ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Λουκ. ιε’ 11-32
Εἶπε
δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί·
πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν
βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς
ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν
ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν
ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν
αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν
κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου
αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου
περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
σου.
Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος
εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε
δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην
καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα
εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ
πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας
καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον
τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν
εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου
παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου
εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν,
ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ
πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.Διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λούκ.15,
11-32). Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας, μᾶς παρουσιάζουν
τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ἐξορία. Ὁ ἄσωτος γιός,
πῆγε σὲ μιὰ μακρινὴ χώρα καὶ ἐκεῖ σπατάλησε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μιὰ
μακρινὴ χώρα.
Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδεχτοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸ Θεό.
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο,
ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν
ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲν θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ
Χριστιανισμός. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν
μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ
δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος. Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει
καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ
πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἔλαβα ἀπὸ τὸ Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα
νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση. Ὕστερα – μὲ
τὸ Βάπτισμα – ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Καὶ ὅλα
αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς ἁμαρτίες, τὶς
παραβάσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς
ἀγάπης μου ἀπὸ τὸ Θεό, προτιμώντας τὴν μακρινὴ χώρα ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι
τοῦ Πατέρα.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει.
Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ
τὴ δύναμη νὰ τὴ πραγματοποιήσω. Αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια, νὰ
ἀποκτήσω ξανὰ τὸ χαμένο σπίτι. «Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ
θὰ τοῦ πῶ. Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα, καὶ δὲν εἶμαι
πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ γιός σου».
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι
παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι, τὴν τοῦ Ἀσώτου φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον,
ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποιήσόν με ὡς ἕνα
τῶν μισθίων σου. Οἱ Ἅγιοι Βασιλίσκος, Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος οἱ Μάρτυρες
Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλίσκος, Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος κατάγονταν ἀπὸ τὴν
Ἀμάσεια τοῦ Πόντου καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα
Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.).
Ἦταν στρατιῶτες καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος. Ὡς
Χριστιανοὶ διαβλήθηκαν στὸν ἡγεμόνα Ἀσκληπιόδοτο, ὁ ὁποῖος τοὺς συνέλαβε
καὶ τοὺς βασάνισε σκληρά. Ὅμως οἱ Μάρτυρες, ἀφοῦ παρουσιάσθηκε σὲ
αὐτοὺς ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος, ἔγιναν ὑγιεῖς.
Μέσα στὴ φυλακὴ οἱ τρεῖς νέοι δὲν ἔχασαν οὔτε τὸ θάρρος οὔτε τὴν πίστη
τους. Ἀντιθέτως ἐξακολούθησαν νὰ λατρεύουν τὸν Ἕνα καὶ Ἀληθινὸ Θεό. Μὲ
τὸ κήρυγμά τους καὶ τὸ παράδειγμα ποὺ προσέφερε τὸ ἦθος, ἡ ἀντοχὴ καὶ τὸ
θάρρος τους, ὁδήγησαν πολλοὺς συγκρατούμενούς τους στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Ὁ Ἀσκληπιόδοτος πληροφορήθηκε τὴν Χριστιανικὴ δράση τῶν τριῶν
κρατουμένων καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσαν στοὺς φυλακισμένους
εἰδωλολάτρες καὶ διέταξε νά τοὺς ὁδηγήσουν καὶ πάλι ἐνώπιόν του.
Ὁ ἡγεμόνας τότε ἄρχισε νὰ κολακεύει τὸν Ἅγιο Κλεόνικο, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ
τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὑποσχόμενος δῶρα καὶ τιμές. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ
γέλασε, χλεύασε τὴν ἀρρώστια τῶν εἰδώλων. Καὶ ἐνῷ ἐτελεῖτο θυσία, μὲ
προσευχὴ κατέρριψε τὸ εἴδωλο τῆς Ἀρτέμιδος. Ἀμέσως ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε
ἐντολὴ νὰ βασανισθοῦν.
Τότε ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στοὺς τρεῖς νέους καὶ στὸ πλῆθος τῶν
εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦσαν τὸ μαστίγωμα τῶν Χριστιανῶν,
ἔχοντας στὸ πλευρό Του τὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο. Οἱ τρεῖς
Χριστιανοὶ ἀξιώθηκαν τῆς θαυματουργικῆς ἰάσεως τῶν τραυμάτων τους, ἐνῷ
πολλοὶ εἰδωλολάτρες ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα, βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Ὁ
Ἀσκληπιόδοτος ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἄλλαξε στάση, ἀλλὰ διέταξε νὰ
ἀποκεφαλισθοῦν ὅλοι οἱ νεοφώτιστοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀσκληπιόδοτος καὶ οἱ
εἰδωλολάτρες, τυφλοὶ ἀπὸ ὀργή, διέταξαν τοὺς δημίους νὰ περιχύσουν τοὺς
τρεῖς Μάρτυρες μὲ καυτὴ πίσσα. Ὅμως, νέα θαυματουργικὴ ἐνέργεια ἀπὸ τὴ
Θεία Χάρη δὲν ἐπέτρεψε οἱ πιστοὶ νέοι νὰ πάθουν τὸ παραμικρό, ἐνῷ ἡ
καυτὴ πίσσα ἔπεσε καὶ κατέκαψε τοὺς δημίους.
Ὅμως, ὁ σκληρόκαρδος ἡγεμόνας δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία παρουσιαζόταν μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἔτσι, πρόσταξε τὴν σταυρικὴ καταδίκη τοῦ Εὐτροπίου καὶ τοῦ Κλεονίκου καὶ
τὴ φυλάκιση τοῦ Βασιλίσκου. Οἱ δυὸ νέοι πέρασαν τὴν τελευταία νύχτα τῆς
ζωῆς τους προσευχόμενοι. Καὶ πάλι ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε μπροστά τους,
γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει.
Στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 308 μ.Χ., ὁ Εὐτρόπιος καὶ ὁ Κλεόνικος κοσμήθηκαν μὲ
τοὺς στέφανους τῆς ἁγιότητας καὶ τοῦ μαρτυρίου διὰ τοῦ σταυρικοῦ τους
θανάτου. Ὁ Βασιλίσκος παρέμεινε ἔγκλειστος στὴ φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε
μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, κερδίζοντας
τὴν αἰώνια ζωή.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν
Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον
κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι,
σώζεσθαι ἅπαντας.
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ
Ἅγιος Θεοδώρητος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ
ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360-363
μ.Χ.).
Ὅταν ὁ θεῖος τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰουλιανὸς καὶ
ἦταν προηγουμένως Χριστιανὸς καὶ ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἀντιόχειας, ἔγινε εἰδωλολάτρης, στράφηκε κατὰ τῶν ἱερέων τῆς πόλεως καὶ
κατέστρεψε τὰ ἱερὰ ἀναθήματα.
Τότε συνελήφθη καὶ ὁ Πρεσβύτερος Θεοδώρητος, τὸν ὁποῖο κρέμασαν καὶ
ξέσχισαν τὰ πλευρά του. Τὰ μαρτύρια δὲν λύγισαν τὴν πίστη τοῦ Ἁγίου, ὁ
ὁποῖος συνεχῶς ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ εἰδωλολάτρες,
ἀφοῦ ἀγωνίσθηκαν μάταια γιὰ νὰ μεταστρέψουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα αὐτοῦ,
τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας. Οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωίλος
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε τέλεσαν τὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωίλος, οἱ ὁποῖοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη. Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ Παρθένος
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν, καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὅπου ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ τὸν πατέρα της, ἀλλὰ ἡ Χριστιανὴ
μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὅταν δὲ
μεγάλωσε, ἐπιδόθηκε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της σὲ ἔργα ἐλεημοσύνης καὶ
εὐσπλαχνίας. Δὲν ἦταν βέβαια πλούσιες, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φτωχικό τους
εἰσόδημα, συνέδραμαν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδύνατους ἀδελφούς τους.
Ὅταν ἡ μητέρα της κοιμήθηκε, ἡ Ὁσία, μόνη της πλέον, ἐπιδόθηκε στὴ
διακονία τῶν πασχόντων ἀδελφῶν της. ἐπισκεπτόταν τὰ σπίτια τους, τοὺς
παρηγοροῦσε καὶ τοὺς στήριζε στὴν πίστη. Τόση φήμη ἀπέκτησε ἡ Πιαμοῦν,
ὥστε ὅταν οἱ ἐχθροὶ πολιορκοῦσαν τὴν γενέτειρά της, ἀκούγοντας τὸ ὄνομά
της ἔλυσαν τὴν πολιορκία καὶ ἔφυγαν.
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα
Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα ἀσκήτεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας. Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βολοκολὰμκ ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ
Ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βολοκολαμκ εἶναι ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας τῆς
Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ φυλάσσεται στὸ ναὸ τῆς κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου.
Τὴν εἰκόνα μετέφερε ἀπὸ τὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ζβενιγκόροντ ὁ
Ὅσιος Ἰωσὴφ τοῦ Βολοκολὰμκ (τιμᾶται 9 Σεπτεμβρίου) στὶς 2 Μαρτίου τοῦ
ἔτους 1572. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Γεωργίας
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατριάρχευσε στὴ Γεωργία
ἀπὸ τὸ 1033 μέχρι τὸ 1048. Πρὶν τὴν ἐκλογή του, ὡς Πατριάρχου, εἶχε
μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Καλίπου, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου μόναζαν
πολλοὶ Γεωργιανοὶ μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1048.
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες οἱ ἐκ Γεωργίας
Οἱ ἐννέα αὐτοὶ Ἅγιοι Μάρτυρες μαρτύρησαν στὸ χωριὸ Μαραμπντὰ τῆς
ἀνατολικῆς Γεωργίας, στὴν περιοχὴ τῆς Καχέτης, κατὰ τὸ ἔτος 1625.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=6062#more-6062
Εἶπε
δέ· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί·
πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν
βίον. Καὶ μετ᾿ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς
ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν
ἀσώτως. Δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν
ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν
αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους. Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν
κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου
αὐτῷ. Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου
περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι! ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν
πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν
σου.
Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος
εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν
τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε
δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην
καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα
εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. ῏Ην δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ
πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ ἤκουσε συμφωνίας
καὶ χορῶν, καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ὁ
δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον
τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν
εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου
παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου
εὐφρανθῶ· ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν,
ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ
πάντοτε μετ᾿ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· εὐφρανθῆναι δὲ καὶ
χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ
ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.Διαβάζουμε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λούκ.15,
11-32). Ἡ παραβολὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας, μᾶς παρουσιάζουν
τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ἐξορία. Ὁ ἄσωτος γιός,
πῆγε σὲ μιὰ μακρινὴ χώρα καὶ ἐκεῖ σπατάλησε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μιὰ
μακρινὴ χώρα.
Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδεχτοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸ Θεό.
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο,
ποὺ ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν
ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲν θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ
Χριστιανισμός. Αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸ Θεό, ἀπὸ τὴν
μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ
δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος. Νὰ παραδεχθῶ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει
καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ
πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἔλαβα ἀπὸ τὸ Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα
νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση. Ὕστερα – μὲ
τὸ Βάπτισμα – ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας. Καὶ ὅλα
αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς ἁμαρτίες, τὶς
παραβάσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν: τὴν ἀπομάκρυνση τῆς
ἀγάπης μου ἀπὸ τὸ Θεό, προτιμώντας τὴν μακρινὴ χώρα ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι
τοῦ Πατέρα.
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει.
Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ
τὴ δύναμη νὰ τὴ πραγματοποιήσω. Αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια, νὰ
ἀποκτήσω ξανὰ τὸ χαμένο σπίτι. «Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ
θὰ τοῦ πῶ. Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα, καὶ δὲν εἶμαι
πλέον ἄξιος νὰ ὀνομασθῶ γιός σου».
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῆς πατρῴας δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι
παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοι, τὴν τοῦ Ἀσώτου φωνὴν κραυγάζω· Ἥμαρτον,
ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον· δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποιήσόν με ὡς ἕνα
τῶν μισθίων σου. Οἱ Ἅγιοι Βασιλίσκος, Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος οἱ Μάρτυρες
Οἱ
Ἅγιοι Μάρτυρες Βασιλίσκος, Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος κατάγονταν ἀπὸ τὴν
Ἀμάσεια τοῦ Πόντου καὶ ἔζησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα
Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.).
Ἦταν στρατιῶτες καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος. Ὡς
Χριστιανοὶ διαβλήθηκαν στὸν ἡγεμόνα Ἀσκληπιόδοτο, ὁ ὁποῖος τοὺς συνέλαβε
καὶ τοὺς βασάνισε σκληρά. Ὅμως οἱ Μάρτυρες, ἀφοῦ παρουσιάσθηκε σὲ
αὐτοὺς ὁ Κύριος καὶ ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Θεόδωρος, ἔγιναν ὑγιεῖς.
Μέσα στὴ φυλακὴ οἱ τρεῖς νέοι δὲν ἔχασαν οὔτε τὸ θάρρος οὔτε τὴν πίστη
τους. Ἀντιθέτως ἐξακολούθησαν νὰ λατρεύουν τὸν Ἕνα καὶ Ἀληθινὸ Θεό. Μὲ
τὸ κήρυγμά τους καὶ τὸ παράδειγμα ποὺ προσέφερε τὸ ἦθος, ἡ ἀντοχὴ καὶ τὸ
θάρρος τους, ὁδήγησαν πολλοὺς συγκρατούμενούς τους στὴν ἀληθινὴ πίστη.
Ὁ Ἀσκληπιόδοτος πληροφορήθηκε τὴν Χριστιανικὴ δράση τῶν τριῶν
κρατουμένων καὶ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκοῦσαν στοὺς φυλακισμένους
εἰδωλολάτρες καὶ διέταξε νά τοὺς ὁδηγήσουν καὶ πάλι ἐνώπιόν του.
Ὁ ἡγεμόνας τότε ἄρχισε νὰ κολακεύει τὸν Ἅγιο Κλεόνικο, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ
τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὑποσχόμενος δῶρα καὶ τιμές. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ
γέλασε, χλεύασε τὴν ἀρρώστια τῶν εἰδώλων. Καὶ ἐνῷ ἐτελεῖτο θυσία, μὲ
προσευχὴ κατέρριψε τὸ εἴδωλο τῆς Ἀρτέμιδος. Ἀμέσως ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε
ἐντολὴ νὰ βασανισθοῦν.
Τότε ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στοὺς τρεῖς νέους καὶ στὸ πλῆθος τῶν
εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦσαν τὸ μαστίγωμα τῶν Χριστιανῶν,
ἔχοντας στὸ πλευρό Του τὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο. Οἱ τρεῖς
Χριστιανοὶ ἀξιώθηκαν τῆς θαυματουργικῆς ἰάσεως τῶν τραυμάτων τους, ἐνῷ
πολλοὶ εἰδωλολάτρες ποὺ εἶδαν τὸ θαῦμα, βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Ὁ
Ἀσκληπιόδοτος ὅμως ὄχι μόνο δὲν ἄλλαξε στάση, ἀλλὰ διέταξε νὰ
ἀποκεφαλισθοῦν ὅλοι οἱ νεοφώτιστοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀσκληπιόδοτος καὶ οἱ
εἰδωλολάτρες, τυφλοὶ ἀπὸ ὀργή, διέταξαν τοὺς δημίους νὰ περιχύσουν τοὺς
τρεῖς Μάρτυρες μὲ καυτὴ πίσσα. Ὅμως, νέα θαυματουργικὴ ἐνέργεια ἀπὸ τὴ
Θεία Χάρη δὲν ἐπέτρεψε οἱ πιστοὶ νέοι νὰ πάθουν τὸ παραμικρό, ἐνῷ ἡ
καυτὴ πίσσα ἔπεσε καὶ κατέκαψε τοὺς δημίους.
Ὅμως, ὁ σκληρόκαρδος ἡγεμόνας δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία παρουσιαζόταν μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἔτσι, πρόσταξε τὴν σταυρικὴ καταδίκη τοῦ Εὐτροπίου καὶ τοῦ Κλεονίκου καὶ
τὴ φυλάκιση τοῦ Βασιλίσκου. Οἱ δυὸ νέοι πέρασαν τὴν τελευταία νύχτα τῆς
ζωῆς τους προσευχόμενοι. Καὶ πάλι ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε μπροστά τους,
γιὰ νὰ τοὺς ἐνθαρρύνει.
Στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 308 μ.Χ., ὁ Εὐτρόπιος καὶ ὁ Κλεόνικος κοσμήθηκαν μὲ
τοὺς στέφανους τῆς ἁγιότητας καὶ τοῦ μαρτυρίου διὰ τοῦ σταυρικοῦ τους
θανάτου. Ὁ Βασιλίσκος παρέμεινε ἔγκλειστος στὴ φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε
μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, κερδίζοντας
τὴν αἰώνια ζωή.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν
Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον
κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι,
σώζεσθαι ἅπαντας.
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ
Ἅγιος Θεοδώρητος ἦταν Πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας καὶ
ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360-363
μ.Χ.).
Ὅταν ὁ θεῖος τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὸς Ἰουλιανὸς καὶ
ἦταν προηγουμένως Χριστιανὸς καὶ ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἀντιόχειας, ἔγινε εἰδωλολάτρης, στράφηκε κατὰ τῶν ἱερέων τῆς πόλεως καὶ
κατέστρεψε τὰ ἱερὰ ἀναθήματα.
Τότε συνελήφθη καὶ ὁ Πρεσβύτερος Θεοδώρητος, τὸν ὁποῖο κρέμασαν καὶ
ξέσχισαν τὰ πλευρά του. Τὰ μαρτύρια δὲν λύγισαν τὴν πίστη τοῦ Ἁγίου, ὁ
ὁποῖος συνεχῶς ὁμολογοῦσε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ εἰδωλολάτρες,
ἀφοῦ ἀγωνίσθηκαν μάταια γιὰ νὰ μεταστρέψουν τὸ εὐσεβὲς φρόνημα αὐτοῦ,
τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου τῆς δόξας. Οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωίλος
Εἶναι ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε τέλεσαν τὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωίλος, οἱ ὁποῖοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη. Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ Παρθένος
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν, καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὅπου ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ τὸν πατέρα της, ἀλλὰ ἡ Χριστιανὴ
μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὅταν δὲ
μεγάλωσε, ἐπιδόθηκε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της σὲ ἔργα ἐλεημοσύνης καὶ
εὐσπλαχνίας. Δὲν ἦταν βέβαια πλούσιες, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ φτωχικό τους
εἰσόδημα, συνέδραμαν τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδύνατους ἀδελφούς τους.
Ὅταν ἡ μητέρα της κοιμήθηκε, ἡ Ὁσία, μόνη της πλέον, ἐπιδόθηκε στὴ
διακονία τῶν πασχόντων ἀδελφῶν της. ἐπισκεπτόταν τὰ σπίτια τους, τοὺς
παρηγοροῦσε καὶ τοὺς στήριζε στὴν πίστη. Τόση φήμη ἀπέκτησε ἡ Πιαμοῦν,
ὥστε ὅταν οἱ ἐχθροὶ πολιορκοῦσαν τὴν γενέτειρά της, ἀκούγοντας τὸ ὄνομά
της ἔλυσαν τὴν πολιορκία καὶ ἔφυγαν.
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα
Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα ἀσκήτεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ὁσίας. Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Βολοκολὰμκ ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ
Ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βολοκολαμκ εἶναι ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας τῆς
Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ φυλάσσεται στὸ ναὸ τῆς κοιμήσεως τῆς
Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου.
Τὴν εἰκόνα μετέφερε ἀπὸ τὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Ζβενιγκόροντ ὁ
Ὅσιος Ἰωσὴφ τοῦ Βολοκολὰμκ (τιμᾶται 9 Σεπτεμβρίου) στὶς 2 Μαρτίου τοῦ
ἔτους 1572. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Γεωργίας
Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατριάρχευσε στὴ Γεωργία
ἀπὸ τὸ 1033 μέχρι τὸ 1048. Πρὶν τὴν ἐκλογή του, ὡς Πατριάρχου, εἶχε
μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Καλίπου, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου μόναζαν
πολλοὶ Γεωργιανοὶ μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1048.
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες οἱ ἐκ Γεωργίας
Οἱ ἐννέα αὐτοὶ Ἅγιοι Μάρτυρες μαρτύρησαν στὸ χωριὸ Μαραμπντὰ τῆς
ἀνατολικῆς Γεωργίας, στὴν περιοχὴ τῆς Καχέτης, κατὰ τὸ ἔτος 1625.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr/?p=6062#more-6062
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου