Οἱ φτωχοὶ καὶ ἄποροι
εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε μὲ τὴ λειτουργική του
ζωὴ καὶ τὰ φλογερὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐκκλησιαστική του κοινότητα ἦταν
παρόμοια μὲ αὐτὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ ἀναγνώριζε στὸ πρόσωπο τοῦ
Ὁσίου τὸν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐεργετικὴ ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ὁσίου φάνηκε περισσότερο κατὰ τὴν
διάρκεια τοῦ Ρωσο – Ἰαπωνικοῦ πολέμου, τὸ 1905, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ
1917 καὶ στὰ χρόνια τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος συνέχισε χωρὶς
φόβο τὴν διακονία του μὲ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν λαό. Ὁ
Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοὶ
συνέρεαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ θεραπευθοῦν
ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ νοσήματά τους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1924 καὶ ἡ κανονικὴ πράξη τῆς
ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε τὸ 1995. Τὸ 1996 τὰ ἱερὰ λείψανά του
μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ. Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Μόσχᾳ
Τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης τῆς ἐν Μόσχᾳ, τιμάει ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος της. Μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ, ἐκ Ρωσίας, τιμάει ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=9534#more-9534
ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους τοῦ Κυρίου μας, τοὺς ὁποίους ἑορτάζουμε στὶς 4
Ἰανουαρίου. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δυὰς φωτοειδής, ἱερῶν Ἀποστόλων, καὶ κήρυκες Χριστοῦ, ἀνεδείχθητε κόσμω,
τοὶς πάσι κατασπείραντες, τὸ τῆς χάριτος κήρυγμα, ὅθεν σήμερον, ἠμᾶς
πιστῶς εὐφημοῦμεν, ὢ Ἀνδρόνικε, καὶ Ἰουνία θεόφρον, Χριστὸν
μεγαλύνοντες.
Οἱ Ἅγιοι Παμφαμήρ, Παμφυλῶν καὶ Σολόχων οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Παμφαμήρ, Παμφυλῶν ἢ Παμφαλῶν καὶ Σολόχων κατάγονταν
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ
(286-305 μ.Χ.).
Ὑπηρετώντας στὸ στρατὸ καὶ ἐνῷ βρισκόταν στὴ Χαλκηδόνα, κατόπιν διαταγῆς
τοῦ αὐτοκράτορα νὰ ἀναζητηθοῦν οἱ Χριστιανοὶ στρατιῶτες, διετάχθησαν
ὑπὸ τοῦ τριβούνου Καμπανοῦ νὰ θυσιάσουν ὅλοι στὰ εἴδωλα.
Ὅλοι συμμορφώθηκαν μὲ τὴν διαταγὴ πλὴν τῶν ἀνωτέρω Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι
ἀρνήθηκαν νὰ πράξουν τοῦτο, ὀμολογώντας τὴν πίστη τους στὸν Τριαδικὸ
Θεό. Ἀμέσως συνελήφθησαν καὶ ὑπεβλήθησαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια.
Οἱ Μάρτυρες Παμφαμὴρ καὶ Παμφυλῶν βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Μάρτυς
Σολόχων, ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ ἔλεγξε τὸν Καμπανὸ γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη
συμπεριφορά του, διατρυπήθηκε μὲ σιδερένιο ὄργανο ἀπὸ τὸ αὐτὶ μέχρι τὸν
ἐγκέφαλο. Ἀπὸ τὸ μαρτύριο αὐτὸ παρέμεινε ἄνευ αἰσθήσεων καὶ παράλυτος.
Ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπὸ Χριστιανοὺς καὶ μεταφέρθηκε στὴν οἰκία κάποιας
εὐσεβοῦς χήρας, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό.
Μνήμη τῆς Ἁλώσεως τῆς Ἱερουσαλὴμ
Ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων τελοῦσε κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ λειτουργικὴ
Σύναξη στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ τὴν θλιβερὴ ἀνάμνηση τῆς καταστροφῆς
καὶ πυρπολήσεως τῆς Ἁγίας Πόλεως ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 μ.Χ.
Κατὰ τὴν ἑορτὴ αὐτὴ ἐψάλλετο ἰδιαίτερη Ἀκολουθία, τῆς ὁποίας διασώθηκαν
Στιχηρὰ καὶ Κανόνας μέχρι τῆς ζ’ Ὠδῆς. Τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς
Πέρσες περιέγραψε μὲ λεπτομέρειες ὁ σύγχρονος αὐτῆς ἁγιοσαββίτης
μοναχὸς Ἀντίοχος Στρατήγιος.
Ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἄρχισε στὶς 15 Ἀπριλίου. Οἱ
ἐχθροὶ εἰσέβαλαν στὴν πόλη, ὅπως τὰ ἐξαγριωμένα ἄγρια κτήνη. Οἱ
Χριστιανοὶ κατέφυγαν σὲ σπήλαια, τάφρους, δεξαμενὲς καὶ ναούς,
προκειμένου νὰ σωθοῦν.
Οἱ κατακτητὲς δὲν ἔδειξαν οἶκτο. Δὲν σεβάσθηκαν οὔτε ἄνδρες, οὔτε
γυναῖκες, οὔτε παιδιά, οὔτε βρέφη, οὔτε νέους, οὔτε γέροντες, οὔτε
μοναχούς, οὔτε κληρικούς.
Ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χορσόης βοηθούμενος ἀπὸ 20.000 Ἰουδαίους ἐξάλειψε
κάθε χριστιανικὸ οἰκοδόμημα καὶ 80.000 Χριστιανοὶ μαρτύρησαν. Τότε
μεταφέρθηκε στὴν Περσία αἰχμάλωτος ὁ Πατριάρχης καὶ ὁ Τίμιος Σταυρός.
Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χορσόη φαίνεται ὅτι ὁ Περσικὸς ζυγὸς δὲν
συνέχισε νὰ εἶναι σκληρός, διότι ὁ Ἐπίσκοπος Μόδεστος, ποὺ ἀντικατέστησε
πρόσκαιρα τὸν Πατριάρχη, κατόρθωσε νὰ οἰκοδομήσει ἔστω καὶ πρόχειρα τὸ
ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καὶ ἄλλους ναούς.
Ἡ Ὁσία Εὐδοκία
Ἡ μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐδοκίας τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου ὅπου καὶ ὁ βίος της.
Ἡ Ἁγία Ρεστιτούτη ἡ Μάρτυρας
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ρεστιτούτα μαρτύρησε στὴν Καρθαγένη ἐπὶ αὐτοκράτορα
Οὐαλεριανοὺ τὸ 255 μ.Χ. ἢ ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ τὸ 304 μ.Χ. Οἱ Ἅγιοι Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἄνδριος, Βίκτωρ καὶ Βασίλλα μαρτύρησαν στὴν
Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἢ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς. Ὁ χρόνος
τοῦ μαρτυρίου τους εἶναι ἄγνωστος.
Οἱ Ἅγιοι Ἐράδιος, Παῦλος, Ἀκυλίνος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτῶν μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἐράδιος, Παῦλος καὶ Ἀκυλίνος μαρτύρησαν τὸ 303 μ.Χ.,
μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν πόλη Νυόν, κοντὰ στὴν λίμνη τῆς Γενεύης,
ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεοδώρητος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἀντιόχειας καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουλιανοῦ
τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος
Ὁ Ὅσιος Ματρῶνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κορνουάλλη καὶ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 545 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος
Ὁ Ὅσιος Μαϊδοῦλφος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀγγλία καὶ ἔζησε ὡς ἐρημίτης. Ἀφοῦ
ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν χώρα του, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὸ
Μαλμέσμπουρυ τὸ 673 μ.Χ. Οἱ Ὅσιοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης οἱ Ἀψαράδες
Οἱ Ἅγιοι αὐτάδελφοι ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν γέννημα καὶ
θρέμμα τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου τῶν Ἀψαράδων στὰ Ἰωάννινα, ἕναν οἶκο ποὺ
διαδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴ ζωὴ τῆς Ἠπειρωτικῆς πρωτεύουσας.
Ἀρχικὰ τὸ ἐπώνυμο ξεκίνησε ὡς Ὀψαρᾶς καὶ σημαίνει τὸν ἰχθυοπώλη, ἀπὸ τὸ
ὄψον – ὀψάριον – ψάρι. Ἀπὸ τὴν διαλάληση τῶν ἰχθυοπωλῶν [ὁ ψαράς] κατὰ
φωνητικὴ ἀλίωση προῆλθε τὸ [ἀψαρᾶς] καὶ ἐξ αὐτοῦ καὶ τὸ ἐπώνυμο Ἀψαρᾶς.
Ἀργότερα ἀπὸ τὸ ὀψαρᾶς προῆλθε τὸ «ὁ ψαράς».
Ἔντονη εἶναι ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀνάμειξη μελῶν τῆς οἰκογένειας τῶν
Ἀψαράδων στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς Ἠπείρου, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς
ἐξουσίας τοῦ Σέρβου Δεσπότου Θωμὰ Πρελιούμποβιτς (1366/7-1384).
Ἀναφέρεται ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς «ἄνδρας ἐπίβουλος, καταδότης καὶ φαῦλος»,
τὸν ὁποῖο τίμησε γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του ὁ τύραννος μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ
πρωτοβεστιάριου.
Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Πρελιούμποβιτς, ὁ Μιχαὴλ Ἀψαρᾶς συλλαμβάνεται,
τυφλώνεται καὶ κατόπιν ἐξορίζεται. Ἀντίθετα ὁ συγγενής του Θεόδωρος
Ἀψαρᾶς καλεῖται ὡς σύμβουλος ἀπὸ τὴν χήρα τοῦ δυνάστου Μαρία Ἀγγελίνα
Παλαιολογίνα καὶ «…ἐντίμως τὸν ἀποστάτην θάπτουσι καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτῆς
τὸν βασιλέα Ἰωάσαφ εἰσφέρουσιν…».
Οἱ δυὸ Ὅσιοι γεννήθηκαν στὰ Ἰωάννινα, στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Οἱ
ἴδιοι ξεκινοῦν τὴν αὐτοβιογραφία τους ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀφιερώθηκαν
στὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνουν καμία μνεία γιὰ τὴν ἀρχοντικὴ καταγωγή τους,
τὴν ἀνατροφή, τὴν μόρφωση καὶ τὴν περιουσία τους. Οἱ γονεῖς τους καὶ οἱ
τρεῖς ἀδελφές τους ἐνδύθηκαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ κατοικοῦσαν σὲ κάποιο
κελλὶ κοντὰ στὸ χωριὸ τοῦ νησιοῦ. Τὸ ὄνομα τῆς τρίτης ἀδελφῆς τῶν
Ὁσίων, πιθανότατα εἶναι Μαγδαληνή.
Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἀδελφοί, Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης, οἱ Ἀψαράδες, ἔλαβαν μία
ἀξιόλογη γιὰ τὴν ἐποχὴ τοὺς παιδεία στὴν περίφημη μονὴ τῶν Φιλανθρωπηνῶν
ἐπὶ ἡγουμένου Μακαρίου Φιλανθρωπηνοῦ. Ὅμως, τὰ πλούτη, ἡ δόξα, ἡ ἱκανὴ
μόρφωση στάθηκαν ἀδύνατα νὰ νικήσουν τὴν θεϊκή τους ἀγάπη.
Σὲ πολὺ νεαρὴ ἡλικία, οἰστρηλατημένοι ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, κατέφυγαν στὸν
μοναχισμὸ ξεκινώντας ἀπὸ τὴν Ἠπειρωτικὴ πρωτεύουσα καὶ δικαιώνοντας τὸν
χαρακτηρισμό της ὡς «Μοναχοπόλεως». Τὸ ἱερὸ μοναχικὸ σχῆμα
περιεβλήθησαν κατὰ τὸ 1495 ἀπὸ κάποιον Ὅσιο γέροντα, Σάββα ὀνομαζόμενο
(τιμᾶται 3 Φεβρουαρίου).
Κοντά του ἔμειναν δέκα ὁλόκληρα χρόνια, στὸ ἀσκητήριο τοῦ Τιμίου
Προδρόμου τῆς νήσου τῶν Ἰωαννίνων μέχρι τὴν κοίμησή του, στὶς 9 Ἀπριλίου
1505, συλλέγοντας τοὺς καρποὺς τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα Σάββα ἀνεχώρησαν γιὰ τὸ
Ἅγιον Ὄρος, στὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἀναχωρητισμοῦ, γιὰ νὰ ἀντλήσουν νέα
στηρίγματα γιὰ τὴν κατοπινή τους μοναχικὴ πορεία. Στὸ «Περιβόλι τῆς
Παναγίας» ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Νήφωνα Β’, ὁ
ὁποῖος μόναζε στὴ μονὴ Διονυσίου μετὰ ἀπὸ τὴν Τρίτη ἐκλογή του τὸ 1502.
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς σύντομης παραμονῆς τους στὴ μονὴ Διονυσίου ζήτησαν
καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν ἁγιασμένο καὶ φωτισμένο πνευματικό τους καθοδηγητή,
Πατριάρχη Νήφωνα, «ὄρο καὶ κανόνα μοναχικῆς καταστάσεως».
Ἀφοῦ μὲ τὴν διδασκαλία του ἐκπλήρωσε τὶς ἐπιθυμίες τους καὶ μὲ τὴν ἀγαθὴ
καρδιά του τοὺς ὅπλισε μὲ τὰ ἀπαραίτητα ἐφόδια γιὰ τὴν πνευματικὴ τους
σωτηρία, τοὺς συμβούλεψε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας τους,
συνεχίζοντας ἐκεῖ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τους.
Ὑπακούοντας στὶς παραινέσεις καὶ στὶς ἐντολὲς τοῦ Πατριάρχου Νήφωνος,
ποὺ στάθηκε γι’ αὐτοὺς δεύτερος πνευματικὸς πατέρας καὶ μὲ τὴν ὑπόσχεση
ὅτι δὲν θὰ παρέκλιναν ἀπ’ ὅσα τοὺς παρήγγειλε, γύρισαν στὸ κελλί τους,
στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων.
Ἐπειδὴ ὅμως τὸ βρῆκαν κατειλημμένο ἀπὸ κάποιους κοσμικοὺς ἄρχοντες, οἱ
ὁποῖοι μάλιστα προέβαλαν καὶ κτιτορικὰ δικαιώματα ἐπάνω του,
ἀναγκάσθηκαν νὰ τὸ ἐγκαταλείψουν γιὰ δεύτερη φορά.
Κατέφυγαν στὰ ἐνδότερα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπου βρῆκαν, κατὰ τὴν ἐπιθυμία
τους, τόπο κατάλληλο γιὰ ἡσυχία καὶ ἄσκηση, κοντὰ σὲ κάποιο ἄλλο
μισοερειπωμένο καὶ ἔρημο ἡσυχαστήριο, ἀφιερωμένο στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα.
Αὐτὸ ἦταν κτισμένο σὲ μία σπηλιά, ἐπάνω ἀπὸ τὴ λίμνη, ὅπου τὰ νερά της
εἶχαν εἰσχωρήσει μέσα στὴν κοιλότητα τοῦ βράχου σχηματίζοντας μία
πελώρια «Γοῦβα», ὅπως τοπικὰ ὀνομαζόταν.
Πρὶν πολλὰ χρόνια εἶχε ἁγιάσει στὸν τόπο αὐτό, ἕνας περίφημος γιὰ τὴν
ἄσκησή του ἐρημίτης, ὁ Ἀντώνιος. Δεκαοκτὼ χρόνια εἶχε μείνει ἔγκλειστος
στὸ κελλὶ καὶ εἶχε προικισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν πολλή του καθαρότητα
μὲ διορατικὸ χάρισμα.
Εὐθὺς ἀμέσως ἐπισκέφθηκαν καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων τὴν
εὐλογία του καὶ τὴν ἔγγραφη ἄδειά του γιὰ τὴν ἀνέγερση νέου
ἡσυχαστηρίου. Γιὰ περισσότερη ἀσφάλεια ζήτησαν καὶ τὴν ἔκγριση τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Παχωμίου Α’ (1503-1504, 1504-1513).
Ἐκεῖνος μὲ ἰδιόγραφο πατριαρχικὸ γράμμα του στήριξε τὶς προσπάθειές
τους, ἐνισχύοντάς τους μάλιστα μὲ τὴ διαβεβαίωση, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ
Μητροπολίτης, ὅτι κανένας δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε στὸ θεάρεστο ἔργο τους.
Ἀφοῦ ἐξασφάλισαν τὴν ἀπαιτούμενη ἄδεια καὶ ἔγκριση, προχώρησαν ἀμέσως
στὴν ἀνέγερση ναοῦ καὶ στὸ κτίσιμο κελλιῶν. Ἡ κτιτορικὴ δημιουργία στὴν
πράξη ἀποδείχθηκε ἕνας μεγάλος καὶ κοπιαστικὸς ἀγῶνας.
Ὅλη τὴν ἡμέρα οἱ Ὅσιοι δούλευαν νὰ κόψουν ἕνα μεγάλο τμῆμα βράχου, νὰ
γεμίσουν μὲ χῶμα καὶ πέτρες τὴν γοῦβα, γιὰ νὰ ἀρχίσουν κατόπιν τὸ
κτίσιμο. Τελικὰ τὸ 1506/1507 ἀνήγειραν μὲ προσωπικά τους ἔξοδα τὸ ναὸ
τοῦ Τιμίου Προδρόμου καὶ μαζὶ μὲ αὐτόν, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα,
περατώθηκε καὶ ἡ ἀνέγερση τῶν κελλιῶν καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαραίτητων
οἰκοδομῶν.
Οἱ ἱερομόναχοι Νεκτάριος καὶ Θεοφάνης ἦταν κτίτορες ἐνὸς ἀκόμα
μοναστηριοῦ. Μετὰ τὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ νησί,
ἀνήγειραν γιὰ τὶς ἀδελφές τους καὶ τοὺς γονεῖς τους τὸ μοναστικὸ
ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Λεπενό.
Ἡ ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Λεπενοὺ μὲ τὴν διαθήκη τῶν κτιτόρων
κληροδοτήθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Βαρλαάμ. Αὐτὴν τὴν χρησιμοποιοῦσε ἀπὸ τὰ
μέσα τοῦ 16ου αἰῶνα μ.Χ. ὡς Μετόχι καὶ ὡς κατάλυμα σταθμεύσεως τῶν
διακονητῶν Βαρλααμιτῶν, ποὺ φρόντιζαν τὰ κτήματα τῶν Ἀψαράδων στὴν
Οὐσδίνα.
Ἡ πορεία τοὺς συνεχίστηκε μὲ δοκιμασίες. Ἡ τελευταία ἐπίθεση ἐναντίων
τους ἦταν ἡ πιὸ ἐπώδυνη. Τὰ βέλη δὲν προέρχονταν ἀπὸ τοὺς ἀλλόπιστους
Τούρκους, ἀλλὰ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοσμικοὺς
ἄρχοντες τοῦ τόπου, γιὰ λόγους τοὺς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρουν στὴν
αὐτοβιογραφίες τους, δὲν θέλησαν νὰ κοινοποιήσουν.
Βλέποντας ὅλη αὐτὴ τὴν δοκιμασία, τὸν πόλεμο καὶ τὴν κακία τῶν ἐχθρῶν νὰ
αὐξάνεται, ᾖλθε στὸ νοῦ τους ἡ συμβουλὴ τοῦ ἁγιορείτη γέροντός τους,
τοῦ Ἁγίου Νήφωνος, ποὺ προορατικὰ τοὺς εἶχε πεῖ: «Ὅταν καταλάβη ὑμᾶς
πειρασμός, μὴ ἀντιστῆτε αὐτῶ, ἀλλὰ ἀναχωρήσατε ἐν μοναστηρίῳ καὶ
εἰρηνεύσετε».
Πράγματι μετὰ ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια παραμονῆς τους στὰ Ἰωάννινα
ἐγκατέλειψαν ὁριστικὰ πιὰ τὴ νεόκτιστη μονή τους καὶ μετέβησαν κατὰ τὸ
1510/11 στοὺς μετεωρίτικους βράχους ἀναζητώντας ἐκεῖ τὴ νέα ἑστία γιὰ
τὴν ἀσκητική τους τελείωση.
Τοὺς δόθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Σκήτης τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ὁ στῦλος τοῦ Ἱεροῦ Προδρόμου ὅπου καὶ παρέμειναν γιὰ ἑπτὰ χρόνια.
Ἡ στενότητα ὅμως τοῦ βράχου καὶ τὸ ἀνθυγιεινὸ κλίμα ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς
ἀνέμους δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ παραμείνουν περισσότερο ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ
στράφηκαν στὴν ἀναζήτηση καταλληλότερου χώρου.
Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν μετεωρίτικων βράχων τοὺς εἵλκυσε περισσότερο ἕνας
πλατὺς καὶ εὐάερος λίθος, ἡσυχαστικὸς καὶ ἀρκετὰ εὐρύχωρος, κατάλληλος
γιὰ κατοικία, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ ἦταν
παρμένη ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐρημίτη – οἰκιστή, ποὺ σκαρφάλωσε καὶ ἐγκαταβίωσε
στὴν ἀπάτητη αὐτὴ κορυφή.
Στὸν βράχο λοιπὸν τοῦ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁλοκληρωτικὰ ἔρημος καὶ
ἀκατοίκητος πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, οἱ δυὸ Ὅσιοι ἀνέβηκαν καὶ
ἐγκαταστάθηκαν μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Μητροπολίτου Λαρίσης Βησσαρίωνος καὶ τοῦ
τότε καθηγουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ
1517/18.
Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάβασή τους στὸν βράχο ἄρχισαν τὶς οἰκοδομικές τους
ἐργασίες, γιατί δὲν σῴζονταν τίποτε ἀπὸ τὰ παλαιότερα κτίσματα. Ἀφοῦ
ἔκτισαν μερικὰ πρόχειρα κελλιὰ γιὰ κατοίκηση, πρώτη τους δουλειὰ ἦταν νὰ
ἀνεγείρουν τὸν τέλεια ἐρειπωμένο ναό.
Ἀπὸ τὸ παλαιὸ ἐκκλησάκι, ποὺ ὁ ἐρημίτης Βαρλαὰμ εἶχε ἀφιερώσει στοὺς
Ἁγίους Τρεῖς Ἱεράρχες, σῴζονταν μόνο μερικὰ ἑτοιμόρροπα τμήματα ἀπὸ τὸ
Ἅγιο Βῆμα, ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν τὶς θρησκευτικές τους ἀνάγκες γιὰ ἀρκετὸ
καιρό.
Γι’ αὐτό, μὲ ἀνεξάντλητους σωματικοὺς κόπους καὶ ταλαιπωρίες, μὲ τὴν
ἀμέριστη συμπαράσταση τῶν Ὁσίων ὑποτακτικῶν τους, Βενεδίκτου καὶ
Παχωμίου, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μαζί τους καὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ
προχώρησαν στὴν ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ ναοῦ.
Γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια ἀπαρασάλευτη φύλαξαν τὴν ἀκολουθία
τῶν θείων ὕμνων καὶ προσευχῶν, τὴν ὁλονύκτια ἀγρυπνία τῶν Κυριακῶν,
καθὼς καὶ κάθε ἄλλης δεσποτικῆς ἑορτῆς ἢ καὶ μνήμης μεγάλου Ἁγίου, ἐνῷ
κατὰ τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸ ἥμισυ τῆς νυκτὸς τὸ εἶχαν
ἀφιερώσει στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ καθημερινή τους δίαιτα ἦταν
ὑπερβολικὰ ἀσκητικὴ καὶ ἀδιάπτωτη.
Τὸ 1542 θεμελίωσαν τὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων. Στὶς 17 Μαΐου τοῦ 1544,
ἡμέρα Σάββατο, τὴν ἐνάτη βυζαντινὴ ὥρα ὁ ναὸς τῶν Ἁγίων Πάντων
ὁλοκληρώθηκε.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Ὅσιος Θεοφάνης εἶχε ἤδη δέκα μῆνες ἀσθενὴς στὸ κρεβάτι
καὶ ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του βρισκόταν στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου
του. Καί, ἐνῷ ὅλοι οἱ συμπαραστεκόμενοι ἀδελφοὶ καὶ πατέρες γύρω του
ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν καὶ μὲ μάτια δακρυσμένα ἔψελναν τὸν κατανυκτικὸ
Παρακλητικὸ Κανόνα, ἔγινε ἕνα θαῦμα.
Ξαφνικὰ ἕνα ὑπέρλαμπρο καὶ διαυγέστατο ἀστέρι εἶχε σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου, καταλάμποντας τὸ μὲ ὑπερκόσμιο φῶς!
Μὲ τὴν δύση τοῦ ἡλίου ἡ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μετέστη στὶς αἰώνιες
μονές. Ταυτόχρονα ἔσβησε καὶ τὸ ὑπερφυσικὸ ἀστέρι, σημεῖο τῆς ἀμέτρητης
δόξας ποὺ τὸν περίμενε στὴν οὐράνια πολιτεία. Ἕξι χρόνια ἀργότερα,
δεύτερη ἡμέρα τῆς Διακαινησίμου, στὶς 7 Ἀπριλίου 1550, ἀναπαύθηκε καὶ ὁ
Ὅσιος Νεκτάριος.
Ὁ τάφος τους καὶ τὰ ἅγια λείψανά τους, τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου Νεκταρίου
καὶ τὸ ἀριστερὸ χέρι τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους μὲ ἄφθαρτο τὸ δέρμα ἐπὶ τῶν
ἁγίων ὀστῶν τους, ἀποτελοῦν πηγὴ δυνάμεως γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μονῆς
καὶ τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητές. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Μεγαλομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ μαρτύρησε
τὸ 1555. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο καὶ τὸ
μαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νέος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος γεννήθηκε στὸ Μέτσοβο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς.
Νέος στὴν ἡλικία ἀναχώρησε γιὰ τὰ Τρίκαλα, ὅπου ἐργαζόταν ὡς ὑπάλληλος
σὲ ἀρτοπωλεῖο. Ἐκεῖ μὲ δόλο τὸν ἐξαπάτησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἀρνήθηκε τὴν
πίστη του.
Γρήγορα ὅμως συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀποστασίας καὶ ἐπέστρεψε στὸ
Μέτσοβο, ὅπου ζοῦσε αὐστηρὴ χριστιανικὴ ζωή. Κάποτε ᾖλθε στὰ Τρίκαλα,
γιὰ νὰ πουλήσει κάποια προϊόντα του καὶ κάποιος Τοῦρκος τὸν ἀναγνώρισε
καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸν προδώσει.
Ὁ Νικόλαος, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴ σιωπή του, τοῦ παρέδωσε ὅλο τὸ φορτίο
καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι κάθε χρόνο θὰ τοῦ φέρνει τὸ ἴδιο φορτίο.
Μετανόησε ὅμως γι’ αὐτή του τὴν συμπεριφορά, ἐξομολογήθηκε σὲ κάποιο
πνευματικὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἐπιζητᾷ τὸ μαρτύριο.
Γι’ αὐτὸ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ποὺ ᾖλθε στὰ Τρίκαλα, δὲν ἔφερε στὸν Τοῦρκο
τὸ φορτίο ποὺ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Ὀργισμένος ὁ Τοῦρκος τὸν κατήγγειλε καὶ ὁ
Νικόλαος ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὅπου μὲ θάρρος καὶ σθένος ὁμολόγησε τὴν
πίστη του στὸν Χριστό.
Ὅταν ὁ κριτὴς κατάλαβε ὅτι οὔτε μὲ κολακεῖες, οὔτε μὲ ἀπειλὲς μποροῦσε
νὰ τὸν μεταπείσει, διέταξε νὰ βασανισθεῖ σκληρὰ καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴν
φυλακή, ὅπου καρτερικὰ ὑπέμεινε τὸ μαρτύριο τῆς πείνας καὶ τῆς δίψας.
Ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκε στὴν ἀνάκριση, ἀποδείχθηκε ἀσάλευτος
στὴν πίστη. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὀργισμένοι τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ τὸ 1617. Τὴν
τίμια κάρα τοῦ Νεομάρτυρος ἀγόρασε ἀντὶ μεγάλης ἀμοιβῆς κάποιος
Χριστιανὸς κεραμέας καὶ τὴν δώρισε μετὰ ἀπὸ χρόνια στὴν ἱερὰ μονὴ
Βαρλαὰμ Μετεώρων. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πατρὶς χόρευε λαμπροφοροῦσα, νεομάρτυρος τοῦ Νικολάου, καὶ γὰρ οἰκεῖον
αὐτόν, ἔχεις νῦν προστάτην σου, τὴν Οὐρανῶν γὰρ βασιλείαν τὴν ἄληκτον,
τῶν οἰκείων ἄθλων ἐξωνησάμενος, δυσωπεῖ ἀεὶ Χριστὸν τὸν Θεὸν δωρήσασθαι,
τὴν εἰρήνην σοι καὶ τὸ μέγα ἔλεος. Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀρχιεπίσκοπος Χριστιανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στὴν Καρύταινα τῆς Γορτυνίας περὶ τὸ 1640
καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος Κορφηνός. Οἱ γονεῖς του
ὀνομάζονταν Ἀνδρέας καὶ Εὐφροσύνη καὶ εἶχαν ἀκόμη τρία τέκνα. Ὑποθέτουμε
πὼς τὰ πρῶτα γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρά του καὶ στὴν συνέχεια
μᾶλλον φοίτησε στὴν περίφημη σχολὴ τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ἀργότερα, ὡς
κληρικός, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ὁ Ἀναστάσιος βρισκόταν σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του παρὰ τὴν
ἐπιθυμία του νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐπέμεναν νὰ τὸν
νυμφεύσουν.
Ὁ πατέρας του μάλιστα, χωρὶς κὰν νὰ ἔχει τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ υἱοῦ του,
τὸν ἀρραβώνιασε στὴν Πάτρα μὲ τὴν θυγατέρα ἐνὸς πλούσιου ἄρχοντος καὶ
στὴν συνέχεια τὸν ἔστειλε στὸ Ναύπλιο νὰ προμηθευθεῖ τὰ γαμήλια
πράγματα. Ὁ Ἀναστάσιος ὑπάκουσε στὴν πατρικὴ ἐντολὴ καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ
Ναύπλιο.
Στὸν δρόμο του πέρασε καὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας στὸ Βιδόνι, κοντὰ στὸ χωριὸ Σύρνα καὶ ζήτησε τὴν θεία φώτιση.
Στὸ Ναύπλιο, ἀφοῦ ἀγόρασε ὅτι ἔπρεπε, πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση.
Ἀναφέρεται πὼς τὴν προηγούμενη νύχτα τῆς προγραμματισμένης ἀναχωρήσεώς
του γιὰ τὴν Καρύταινα, ἐνῷ βασανιζόταν ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τους νὰ
πράξει, εἶδε στὸν ὕπνο του τὴν Παναγία μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Πρόδρομο, ἡ
ὁποία ἀποκαλώντας τὸν μὲ τὸ ὄνομα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ λάβει ἀργότερα ὡς
μοναχός, τοῦ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ πρώτου βιογράφου του:
«Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε.
Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα
σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν
Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε».
Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ Ἀθανάσιος ἀπέστειλε πίσω τοὺς δούλους καὶ ἀναχώρησε γιὰ
τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος,
χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος καὶ πρεσβύτερος.
Ἐπὶ τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰακώβου, ὁ Ἅγιος
Ἀθανάσιος χειροτονεῖται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, ὑπέρτιμος καὶ
ἔξαρχος πάσης Ἀρκαδίας, σὲ διαδοχὴ τοῦ Μητροπολίτου Εὐγενίου, ποὺ μὲ
βάση σῳζόμενα ἔγγραφα ἀρχιεράτευσε στὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ ἐπαρχία ἀπὸ
τὸ 1645 ἕως τὸ 1673 τουλάχιστον.
Ὡς χρόνο τῆς χειροτονίας του πρέπει νὰ ὑποθέσουμε τὸ ἀργότερο τὰ τέλη
τοῦ 1680 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1681, γιατί γιὰ πρώτη φορὰ ἀπαντᾶται τὸν
Ἀπρίλιο αὐτοῦ τοῦ ἔτους, ὅταν ὑπογράφει ὡς μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν Κωνσταντινούπολη ἀφοριστικὸ γράμμα πρὸς
τὸν Μητροπολίτη Εὐρίπου καὶ Ἐπίτροπο Μελενίκου.
Ὡς πρὸς τὴν ἕδρα τῆς Μητροπόλεως, ὁ τίτλος «Χρφιστιανουπόλεως» ὁδηγεῖ
στὴν Χριστιανούπολη, τὸ σημερινὸ χωριὸ Χριστιάνοι. Οὐσιαστικὴ ὅμως ἕδρα
τῆς Μητροπόλεως πρέπει νὰ θεωρήσουμε μὲ ἀσφάλεια τὴν πόλη τῆς
Κυπαρισσίας.
Ἡ κατάσταση τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου ἦταν οἰκονομικᾶ, ἐκκλησιαστικὰ καὶ
ἠθικὰ ἀπελπιστική. Ὅσο ὑπῆρχε στὴν Πελοπόννησο ἡ Τουρκικὴ κατάσταση, ἡ
θέση τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ οἰκονομικὴ πλευρὰ ἦταν δεινή. Ἡ θρησκευτικὴ
κατάσταση, παρὰ τὴν εὐεργετικὴ δράση τῶν μοναχῶν τοῦ Λουσίου καὶ τῆς
σχολῆς τῆς μονῆς Φιλοσόφου καὶ ὅποιων ἄλλων, δὲν διέφερε καὶ πολύ, τὰ
δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια, ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ὑπόδουλης χώρας.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄρχισε ἀμέσως τὸν ἀγῶνα προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει
τὰ διάφορα προβλήματα καὶ νὰ βελτιώσει τὴν κατάσταση. Πρῶτο μέλημά του
ἦταν ἡ ἐξεύρεση κατάλληλων νέων γιὰ τους ἱερατικὸ ἀξίωμα.
Προκειμένου νὰ πετύχει τὸν στόχο του ὁ Ἅγιος σύστησε σχολεῖα γιὰ τὴν
στοιχειώδη λειτουργικὴ καὶ λοιπὴ ἐκπαίδευση τῶν ὑποψηφίων καὶ παράλληλα
παραιτήθηκε ἀπὸ κάθε συνηθισμένη τότε οἰκονομικὴ προσφορά, ποὺ δινόταν
ἐκ μέρους τους στὸν Ἀρχιερέα γιὰ τὴν συντήρηση τοῦ ἰδίου καὶ τῆς
Ἐπισκοπῆς.
Πιστεύοντας ὁ Ἅγιος πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἱερὸς θεσμός, ποὺ
διατηρεῖ τὴν γνήσια πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ὁ συνεκτικὸς κρίκος, ποὺ
ἑνώνει τοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες καὶ συντηρεῖ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ
ἀκόμα πὼς οἱ ἐκκλησίες εἶναι τὸ κέντρο ἀναφορᾶς καὶ τὸ σημεῖο
συναντήσεως καὶ κοινωνίας τῶν δύστυχων Ἑλλήνων, φρόντισε γιὰ τὴν
ἐπισκευὴ καὶ συντήρησή τους, ὅσο βέβαια αὐτὸ ἦταν ἐφικτὸ καὶ ἀπὸ
οἰκονομικῆς πλευρᾶς καὶ ἀπὸ πλευρᾶς χορηγήσεως ἀδείας ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Ὁ Ἅγιος ἐνδιαφέρθηκε καὶ γιὰ τὰ μοναστήρια, τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἑστίες τῆς
σωτηρίας, τὰ κέντρα φωτισμοῦ καὶ φιλανθρωπίας, ποὺ πρωτοστάτησαν στὸν
ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ὑπόδουλου Γένους.
Πρὸς τὸ ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος στάθηκε ἀληθινὸς Ἐπίσκοπος καὶ
μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ὄχι μόνο γιὰ τοὺς τόπους λατρείας,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν διακονία τοῦ λαοῦ του, προκειμένου νὰ τὸν ἀνακουφίσει
ἀπὸ τὰ καθημερινὰ δεινὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς δουλειᾶς. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὰ
ὀρφανά, τὶς χῆρες, τοὺς ἀνήμπορους γέροντες, τοὺς διωκόμενους καὶ
ἀδικούμενους ἦταν μοναδική.
Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς παρέσχε στὸν Ἅγιο «μισθό» καὶ τὸν ἀξίωσε ἤδη ἀπὸ τὴν
ἐπίγεια ζωή του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του νὰ ἐπιτελεῖ σημεῖα καὶ
θαύματα. Ἀναφέρεται πώς, ὅταν ὁ Ἅγιος λειτουργοῦσε, τὴν στιγμὴ ποὺ
ἔβγαινε στὴν Ὡραία Πύλη νὰ πεῖ τὸ «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ
καὶ ἴδε…», οἱ πιστοὶ ἔβλεπαν μπροστὰ στὸ στόμα του ἕνα φεγγοβόλο ἀστέρι.
Ἔτσι, ἀφοῦ ποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του καὶ διακόνησε τὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κοιμήθηκε μετὰ ἀπὸ ὀλιγοήμερη ἀσθένεια τὸ
1707 ἢ τὸ 1708. Λίγα χρόνια ἀργότερα, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1710 – 1713 ἔγινε
ἡ ἐκταφή του καὶ τὸ ἱερὸ λείψανο βρέθηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος του
ἀδιάλυτο καὶ μυροβόλο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς τελοῦντας τὴν μνήμην, καὶ τιμώντας τὸ σῶμα σου, καὶ πανευλαβῶς
προσκυνοῦντας τὴν μυρίπνοον Κάραν σου, ὡς ἔχων παρρησίαν πρὸς Θεόν,
ἱκέτευε Χριστὸν τὸν ἀγαθόν, καὶ ταὶς σαὶς θερμαὶς πρεσβείαις, τῶν
κινδύνων σῷζε, ὦ ἅγιε Ἀθανάσιε. Ἔχων δὲ καὶ συμπρεσβευτήν, τὸν μέγαν
Κυρίου Πρόδρομον, ἔσο ἀοράτως τῆς Μονῆς, φρουρὸς καὶ προπύργιον. Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὁ δοξασθεῖς παρὰ Θεοῦ θαυμασίως, δι’ εὐωδίας καὶ θαυμάτων ποικίλων, ἐν
τοὶς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀθανάσιε, φάνηθι ταχύτατος, καὶ θερμὸς
ἀντιλήπτωρ, τῶν δεινῶν λυτρούμενος, τοὺς πιστῶς σὲ τιμώντας, καὶ τοὺς τὰ
λείψανα κατέχοντας τὰ σά, πρὸς μετανοίας ὁδὸν χειραγώγησον. Ὁ Ἅγιος Ἐλεάζαρος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἐλεάζαρος ἤΛαζαρος ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ
Ρωσία καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Βαζέν. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ
Χριστοῦ κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Ὅλονετς. Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς τῆς Ὀδησσοῦ
Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς Μωυσέεβιτς Ἀταμάνσκιυ γεννήθηκε στὴν Ὀδησσὸ στὶς 14
Σεπτεμβρίου 1855. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Μωυσῆς καὶ ἦταν διάκονος καὶ ἡ
μητέρα του Γλυκερία. Πέθαναν ὅμως νωρὶς καὶ ἄφησαν ὀρφανὸ τὸν Ὅσιο σὲ
μικρὴ ἡλικία, ὁ ὁποῖος καθημερινά, νύχτα καὶ ἡμέρα, περνοῦσε τὸν χρόνο
του προσευχόμενος στοὺς τάφους τῶν γονέων του. Τὴν κηδεμονία τοῦ φτωχοῦ
παιδιοῦ ἀνέλαβε ὁ θεῖος του.
Ὁ Ὅσιος πρόκοπτε στὴν ἀρετή, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν μόρφωση. Ὁ θεῖος
ζῆλος φούντωνε μέσα στὴν καρδιά του. Ἔτσι τὸ 1884 χειροτονήθηκε διάκονος
καὶ τὸ 1886 πρεσβύτερος. Διακόνησε τὴν Ἐκκλησία, στὴν ἀρχὴ ὡς ἐφημέριος
σὲ χωριὸ καὶ ἀργότερα, ἀπὸ τὸ 1897, στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου
τῆς Ὀδησσοῦ.
Ἡ ποιμαντική του δράση ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη. Οἱ φτωχοὶ καὶ ἄποροι
εὕρισκαν καταφύγιο κοντά του. Ὁ Ὅσιος τοὺς δίδασκε μὲ τὴ λειτουργική του
ζωὴ καὶ τὰ φλογερὰ κηρύγματά του. Ἡ ἐκκλησιαστική του κοινότητα ἦταν
παρόμοια μὲ αὐτὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας καὶ ἀναγνώριζε στὸ πρόσωπο τοῦ
Ὁσίου τὸν ἄνθρωπο τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐεργετικὴ ποιμαντικὴ δράση τοῦ Ὁσίου φάνηκε περισσότερο κατὰ τὴν
διάρκεια τοῦ Ρωσο – Ἰαπωνικοῦ πολέμου, τὸ 1905, κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ
1917 καὶ στὰ χρόνια τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος συνέχισε χωρὶς
φόβο τὴν διακονία του μὲ πίστη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν λαό. Ὁ
Ἅγιος Θεὸς τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι πολλοὶ
συνέρεαν πρὸς αὐτόν, γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ θεραπευθοῦν
ἀπὸ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ νοσήματά τους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1924 καὶ ἡ κανονικὴ πράξη τῆς
ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε τὸ 1995. Τὸ 1996 τὰ ἱερὰ λείψανά του
μετακομίσθηκαν στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Ὀδησσοῦ. Ἡ Ὁσία Εὐφροσύνη ἡ ἐν Μόσχᾳ
Τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Εὐφροσύνης τῆς ἐν Μόσχᾳ, τιμάει ἡ Ἐκκλησία στὶς 7 Ἰουλίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος της. Μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀδριανοῦ, ἐκ Ρωσίας, τιμάει ἡ Ἐκκλησία στὶς 26 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων του.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=9534#more-9534
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου