Ἅγιος Μαρτινιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἔζησε
στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408 – 450 μ.Χ.). Ἀπὸ
μικρὸς ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἡσυχίας. Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν
ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος τοῦ Κιβωτοῦ καὶ ζοῦσε ἐκεῖ ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ
καὶ τὴν νηστεία. Κάποια γυναίκα ἁμαρτωλὴ ἐμφανίστηκε μὲ δολιότητα στὴ θύρα τοῦ κελιοῦ τοῦ
Ἁγίου καὶ παρακαλοῦσε νὰ τὴν δεχθεῖ γιὰ διανυκτέρευση μέσα στὸ κελί,
διότι ἔχασε, ὅπως ἔλεγε, τὸ δρόμο καὶ κινδύνευε νὰ κατασπαραχθεῖ ἀπὸ τὰ
θηρία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας.
Ὁ Ἅγιος ἐνεργώντας μὲ φιλανθρωπία τὴν φιλοξένησε στὸ ἐξωτερικὸ μέρος τοῦ
ἐρημητηρίου του. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ὅμως ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖο καὶ
ποικιλοτρόπως προκαλοῦσε τὸν Ἅγιο. Ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς πρὸς
κατανίκηση τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό του
ἐντὸς αὐτῆς.
Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε αὐτό, τὰ μάτια τοῦ πνεύματός της ποὺ ἔβλεπαν μόνο
τὴν διαφθορά, ἀνέβλεψαν γιὰ πρώτη φορά. Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα μετανόησε καὶ
ἀφοῦ ἔφυγε ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Παύλα καὶ σώθηκε ζώντας ὁσιακὰ στὴ
Βηθλεέμ.
Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ μετέβη σὲ ὕφαλο,
μέσα στὴν θάλασσα, ἀσκούμενος ἐκεῖ ἐπὶ δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπειδὴ
ἔφθασε στὸν ὕφαλο μία γυναίκα ναυαγός, ὁ Ὅσιος ἀπέφυγε τὸν πειρασμὸ καὶ
ἀσκούμενος περιπλανιόταν σὲ διαφόρους τόπους.
Ἔτσι ἔφθασε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ βαθιὰ
γεράματα περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ.
Ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως καὶ τὸ λαό.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου ἐτελεῖτο στὸ Ἀποστολεῖο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοῖς ὀχετοῖς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ
τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας,
ἐκραύγαζες· Δεδοξασμένος εἶ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητήν, τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητήν, τῇ προαιρέσει τίμιον,
καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως
εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον· αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησε.
Μεγαλυνάριον.
Ὁ διὰ γυναίου ἐπιβαλών, πάλαι τῷ Γενάρχῃ, καὶ συλήσας αὐτὸν οἰκτρῶς,
οὕτω καὶ σοὶ Πάτερ, ὑπούλως ἐπετέθη, ἀλλ’ ἥττηται εἰς τέλος, τῇ καρτερίᾳ
σου. Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἦσαν Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι
ἐκδιώχθηκαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Κλαυδίου (41 – 54 μ.Χ.) καὶ κατέφυγαν στὴν
Κόρινθο. Κατάγονταν ἀπὸ τὸν Πόντο, ὁ δὲ Ἀκύλας ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα
τοῦ σκηνοποιοῦ.
Ἦσαν δὲ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
ἐπισκέφθηκε τὴν Κόρινθο γιὰ νὰ διδάξει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ζεῦγος τοῦ
προσέφερε θερμὴ φιλοξενία καθὼς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μὲ τὸ κήρυγμά του.
Τόσο τοὺς ἄγγιξε ὁ φλογερὸς καὶ σωτήριος λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὥστε ἀφοῦ
κατηχήθηκαν καὶ ἐβαπτίσθηκαν ἀπὸ αὐτόν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν
στὶς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ἀγάπησε τόσο
πολὺ γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ γιὰ τὴ θερμουργὸ πίστη τους στὸ Χριστό, ὥστε
τοὺς μνημονεύει καὶ στὶς ἐπιστολές του.
Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦλθε στὴ Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ἀπέστειλε ἀπὸ
ἐκεῖ στὸ νησὶ τῆς Λευκάδος τὸ συνεργάτη του Ἀπόστολο Ἀκύλα. Ὁ νέος
κήρυκας τῆς πίστεως ἀποβιβάσθηκε στὸ τότε ρωμαϊκὸ λιμάνι, ποὺ
ἐξυπηρετοῦσε τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Ἀμβρακικό, στὴ σημερινὴ παραλία τοῦ
Ἅη – Γιάννη.
Σὲ ἕνα σπήλαιο τῆς παραλίας, λόγῳ τοῦ χειμῶνος, ὁ Ἅγιος Ἀκύλας
συγκέντρωσε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐποθοῦσαν νὰ διδαχθοῦν τὴ νέα
διδασκαλία. Σύντομα ὁ Ἅγιος Ἀκύλας ἀνεχώρησε ἀπὸ τὴ Λευκάδα γιὰ τὴν
Ἔφεσο καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Ἀπόστολος Ἡρωδίων.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἐργάσθηκαν γιὰ τὴν διάδοση
τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὴ μεγάλη τους πίστη στὸν Χριστὸ ἐπιτέλεσαν
πολλὰ θαύματα.
Κατὰ τὴν παράδοση ἔλαβαν καὶ αὐτοὶ μαρτυρικὸ τέλος, καταδικασθέντες στὸν
διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο. Ἄλλοι Συναξαριστὲς θεωροῦν, ὅτι ἐτελείωσαν τὸ
βίο τους μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Ἀκύλας τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴ νῆσο τῆς Λευκάδος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες καὶ φωτισθέντες τὸν νοῦν, τῇ πίστει ἐνούμενοι καὶ
συζυγίᾳ σεμνῇ, Ἀκύλας καὶ Πρισκίλλα ἦσαν μὲν προεστῶτες ἐκκλησίας κατ’
οἶκον, Παύλου δὲ τοῦ φωστῆρος συνεργοὶ καὶ προστᾶται. Διὸ αὐτοὺς
τιμήσωμεν καὶ μιμησώμεθα. Οἱ Ἅγιοι Πατὴρ καὶ Υἱὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ δύο αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν ἐπὶ σταυροῦ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Μαρτύρων.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας
Ὁ
Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων
Τιβερίου Α’ τοῦ Θρακὸς (578 – 582 μ.Χ.), Μαυρικίου (582 – 602 μ.Χ.) καὶ
Φωκᾶ (602 – 610 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ διακόνησε ὡς
Πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (579 –
607 μ.Χ.) λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα (609 – 620 μ.Χ.)
καὶ διῆλθε τὴν ἀρχιερατική του διακονία μὲ εὐσέβεια καὶ φόβο Θεοῦ.
Ἐργάσθηκε μὲ θέρμη ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ποὺ
ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἔγραψε κατ’ αὐτῶν. Τὸ δὲ 588 μ.Χ.
συγκρότησε τοπικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν αἱρετικῶν Σαμαρειτῶν.
Ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Πάπα Ρώμης Γρηγορίου Α’ (590 – 604 μ.Χ.) καὶ
συνέπραξε μὲ αὐτὸν σὲ πολλὲς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στὴν
καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Νεστορίου καὶ τοῦ Εὐτυχοῦς, κατὰ
τῶν ὁποίων ἀποφάσισαν, ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο
τὸ 431 μ.Χ. καὶ ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ
451.
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ὅταν ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος διάβασε τὴν περίφημη
ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πάπας Λέων Α’, τὸ ἔτος 449 μ.Χ., διατύπωσε
ὀρθοδόξως τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὶς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τὴ
θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὴν ὁποία εἶχε ἀποστείλει πρὸς τὸν Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ (446 – 449 μ.Χ.), ὄχι μόνο τὴν ἐπαίνεσε καὶ
τὴν ἀποδέχθηκε, ἀλλὰ καὶ διακήρυξε τὸ περιεχόμενό της πρὸς ὅλους.
Ὁ Θεός, λοιπόν, θέλοντας νὰ τιμήσει καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς θεράποντες, τὸν
Λέοντα καὶ τὸν Εὐλόγιο, ἔστειλε ἕναν ἄγγελό του στὸν Εὐλόγιο, μὲ τὴν
μορφὴ τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο
Εὐλόγιο ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τήρηση τῆς δογματικῆς
διδασκαλίας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 607 μ.Χ. Σῴζονται ἑπτὰ
κεφάλαια ἀπὸ τὸ δογματικὸ ἔργο αὐτοῦ «Περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Κυρίου καὶ
Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποσπάσματα ἀπὸ λόγο «Περὶ
τριάδος καὶ τῆς Θείας Οἰκονομίας». Σῴζεται, ἐπίσης, λόγος «Εἰς τὰ Βαΐα
καὶ εἰς τὸν πῶλον», ἀμφιβόλου ὅμως γνησιότητας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν χαρίτων τὴν αἴγλην οὐρανόθεν δεξάμενος, τῆς Ἀλεξανδρείας προέστης,
Ἱεράρχα Εὐλόγιε, θυσίας ἀναιμάκτους τῷ Θεῷ, προσάγων αἰς ἀνάπλασιν
ψυχῶν, καὶ οἰκείωσιν θεόφρον τῷ Λυτρωτῇ, τῶν πίστει προσιόντων σοι· δόξα
τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ σταφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ
σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ποιμάνας καλῶς, λαὸν τὸν περιόσιον, ὡς μύστης Χριστοῦ, καὶ μιμητὴς
πανάριστος, οὐρανίου λήξεως, κληρονόμος ἐδείχθης Εὐλόγιε, λειτουργῶν τῇ
Τριάδι ἀεί, ἐν ἀδύτῳ φωτί.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος φωστήρ, καὶ Ἀλεξανδρείας, ὁ σοφώτατος ὁδηγός·
χαίροις μυροθήκη, τῶν θείων χαρισμάτων, Εὐλόγιε παμμάκαρ, Πατέρων
καύχημα.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μυροβλήτης Κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ἅγιος Συμεών, κατὰ κόσμο Στέφανος Α’ Νεμάνια (στὶς Βυζαντινὲς πηγὲς Νεεμᾶν), ἦταν ἡγεμόνας τῆς Σερβίας.
Ἡ ἵδρυση καὶ ἡ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸν Στέφανο
(1167 – 1169) εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδὸν τῶν Σέρβων σὲ
ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ
Ρασκία.
Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185 – 1195) σύνηψε,
τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸν ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους
ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ
ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων.
Ὁ υἱὸς τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα
ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ
ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του
Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Συμεών, τὴ Μονὴ τοῦ
Χιλανδαρίου μὲ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195 –
1203).
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1200 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου.
Κατὰ τὸ ἔτος 1208, ὁ Ὅσιος Σάββας ἀποφασίζει νὰ προβεῖ στὴν ἀνακομιδὴ
τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ πατέρα του καὶ τὴ μετακομιδὴ αὐτῶν στὴν πατρίδα
του. Τὴν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς ἐκχύθηκε ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα ἄφθονο καὶ
εὐῶδες μύρο, συνέχισε δὲ νὰ ρέει καὶ γιὰ λίγες ἀκόμη ἡμέρες μετὰ τὴν
ἀνακομιδή, ἀπὸ τὸν κενὸ πλέον τάφο.
Ἦταν καὶ αὐτὸ τρανὸ δεῖγμα τῆς ἁγιότητας τοῦ Ὁσίου Συμεών, ὁ ὁποῖος
ἔκτοτε ἐπονομάζεται «Μυροβλήτης». Ὁ Ἅγιος Σάββας ἐναπέθεσε τὰ ἱερὰ
λείψανα στὴ μονὴ τῆς μετανοίας τοῦ πατρός του, τὴ μονὴ Στουντένιτσα,
ὅπου καὶ φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Μυροβλήτου, φέρει σήμερα ἀργυρὸ ἐπικάλυμμα
μὲ ἀνάγλυφες παραστάσεις. Ἀπὸ τὸν τάφο, μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν
λειψάνων, φύτρωσε μόνο του μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἄνευ σπορᾶς, ἕνα
κλῆμα γιὰ παρηγοριὰ τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς. Τὰ σταφύλια τοῦ κλήματος
αὐτοῦ θεραπεύουν θαυματουργικὰ τὴν στείρωση τῶν ἀτέκνων γυναικῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ἄσκησιν, ἐπιποθήσας, τὴν βασίλειον, ἔλιπες δόξαν, Συμεὼν καὶ
ἰσαγγέλως ἐβίωσας, τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ Ὁσίων ὡράϊσμα, καὶ τῆς Σερβίας κλεινὸν
σεμνολόγημα. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Βασιλείαν πρόσκαιρον, λιπὼν ἐμφρόνως, Συμεὼν ὡς ἄγγελος, ἐπολιτεύσω ἐπὶ
γῆς· διὸ καὶ βλύζειν ἠξίωσαι, ἀπὸ τοῦ τάφου σου μύρα πανεύοσμα.
Μεγαλυνάριον.
Μυροβλύτα Ὅσιε Συμεών, σκέπε τὴν Μονήν σου, ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς, καὶ
τοῖς ἐν Σερβίᾳ, Χριστιανοῖς βοήθει, παρέχων αὐτοῖς Πάτερ, τὴν εὐλογίαν
σου. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Λευκορωσίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, κατὰ κόσμο Γρηγόριος Ἰωσήφοβιτς Κονίσκϊυ, καταγόταν
ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Νοεμβρίου 1717 στὴν πόλη
Νεζίν. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ
Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Λευκορωσίας καὶ
κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1795.
Ἡ Ὁσία Σεραφείμα ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ὁσία Σεραφείμα, κατὰ κόσμο Εὐθυμία Ἐφίμοβα Μοργκατσέβα, γεννήθηκε στὶς
14 Σεπτεμβρίου 1806 στὸ χωριὸ Νίνζε – Λομὼφ τῆς ἐπαρχίας Ριαζὰν καὶ
ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τοῦ Σεζένοβο τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος
1877.
Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς Ἁγίας Θέκλας ἐν τῷ ὄρει Ποσαλέως
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
http://www.hristospanagia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου