Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς, τῆς γλυκύτητος καί τῆς μακαριότητος. «Νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. «Τότε ἀπό μέσα μας θά βγαίνει μέ λαχτάρα, μέ θέρμη, μέ θεῖο ἔρωτα τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θά φωνάζουμε τό ὄνομά Του μυστικά, ἀλάλητα. Νά στεκόμαστε ἀπέναντι στόν Θεό μέ λατρεία, ταπεινά, πάνω στά χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός ἀπό κάθε πτυχή τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου. Νά παρακαλοῦμε νά μᾶς ἔλθουν δάκρυα πρίν τήν προσευχή. Ἀλλά προσοχή, «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου»[1]. Νά προσεύχεστε μέ συντριβή. Εἶμαι ἄξιος νά μοῦ δώσεις τέτοια Χάρη, Χριστέ μου; Καί τότε τά δάκρυα αὐτά, γίνονται δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Συγκινοῦμαι. Δέν ἔκανα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζητῶ τό ἔλεός Του» [2].
Βλέπουμε ἐδῶ πῶς ὁ Ἅγιος Πορφύριος διδάσκει τήν ταπείνωση, διδάσκει τήν ἀνιδιοτέλεια στήν προσευχή διδάσκει τόν θεῖο ἔρωτα, τήν ἀγάπη στόν Θεό. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά πάρει ὁποιαδήποτε δωρεά, ὁποιαδήποτε Xάρη, ὁποιαδήποτε κατάνυξη, τότε πλημμυρίζει ἡ καρδιά του ἀπό τήν Θεία Χάρη καί τό Θεῖο ἔλεος. «Νά προσεύχεσθε στόν Θεό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος, «μέ λαχτάρα καί ἀγάπη, μέσα σέ ἠρεμία, μέ πραότητα, μαλακά χωρίς ἐκβιασμό. Καί ὅταν λέτε τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», νά τήν λέτε ἀργά, ταπεινά, ἁπαλά, μέ θεῖο ἔρωτα. Μέ γλυκύτητα νά λέτε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νά λέτε μία-μία τίς λέξεις, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἁπαλά, τρυφερά, ἀγαπητικά, σιωπηλά, μυστικά, νοερά, ἀλλά καί μέ ἔξαρση, μέ λαχτάρα, μέ ἔρωτα, δίχως ἔνταση, βία ἤ ἄπρεπη ἔμφαση, χωρίς σφιξίματα καί σπρωξίματα. Πῶς ἐκφράζεται ἡ μάνα πού ἀγαπάει τό παιδί της; «Παιδάκι μου, κορούλα μου, Παναγιωτάκη μου, Χρηστάκη μου, μέ λαχτάρα, λαχτάρα! Αὐτό εἶναι τό μυστικό. Ἐδῶ μιλάει ἡ καρδιά: παιδάκι μου, ψυχή μου, Κύριέ μου, Ἰησοῦ, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου.. Αὐτό πού ἔχεις στήν καρδιά σου, στόν νοῦ σου, αὐτό ἐκφράζεις, «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου»[3]»[4].