Μια μέρα ο Γέροντας Παΐσιος
ησύχαζε στο κελί των Αγίων Αρχαγγέλων, στη σκήτη των Ιβήρων. Ήταν
Αύγουστος μήνας και είχαν περάσει οι οχτώ πρώτες μέρες του. Ό Γέροντας
τηρούσε αυστηρή νηστεία. Δεν είχε φάει μέχρι τότε τίποτα και οι
σωματικές του δυνάμεις είχαν ελαττωθεί. Ωστόσο, το φρόνημα του ήταν
ακμαίο και ή προθυμία του να βοηθάει τους αδελφούς της σκήτης, ιδίως
αυτούς, πού ήταν μεγάλης ηλικίας, παρέμενε αμείωτη.Γύρω στις δέκα το
πρωί, χτύπησε την πόρτα του ό γέρο — Μάξιμος, ένας σεβάσμιος μοναχός,
πού είχε πάρει απόφαση να κατεβεί στο μοναστήρι, για να περάσει εκεί τον
υπόλοιπο χρόνο της ζωής του.-Δι’ ευχών των αγίων, Γέροντα, ακούστηκε ή
ψιλή φωνή του γέρο-Μάξιμου.
-Αμήν. Έλα μέσα, ευλογημένε, του απάντησε ό Γέροντας με χαμόγελο και του άνοιξε την πόρτα.